Φύλο και μαρξισμός

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

"Ηρέμησε κορίτσι μου, έχουμε πιο σοβαρά πράγματα να συζητήσουμε από τα γυναικεία προβλήματα*"

*Τον Αύγουστο του 1967, στο Εθνικό Συμβούλιο για τη Νέα Πολιτική (Νational Conference for New Politics) οργάνωσε μία συνάντηση στην οποία συμμετείχαν 2000 ακτιβιστές από περίπου 200 οργανώσεις. Οι μαύροι σύνεδροι ζήτησαν μια ποσόστωση της τάξεως του 50% για τη συμμετοχή στη ψηφοφορία. Οι γυναίκες σύνεδροι ζήτησαν το 51%, μιας και αυτό είναι το ποσοστό των γυναικών στο γενικό πληθυσμό. Παρόλο που το αίτημα των μαύρων έγινε δεκτό, το αίτημα των γυναικών δεν πάρθηκε καν στα σοβαρά και δεν τους δόθηκε καν χρόνος ομιλίας στο συνέδριο. Όταν πέντε γυναίκες επέλεξαν να καταλάβουν το πόντιουμ, ένας άντρας προεδρεύων χαστούκισε τη μία λέγοντας της "Calm down girl, we have more important things to discuss than women's problems." Το κορίτσι της υπόθεσης ήταν η Shulamith Firestone.      

Εισαγωγή     

Στο παρόν κείμενο επιδιώκουμε να συμβάλλουμε στην αναγκαία συζήτηση για το φύλο, με μια προσπάθεια θεωρητικής επεξεργασίας και εμβάθυνσης της γραμμής μας, η οποία θεωρούμε ότι λείπει τόσο από τις Θέσεις της Πολιτικής Επιτροπής, όσο και από την ευρύτερη κουβέντα της οργάνωσής μας. Θα προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε ζητήματα όπως η σχέση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας, η σχέση του μαρξισμού με το φεμινισμό και η διαθεματικότητα, αλλά και να ψηλαφίσουμε μια νέα απάντηση από την πλευρά του ρεύματος μας, συμβατή με τις διακηρύξεις μας για τον Κομμουνισμό της νέας εποχής. Από μόνο του αυτό το εγχείρημα είναι ιδιαίτερα τολμηρό, και θέλουμε να κάνουμε σαφές πως περισσότερο επιδιώκουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση παρά να δώσουμε απαντήσεις. Εκτιμούμε πως μια τέτοια θεωρητική δουλειά απαιτεί πλούσιο θεωρητικό υπόβαθρο και χρόνο που δεν διαθέταμε στα πλαίσια του προσυνεδριακού μας διαλόγου, και όπως ήδη έχουμε καταθέσει στο προηγούμενο κείμενο μας “Σκέψεις για μια παλιά κουβέντα της επικαιρότητας”, θεωρούμε ότι πρέπει να είναι δουλειά ενός συλλογικού σώματος της οργάνωσης. Γι’ αυτό το λόγο επισημαίνουμε εκ νέου την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ομάδας φύλου, η οποία θα παράξει θεωρία και γραμμή για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Σχέση Καπιταλισμού και Πατριαρχίας

Ένα από τα πρώτα ζητήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι η σχέση του καπιταλισμού και της πατριαρχίας. Η συζήτηση είναι ιδιαίτερα πλούσια, ξεκινώντας          ήδη από τον Ένγκελς και την Κολλοντάι, και φτάνοντας μέχρι σήμερα, στις συζητήσεις της ακαδημαϊκής αριστεράς και του ευρύτερου φεμινιστικού κινήματος. Στο παρόν κείμενο, δεν μπορούμε να καλύψουμε όλα τα ρεύματα, αλλά θα εστιάσουμε σε αυτά που θεωρούμε πιο χαρακτηριστικά για την δική μας κουβέντα. Πρωτόλειες αναφορές στο ζήτημα βλέπουμε κατ’ αρχάς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου χαρακτηριστικά ο Μαρξ και ο Ενγκελς αναφέρουν “Ο αστός βλέπει την γυναίκα του ως ένα μέσο παραγωγής. Ο αστός βλέπει στη γυναίκα του ένα απλό εργαλείο παραγωγής. Ακούει να λένε πως τα εργαλεία παραγωγής πρόκειται να τα εκμεταλλεύονται από κοινού και φυσικά δεν μπορεί να σοφιστεί τίποτα άλλο, παρά ότι η μοίρα της κοινοκτημοσύνης θα βρει και τις γυναίκες. Δεν υποπτεύεται καν πως πρόκειται ακριβώς να καταργηθεί η θέση της γυναίκας σαν απλό εργαλείο παραγωγής.”[1]. Σε αυτό το σημείο εισάγεται η σχέση μεταξύ των μέσων παραγωγής, της ατομικής ιδιοκτησίας και της έμφυλης ανισότητας. Αργότερα, στο “Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους”, ο Ένγκελς επιχειρεί μια βαθύτερη επιστημονική ανάλυση γύρω από το εν λόγω ζήτημα, και θεμελιώνει θεωρητικά τη σχέση εκμετάλλευσης που οδηγεί στη γυναικεία καταπίεση, κάνοντας κριτική στο θεσμό του γάμου, ως βασική οικονομική μονάδα των ταξικών κοινωνιών. “[Με την εμφάνιση της πρώτης ταξικής κοινωνίας]...Ήταν η πρώτη μορφή οικογένειας που δε στηριζόταν σε φυσικούς μα σε οικονομικούς όρους, δηλαδή στη νίκη της ατομικής ιδιοχτησίας πάνω στην αρχική φυσική κοινή ιδιοκτησία. Η κυριαρχία του άντρα στην οικογένεια και η παραγωγή παιδιών, που να μπορούν να είναι μονάχα δικά του, και που προορίζονταν να κληρονομούν τα πλούτη του, αυτοί μονάχα ήταν οι αποκλειστικοί σκοποί της μονογαμίας[2]”. Κάπου εδώ θα λέγαμε πως εισάγεται η έννοια της πατριαρχίας αφού η κυριαρχία του άντρα, ταυτίζεται με την έννοια του πατέρα, με σκοπό να ελέγξει τη γυναικεία σεξουαλικότητα (υποβαθμίζοντας τη σε αναπαραγωγική ικανότητα) ώστε να διασφαλίσει την πατρότητα των απογόνων του και τη συνέχιση της ατομικής του ιδιοκτησίας μετά το θάνατό του. Κατά τη γνώμη μας, η περιγραφή του Ένγκελς είναι αρκετά αποκαλυπτική όσον αφορά τη σύνδεση ατομικής ιδιοκτησίας, οικογένειας και γυναικείας καταπίεσης, αλλά στο κομμάτι της λύσης του “γυναικείου προβλήματος”, οι προβλέψεις του παραήταν αισιόδοξες, καθώς θεωρούσε πως όταν ο γάμος θα πάψει να είναι η μοναδική πηγή εισοδήματος για τις γυναίκες και δε θα βασίζεται στη διαφύλαξη της ιδιοκτησίας, αλλά θα αποτελεί μια σύναψη ελεύθερων ανθρώπων με μόνο κριτήριο τον έρωτα, τότε θα πάψει να ισχύει και η σχέση εξουσίας ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα. Στον πυρήνα της λογικής συμφωνούμε, αλλά θεωρούμε πως χρειάζεται περισσότερη εμβάθυνση στο πεδίο του εποικοδομήματος, στην πατριαρχία ως ιδεολογία. Ακόμη και με την ένταξη των γυναικών στην παραγωγή, η έμφυλη καταπίεση συνεχίζει να υφίσταται μετασχηματιζόμενη. Ακόμα και σε συνθήκες ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού, με ισχυρό κράτος πρόνοιας (όπως συμβαίνει πχ στη Σουηδία), η θέση των γυναικών είναι σαφώς καλύτερη από την εποχή του Μαρξ (και γι’ αυτό το λόγο συμφωνούμε και με τον πυρήνα της λογικής), αλλά κάθε άλλο παρά απαλλαγμένες είναι από την πατριαρχία. Στην πραγματικότητα, πρέπει να δούμε την πατριαρχία ως στοιχείο του εποικοδομήματος, το οποίο προκύπτει και από τις οικονομικές σχέσεις αλλά ανήκει σε μια άλλη σφαίρα, η οποία εξελίσσεται με την εξέλιξη του εκμεταλλευτικού συστήματος και παράγει σχέσεις εξουσίας. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να μελετήσουμε το έργο της Αλεξάνδρας Κολλοντάι, το οποίο γράφτηκε την περίοδο νίκης της Σοβιετικής Επανάστασης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Η Κολλοντάι αναφέρει χαρακτηριστικά “Η θέση της γυναίκας είναι πάντα συνέπεια του είδους της εργασίας που προσφέρει στη συγκεκριμένη στιγμή εξέλιξης ενός συγκεκριμένου κοινωνικό- οικονομικού συστήματος[3]. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως μεταφράζεται αυτό στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπου τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, το είδος εργασίας που προσφέρουν οι γυναίκες δε διαφέρει σημαντικά (αν και διαφέρει) από αυτό των αντρών (έχουμε, αν και σε μικρότερο βαθμό, γυναίκες γιατρούς, δικηγόρους, πρωθυπουργούς και νομπελίστες). Είναι απαλλαγμένη από την πατριαρχία και την έμφυλη καταπίεση μια γυναίκα γιατρός; Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση είναι αρνητική, ακριβώς επειδή η πατριαρχία ανήκει στο εποικοδόμημα, παράγει ιδεολογία η οποία αποτελεί κομμάτι της κυρίαρχης ιδεολογίας, και συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και όταν δεν συμβαδίζει απόλυτα με τις ανάγκες της βάσης (όπως πχ η θρησκεία: όσο πιο “καθυστερημένη” είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, τόσο πιο έντονο ρόλο παίζει η θρησκεία, αλλά συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σε καπιταλιστικά ανεπτυγμένες κοινωνίες). Αυτό σημαίνει πως με την πτώση του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της άλλης κοινωνίας θα εξαλειφθεί η πατριαρχία; Όχι αν δε μελετήσουμε τις σχέσεις εξουσίας που τη γεννούν, δεν τις κατανοήσουμε και δεν προσπαθήσουμε να τις αποδομήσουμε. Και ιδιαίτερα, όχι αν δεν σταματήσουμε εμείς οι ίδιοι να αναπαράγουμε την πατριαρχία ως κάτι φυσικό, γιατί όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχουν σχέσεις εξουσίας (όπως δεν κάνουμε το ίδιο με το ρατσισμό). Η ιδιαιτερότητα, κατά τη γνώμη μας, στην πατριαρχία σε σύγκριση με τα άλλα στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας, είναι ότι είναι διάχυτη σε όλα τα πεδία, δεν εκπορεύεται από ένα συγκεκριμένο μηχανισμό (όπως πχ η θρησκεία ή η εκπαίδευση), φυσικοποιείται απόλυτα στο όνομα της βιολογικής διαφοράς και ενσωματώνεται στο υποκείμενο εσωτερικά, αγγίζοντας τόσο τις πιο στενές διαπροσωπικές σχέσεις όσο και την ίδια τη συγκρότηση του εαυτού του/της. Αυτή η διαδικασία, κατά την οποία ο αυτοπροσδιορισμός του υποκειμένου πραγματώνεται μέσω του φίλτρου της πατριαρχίας, κάνει δύσκολο ακόμα και για όσους και όσες παλεύουν για την ανατροπή τόσο των σχέσεων εξουσίας όσο και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, να την εντοπίσουν και να την αντιπαλέψουν. Θεωρούμε πως είναι αναγκαία μία βαθύτερη επεξεργασία του συγκεκριμένου ζητήματος και η επιδίωξη αυτού του κειμένου είναι περισσότερο να βάλει ερωτήματα στη σκέψη μας παρά να δώσεις ακλόνητες απαντήσεις, ιδιαίτερα σε ζητήματα που χρήζουν ακαδημαϊκού τύπου έρευνας και παραγωγή νέας θεωρίας και για τα οποία οι γράφουσες δεν έχουν επιστημονική εμπειρία.

Σχέση Μαρξισμού και Φεμινισμού

Μελετώντας τη σχέση μαρξισμού και φεμινισμού, θα επιστρέψουμε και πάλι στο έργο της Α.Κολλοντάι, η οποία προχωράει σε μια εκλαΐκευση των θέσεων του Ένγκελς για τη θέση της γυναίκας από την πρωτόγονη εποχή μέχρι τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Επανάστασης, και επιδιώκει μια φεμινιστική προσέγγιση, προτείνοντας θέσεις για το μετασχηματισμό της οικογένειας στη σοσιαλιστική πραγματικότητα. Περιγράφει πολύ σωστά την εκμετάλλευση που προκύπτει από τον περιορισμό της γυναίκας στο σπίτι και την ανατροφή των παιδιών, και εκτιμά και η ίδια (όπως ο Ένγκελς) πως με την πλήρη ένταξη των γυναικών στην παραγωγή αλλά και την κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας, θα εξαλειφθεί η πατριαρχία. Περιγράφει την καταπίεση των γυναικών της εργατικής τάξης, ως διπλή καταπίεση, η οποία προκύπτει τόσο από την ταυτότητά τους ως εργάτριες όσο και από την ταυτότητά τους ως γυναίκες. Αν παραβλέψουμε το βαθύτερο ζήτημα της έμφυλης καταπίεσης και το αντιμετωπίσουμε επιφανειακά ως απλά επιπλέον εργασία (την οικιακή), καταλήγουμε να βλέπουμε ως εγγενές στοιχείο της γυναικείας ταυτότητας τη μητρότητα και το νοικοκυριό, και η λύση που προκύπτει συνοψίζεται στο εξής: Εάν η ανατροφή των παιδιών, το μαγείρεμα, το πλύσιμο και η καθαριότητα περάσουν στα χέρια του κράτους, οι γυναίκες θα πάψουν να υφίστανται την καταπίεση που προκύπτει από την έμφυλη ταυτότητά τους. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο φεμινισμός της παραδοσιακής μαρξιστικής ανάγνωσης, δεν παύει να βλέπει τη γυναίκα αποκλειστικά ως μητέρα, αγνοεί παντελώς τον όποιο ρόλο του πατέρα στην ανατροφή των παιδιών (με την έννοια ότι δε θεωρεί πως έχει ο ίδιος κάποια υποχρέωση αντίστοιχη με αυτή της μητέρας), θεωρεί de facto ότι ο άντρας δεν έχει καμία αντίστοιχη υποχρέωση ως προς τις δουλειές του σπιτιού, και κάποιες εργαζόμενες γυναίκες θα τις αναλάβουν ως κύρια εργασία ώστε να ζει καλύτερα η μέση εργαζόμενη γυναίκα (μητέρα). Η κεντρική λογική αυτής της αντίληψης θεωρεί πως είναι ουσιαστικά στη φύση της γυναίκας να ασχολείται με το νοικοκυριό και τα παιδιά και επειδή ο καπιταλισμός την αναγκάζει να μπει στην παραγωγή, υφίσταται διπλή καταπίεση. Δυστυχώς, στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι θέσεις τις Πολιτικής Επιτροπής, όπου στην παράγραφο 40, “Για τα ζητήματα γυναικείας χειραφέτησης, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού” χαρακτηριστικά αναφέρει: “Τα μνημονιακά αντεργατικά μέτρα και συνολικά η διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών επιβαρύνουν διπλά τη σύγχρονη γυναίκα που αναγκάζεται να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της οικιακής εργασίας και της κάλυψης των αναγκών της οικογένειας”. Αυτή η λογική, έστω και άθελά της, αναπαράγει μια φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, η οποία ελλείψει κράτους πρόνοιας, είναι λογικό πως θα αναλάβει αυτή “το μεγαλύτερο μέρος της οικιακής εργασίας και της κάλυψης των αναγκών της οικογένειας” και όχι ο “άντρας του σπιτιού”. Επίσης αυτή η εκτίμηση, στην προέκτασή της, καταλήγει πως, αν δεν υπήρχε συνολική διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών όπως πχ στη Σουηδία, δεν θα υπήρχε ζήτημα γυναικείας χειραφέτησης. Εδώ είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε πως η πρόταση των Θέσεων που παραθέσαμε από μόνη της είναι σωστή, δηλαδή πράγματι η διάλυση του κοινωνικού κράτους επιβαρύνει τη θέση της γυναίκας, αλλά είναι το σύμπτωμα σε μια πατριαρχική κοινωνία όπου θεωρεί πως οι οικιακές δουλειές είναι υποχρέωση της γυναίκας, και όχι η αιτία. Η κριτική στις Θέσεις γίνεται διότι αποφεύγοντας να εξετάσουν την αιτία, ουσιαστικά λαμβάνουν ως δεδομένο το ρόλο της γυναίκας και αποδεικνύονται εξαιρετικά ενσωματώσιμες, αφού περιορίζουν τον “μαρξιστικό φεμινισμό” σε ένα κοινωνικό κράτος που θα λειτουργεί “σωστά”. Σύγχρονες φεμινίστριες, όπως η H. Hartmann και η C. Arruzza, επεδίωξαν στο έργο τους τη μελέτη της σχέσης μαρξισμού και φεμινισμού και πρότειναν νέες προσεγγίσεις με σκοπό την αλλαγή αυτής της σχέσεις από έναν “αποτυχημένο γάμο σε μια πιο προοδευτική συμβίωση”[4]. Η βασική ιδέα της Hartmann, με την οποία συμφωνούμε, είναι ότι ο μαρξισμός είναι μεθοδολογικά “gender blind”, δεν έχει δηλαδή τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να συμπεριλάβει και το φύλο στην αναλυτική του μέθοδο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Μαρξ, ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, επικαθορίζεται και περιορίζεται από τις υπάρχουσες υλικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας[5]. Έτσι και ο μαρξισμός, τον οποίο έχουμε μάθει να τον προσεγγίζουμε ως μια ζωντανή θεωρία και όχι ως ευαγγέλιο, δε θα μπορούσε να υπερβεί τα όρια μιας λευκής και αντρικής Ευρώπης (λευκής υπό την έννοια ότι δεν υπήρχε σε μεγάλο βαθμό άλλη φυλή ενταγμένη στο προλεταριάτο, και αντρικής υπό την έννοια πως οι γυναίκες ήταν κατά βάση εκτός παραγωγής στην εποχή του). Αυτή η “τυφλότητα” ως προς το φύλο (και τη φυλή, αλλά η μελέτη αυτού του φαινομένου ξεπερνάει τα όρια του παρόντος κειμένου) προκαλεί μια συστηματική υποβάθμιση του “γυναικείου ζητήματος”, ως κάτι λιγότερο σοβαρό, κάτι που δεν αφορά τον αγώνα για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα δεσμά του κεφαλαίου, κάτι δευτερεύον, που θα λυθεί σχεδόν αυτόματα με την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας. Στην προσπάθεια ανάγνωσης της σχέσης τάξης και φύλου, προέκυψαν πολλών ειδών στρεβλώσεις στη θεωρία, οι οποίες σε μια απλουστευμένη παρουσίασή τους θα λέγαμε ότι συμπυκνώνονται στα δύο εξής σχήματα: είτε γίνεται αναγωγή του φύλου σε τάξη (όπως σε πολλά μεταμοντέρνα φεμινιστικά ρεύματα), είτε η τάξη θεωρείται άφυλη* (όπως στον παραδοσιακό μαρξισμό)[6]. Η πρώτη προσέγγιση εκτός του ότι αποκόπτει τους αγώνες για τη γυναικεία χειραφέτηση και την έμφυλη καταπίεση από το εργατικό κίνημα, παραγνωρίζει εντελώς την ταξική καταπίεση και οδηγεί σε λαθεμένα συμπεράσματα, όπως χονδροειδώς θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι πχ η Μέρκελ είναι περισσότερο καταπιεσμένη από έναν λευκό άντρα εργάτη. Επίσης, στο μεθοδολογικό αυτό σχήμα δε χωράει η δυνατότητα ανατροπής των υπαρχουσών εκμεταλλευτικών σχέσεων και είναι de facto καταδικασμένο στην ήττα και τον ατομικό δρόμο. Δε θα αναλύσουμε περισσότερο γιατί η αναγωγή του φύλου σε τάξη είναι λανθασμένη για λόγους οικονομίας χρόνου, αφού θεωρούμε ότι είναι σαφές για την οργάνωσή μας πως αυτή η θεωρία είναι αδιέξοδη. Στόχος μας είναι να ασχοληθούμε με τη δεύτερη στρέβλωση, η οποία θεωρεί ότι η τάξη είναι άφυλη και ότι το ζήτημα του φύλου είναι κάτι δευτερεύον, όπως όλες οι δευτερεύουσες αντιθέσεις οι οποίες προκύπτουν από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας. Θεωρούμε πως αυτή η λογική έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση του ζητήματος από όλα τα μαρξιστικά ρεύματα, και πετάει το μισό υποκείμενο εκτός της πάλης, αφού θεωρεί ότι η καταστατική καταπίεση που βιώνει είναι ένα θέμα λίγο πολύ αδιάφορο και λιγότερο σημαντικό. Φτάνει μάλιστα σε σημείο όχι απλά να υποβαθμίζει, αλλά να ενσωματώνει όλη την κυρίαρχη αντίληψη του καπιταλισμού και της πατριαρχίας και οδηγεί ακόμα και τα μέλη μας σε αναπαραγωγή ανοιχτά σεξιστικών απόψεων και πρακτικών. Βλέπουμε την επιρροή του καπιταλισμού στο πως ακόμα και στις γραμμές μας, οι γυναίκες πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως “παράλογες” και “μη ανεξάρτητες”. Και οι δύο αυτές κατηγορίες αντανακλούν το σύστημα αξιών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως αυτές περιγράφηκαν στο έργο των Adam Smith, David Ricardo κ.α.[7] Οι θεωρητικοί αυτοί, συνέλαβαν τον άνθρωπο ως “πρώτα και κύρια ατομικότητα, η οποία δευτερευόντως αλληλεπιδρά” και έτσι έδωσαν μεγάλη αξία στην έννοια της ανεξαρτησίας και απαξίωσαν την εξάρτηση ή και την αλληλοεξάρτηση. Επαγωγικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό κίνητρο για τις πράξεις του ανθρώπου είναι η “ορθολογική μεγιστοποίηση χρησιμότητας”, δηλαδή, το να υπολογίζεις ορθολογικά πόσο πλεονέκτημα θα αποκτήσεις από την εκάστοτε απόφαση. Αξίωσαν τον ορθολογισμό (ως ένα είδος υπολογισμού οφέλους) και απαξίωσαν τον “ανορθολογισμό” (ως τις ενέργειες που γίνονται χωρίς να αποσκοπούν στο προσωπικό όφελος). Το γεγονός ότι οι γυναίκες απαξιώνονται στη σημερινή κοινωνία (αλλά και στο δικό μας μικρόκοσμο) ως “συναισθηματικές”, “υπερβολικές” και “υπερευαίσθητες”, δείχνει πως η πατριαρχία, χρωματισμένη από τα καπιταλιστικά ιδεολογήματα (όπως είναι λογικό ως κομμάτι του εποικοδομήματος), απαξιώνει τα στοιχεία αυτά της ανθρώπινης φύσης τα οποία δεν έχουν σχέση με την απόσπαση οφέλους και αναπτύσσονται σαφώς περισσότερο στις γυναίκες. Όχι επειδή είναι έτσι η φύση τους, αλλά επειδή μεγαλώνουν για να αναλάβουν ένα ρόλο που σχετίζεται λιγότερο με την παραγωγή και περισσότερο με “συναισθηματικές” διαδικασίες, όπως η ανατροφή των παιδιών. Ο καπιταλισμός αξιώνει την ατομικότητα, τον “ορθολογισμό” και “την ανταλλακτική αξία” και απαξιώνει την τρυφερότητα, την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια και την “αξία χρήσης”. Νομίζουμε πως είναι σαφές το πώς αυτές οι αντιλήψεις είναι εχθρικές προς τον κομμουνισμό και φυσικοποιούν την καπιταλιστική βαρβαρότητα, γι’ αυτό είναι για εμάς σημαντικό να τις αποβάλλουμε από το εσωτερικό μας. Με την συστηματική υποβάθμιση του γυναικείου ζητήματος, αφήνουμε χώρο σε αυτά τα ιδεολογήματα να αναπτυχθούν στις γραμμές μας. Το γεγονός πως οι γυναίκες βιώνουν πολλαπλή καταπίεση και ως εργαζόμενες αλλά και ως έμφυλα υποκείμενα δεν οδηγεί με κάποιον ντετερμινιστικό τρόπο ότι πρώτα θα λύσουμε το ζήτημα της ταξικής καταπίεσης και μετά της έμφυλης. Αυτό δε σημαίνει ούτε πως το αντίστροφο είναι η λύση. Σύμφωνα με την Arruza6 ,το ζήτημα δεν είναι αν έρχεται πρώτα το φύλο ή η τάξη, αλλά το πως το φύλο και η τάξη διασυνδέονται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις εξουσίας και οδηγούν σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα, η οποία δεν ανάγεται σε μια απλή φόρμουλα. Κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως το φύλο διαπερνά την τάξη και οδηγεί σε επιπλέον καταπιέσεις, οι οποίες δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας, τόσο για το υποκείμενο που τις βιώνει σε κάθε στιγμή της ύπαρξής του, αλλά -και να μη το ξεχνάμε αυτό- και για το υποκείμενο που τις αναπαράγει και παραμένει δέσμιο των καπιταλιστικών ιδεολογημάτων, τα οποία δεν μπορεί παρά να αποτελούν τροχοπέδη στον όποιο αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Για ένα Κομμουνισμό της νέας εποχής

Η διαθεματικότητα, μια προσέγγιση του φεμινισμού, προέκυψε ως αντίδραση στην παραδοσιακή πολιτική ταυτοτήτων, η οποία τείνει να κατακερματίζει το κίνημα σε χωριστούς αγώνες. Ειδικά οι μαύρες γυναίκες τονίζουν εδώ και δεκαετίες ότι στο γυναικείο κίνημα κυριαρχούν σε μεγάλο βαθμό λευκές γυναίκες ανώτερης κοινωνικής τάξης που αγνοούν την πραγματικότητα και τις ανάγκες των μαύρων γυναικών της εργατικής τάξης, και ότι στο αντιρατσιστικό κίνημα κυριαρχούν μαύροι άντρες που συχνά αδιαφορούν για την καταπίεση των γυναικών, θεωρώντας τη δευτερεύουσας σημασίας- κριτικές διόλου ευκαταφρόνητες. Ο όρος λοιπόν χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την ύπαρξη πολλαπλών και επικαλυπτόμενων μορφών καταπίεσης που συνυπάρχουν με διαφορετικό τρόπο για κάθε άτομο, δημιουργώντας μοναδικές εμπειρίες και κοινωνικά εμπόδια. Ωστόσο, η κυρίαρχη ιδεολογική θεμελίωση της διαθεματικότητας στηρίζεται σε μεταμαρξιστικές θεωρίες όπως ο μεταμοντερνισμός και ο μεταδομισμός, θεωρίες που κέρδισαν δημοτικότητα στους ακαδημαϊκούς κύκλους ακριβώς σε μια εποχή καπιταλιστικής αντίδρασης και κατάρρευσης των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, όταν η εργατική και η αριστερή ηγεσία εγκατέλειπαν ακόμα και την πρόφαση πως αγωνίζονται για μια άλλη κοινωνία, και ανοιχτά στήριξαν έναν πιο «ανθρώπινο» καπιταλισμό. Ενώ την προηγούμενη περίοδο η έμφαση δινόταν στη ριζική κοινωνική και οικονομική αλλαγή, στόχος της ανάλυσης και της αλλαγής κατά την υποχώρηση από τον ταξικό αγώνα που ακολούθησε, έγιναν η σφαίρα των ιδεών, της σκέψης και της γλώσσας. Έχοντας χάσει την πίστη στην ικανότητα της εργατικής τάξης να μετασχηματίζει ριζικά την οικονομική και κοινωνική βάση της κοινωνίας, η ακαδημαϊκή αριστερά βρήκε καταφύγιο στην αλλαγή του τρόπου σκέψης των ατόμων. Αυτή είναι μια βαθιά ιδεαλιστική προσέγγιση η οποία βασίζεται στην ιδέα ότι για να αλλάξει η κοινωνία, πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι απόψεις των ανθρώπων - ή ακόμα χειρότερα, ότι με την αλλαγή του «λόγου» μπορείς να μεταμορφώσεις την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι η κυρίαρχη ιδεολογία σε μια ταξική κοινωνία είναι αυτή της άρχουσας τάξης. Η ιδεολογία των ανθρώπων που υλοποιούν τις επαναστάσεις, των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων μαζών, είναι γεμάτη με όλες τις αντιδραστικές ιδέες και προκαταλήψεις που επέβαλε η άρχουσα τάξη. Είναι στην πορεία του αγώνα για τη μετατροπή της κοινωνίας που οι άνθρωποι (μαζικά) μεταμορφώνονται και αλλάζουν (σε μεγάλο βαθμό) τις απόψεις τους. Αυτό εξηγείται πολύ καλά από τον Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία, όπου χαραξτηριστικά αναφέρει πως “Τόσο για την μαζική παραγωγή αυτής της κομμουνιστικής συνείδησης όσο και για την επιτυχία της υπόθεσης καθ’ αυτής του κομμουνισμού, η μεταβολή των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα είναι αναγκαστικά μια αλλαγή που μπορεί να γίνει μόνο κατά την εξέλιξη του κινήματος, κατά τη διάρκεια μιας επανάστασης. Η επανάσταση είναι αναγκαία όχι μόνο επειδή η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να ανατραπεί με κανέναν άλλο τρόπο αλλά και επειδή η τάξη της ανατροπής μπορεί μόνο σε μια επανάσταση να επιτύχει να απαλλαγεί από τα κατάλοιπα αιώνων και να γίνει κατάλληλη για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας.” Ο ρατσισμός και ο σεξισμός είναι βαθιά ριζωμένοι στην ταξική κοινωνία και τις ανάγκες του καπιταλισμού, όπου παρά τα όσα μπορεί να ακούγονται σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο από τους θιασώτες του ανθρώπινου καπιταλισμού, το ίδιο το σύστημα θα τα υπερασπιστεί μέχρι τελευταίας ρανίδας. Η διαθεματικότητα αναγνωρίζει τις πολλαπλές καταπιέσεις αλλά δεν κάνει κριτική στο γιατί υπάρχουν εξαρχής. Ως μαρξιστές προσεγγίζουμε την ιστορία από υλιστική σκοπιά και αναγνωρίζουμε πως η κοινωνική πραγματικότητα καθορίζει τη σκέψη και όχι οι ιδέες ή ο λόγος. Όπως προαναφέρθηκε, ό,τι γνωρίζουμε και πιστεύουμε για τον κόσμο επηρεάζεται από τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες της ιστορικής εποχής που ζούμε, και ο τρόπος παραγωγής θέτει τη βάση για την οργάνωση της κοινωνίας. Αυτό δεν σημαίνει πως κάθε σκέψη ή στοιχείο πολιτισμού είναι άμεσο προϊόν της οικονομικής βάσης της κοινωνίας, αλλά πως η οικονομική βάση θέτει τα θεμέλια για την κυρίαρχη ιδεολογία καθώς και τα όρια της σκέψης μας. Είναι κοινός τόπος μεταξύ οργανώσεων και κομμάτων μαρξιστικής αναφοράς πως υπάρχει αρκετός πλούτος ώστε όλοι να ζούμε με αξιοπρέπεια αλλά η αστική τάξη επιλέγει να πληρώνει λιγότερο γυναίκες ή μετανάστες, αναγνωρίζοντας πως οι διακρίσεις εις βάρος τους τελικά συμπιέζουν όλους τους μισθούς προς τα κάτω. Αυτό μπορεί να εξηγεί τις συστηματικές διαφορές στο μισθό αλλά δεν λαμβάνει υπόψιν την οικιακή εργασία και την ανατροφή των παιδιών, δουλειές που «αυτονόητα» αναλαμβάνει στη συντριπτική πλειοψηφία η γυναίκα. Τελικά διαμορφώνεται μια εργατική τάξη που εκτός από πολυδιασπασμένη στο επίπεδο της εργασίας και του μισθού, χωρίζεται και με βάση τη φυλή και το φύλο, με διαφορετικά προνόμια μιας ομάδας έναντι της άλλης. Από τη δική μας σκοπιά, πιστεύουμε πως όσα περιγράφονται ως προνόμια θα έπρεπε να είναι θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ανθρώπου, κάτι που μόνο με συνολική ανατροπή του συστήματος που γεννά την εκμετάλλευση μπορεί να επιτευχθεί. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν έχουμε προνόμια έναντι άλλων στο πλαίσιο που γεννιόμαστε και ζούμε, τα οποία είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα δεν θέλουμε να χάσουμε. Η ίδια η ύπαρξη του σεξισμού και του ρατσισμού το επιβεβαιώνουν. Ο μαρξισμός περιγράφει πως όλες οι μορφές καταπίεσης πηγάζουν από την ταξική κοινωνία ενώ θεωρίες προερχόμενες από το μεταμοντερνισμό απορρίπτουν αυτή την ιδέα ως αναγωγιστική. Γι αυτό και αρκετοί μαρξιστές απορρίπτουν συλλήβδην ή και είναι εχθρικοί απέναντι στην έννοια της διαθεματικότητας, χωρίς να διαχωρίζουν τις ανταγωνιστικές θεωρητικές αφετηρίες- το φεμινισμό των μαύρων γυναικών ή το μεταμοντερνισμό/μεταδομισμό. Η διαθεματικότητα, κατά τη γνώμη μας, είναι ένας άλλος τρόπος για να περιγραφεί η «ταυτόχρονη καταπίεση», οι «αλληλεπικαλυπτόμενες καταπιέσεις» ή οποιοσδήποτε άλλος όρος με τον οποίο οι μαύρες φεμινίστριες περιγράφουν τη συνισταμένη της φυλής, της τάξης και του φύλου. Αν η διαθεματικότητα χρησιμοποιηθεί ως έννοια (μια περιγραφή της εμπειρίας των πολλαπλών καταπιέσεων, χωρίς να εξηγούνται οι αιτίες τους) και όχι μια θεωρία (η οποία προσπαθεί να εξηγήσει τις ρίζες των καταπιέσεων από το Λόγο), μπορεί να συμβάλλει σε διάφορες θεωρίες καταπίεσης- άρα και από το μαρξισμό. Η απάντηση στη μεταμοντέρνα αφήγηση που θέλει το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και τη σχετικοποίηση των πάντων (διάλυση ταυτοτήτων, έλλειψη αντικειμενικότητας κλπ) είναι η ενοποίηση των πολυδιασπασμένων ταυτοτήτων του σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου, όχι όμως κλείνοντας τα μάτια στις διαφοροποιήσεις και την πολυπλοκότητά του έναντι του βιομηχανικού εργάτη των απαρχών του προηγούμενου αιώνα. Αντ’ αυτού, χρειάζεται να αναλύσουμε τη σύγχρονη φύση του υποκειμένου, αναπτύσσοντας μια απελευθερωτική θεωρία που θα το χωρά στην ολότητά του, για τον κομμουνισμό της νέας εποχής, που δεν θα είναι πατριαρχικός, γραφειοκρατικός και καταπιεστικός, όπως τα καθεστώτα που γνωρίσαμε. Μόνο ένα τέτοιο, σύγχρονα κομμουνιστικό κίνημα, που θα βάζει μπροστά και τα αιτήματα για την κατάλυση της πατριαρχίας και κάθε μορφής καταπίεσης, θα καταφέρει να είναι απελευθερωτικό εν τέλει και για τις γυναίκες. Πρέπει να οργανώσουμε την πρακτική μας στην κατεύθυνση τόσο του αγώνα κατά του καπιταλισμού όσο και του αγώνα κατά της πατριαρχίας, για μια κοινωνία όπου η αναγνώριση της αλληλεξάρτησης είναι απελευθέρωση, η φροντίδα είναι καθολική αξία και όχι καταπιεστική πρακτική.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ  

Μια προσπάθεια για σύγχρονη διαλεκτική μεταξύ βιολογίας και κοινωνίας

Με την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, που συμβαδίζει με την εξέλιξη της εργασίας, ο αντρικός και γυναικείος οργανισμός, προσαρμοζόταν σε όλο και νέες λειτουργίες Αναπτυσσόταν το μυοσκελετικό σύστημα, ανάλογα με το φυσικό καταμερισμό εργασίας, που προέκυψε κάτω από την ανάγκη προστασίας της αναπαραγωγής του είδους, με βάση εκείνη τη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας Έτσι το μυικό σύστημα του άντρα, ο οποίος είχε αναλάβει την εξεύρεση τροφής, μακριά από το κοινοτικό νοικοκυριό, αναπτύχθηκε περισσότερο Με την κληρονομική μεταβίβαση της αποκτημένης με αυτόν τον τρόπο ειδικής ανάπτυξης, των μυών, των τενόντων και των οστών, με την ασταμάτητα επαναλαμβανόμενη εφαρμογή αυτής της κληρονομικής τελειοποίησης σε νέες λειτουργίες, παρουσιάζονται οι αλλαγές στη φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού με βάση το φύλο[8].

Η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθεί να ανάγει τους έμφυλους ρόλους σε μια διαφορετική φύση μεταξύ αντρών και γυναικών. Στα πλαίσια αυτής ενότητας θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα κατά πόσο είναι όντως διαφορετική αυτή η φύση, χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη επιστημονική γνώση ως εργαλείο. Από βιολογική σκοπιά, τα δύο φύλα καθορίζονται από την ύπαρξη ή όχι του χρωμοσώματος Υ. Αυτό σημαίνει, πως οι άμεσες διαφορές μεταξύ των φύλων έχουν δυαδική έκφραση. Το πλέον εμφανές παράδειγμα γι αυτό είναι η ύπαρξη ωοθηκών και όρχεων σε γυναίκες και άντρες, αντίστοιχα. Έμμεσες μορφολογικές διαφορές ποσοτικοποιούνται μέσω εμπειρικών παρατηρήσεων και στατιστικής ανάλυσης, με τις κατανομές των χαρακτηριστικών να έχουν αλληλεπικάλυψη. Προφανείς θεωρούμε τις διαφορές μεταξύ των φύλων που σχετίζονται με τον αναπαραγωγικό ρόλο, ιδίως το ενδοκρινές (ορμονικό) σύστημα και τα αποτελέσματα της δράσης του στη μορφολογία και τη φυσιολογία των ατόμων, διαφοροποίηση των γονάδων, εσωτερικών κι εξωτερικών αναπαραγωγικών οργάνων και του στήθους, διαφορετικό πρότυπο κατανομής τριχοφυΐας, διαφορετικό ύψος και μυική μάζα. Ο Ένγκελς περιγράφει με τα δεδομένα της εποχής του έναν τρόπο με τον οποίο η φυσική επιλογή μπορεί να επιδράσει πάνω σε χαρακτηριστικά του ενός φύλου, διατηρώντας τα στους απογόνους του. Η σύγχρονη γνώση βέβαια, μας δείχνει πως πολλά από αυτά τα γνωρίσματα, ακόμη και αν η επιλογή γινόταν μόνο μέσω των προϊστορικών αντρών[9] (ο άντρας κυνηγός χωρίς δυνατότητα για συνδυαστική σκέψη πεθαίνει γιατί δεν καταφέρνει να ξεφύγει από επίθεση ζώων, ενώ ο πιο “έξυπνος” επιζεί και αφήνει απογόνους) τελικά τα χαρακτηριστικά αυτά διαχέονται στο σύνολο όλου του πληθυσμού- ο κυνηγός του παραπάνω παραδείγματος είχε τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά παιδιά. Όσον αφορά τις διαφορές στη σωματική διάπλαση, δεν μπορούμε να τις αποδώσουμε μόνο στην εξέλιξη του ανθρώπου ως είδος. Σε συγγενικά ήδη (ενδεικτικά Pan troglodytes, Gorilla gorilla), παρατηρούνται πολύ μεγαλύτερες διαφορές στο μέγεθος του σώματος μεταξύ αρσενικών και θηλυκών ατόμων, κάτι που φαίνεται να εξαλείφεται με το πέρασμα των εκατομμυρίων χρόνων9. Σ’ αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειωθεί πως αρκετές από τις διαφορές μεταξύ των αρσενικών και θηλυκών ατόμων μπορεί να είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής επιλογής. (πχ ύπαρξη στήθους στις γυναίκες, βαθύτερη φωνή των αντρών). Πάνω στο ζήτημα των διαφορών στην ανατομία και τη φυσιολογία θεμελιώνεται ο κυρίαρχος Λόγος, ότι δηλαδή ορμόνες που επηρεάζουν τον εγκέφαλο για να επιτελέσουν την αναπαραγωγική δυνατότητα του ανθρώπου, επιδρώντας σε πλήθος συστημάτων, καθορίζουν τη συμπεριφορά, την ψυχολογία και τον τρόπο σκέψης. Το ζήτημα αφορά την επιστημονική κοινότητα από διαφορετικές σκοπιές, τόσο από τη βιολογική όσο και από την κοινωνική. Στη βιολογία μάλιστα είναι αρκετά συνηθισμένες έρευνες για τις διαφορές μεταξύ ανδρικού και γυναικείου εγκεφάλου και την επίδραση στη συμπεριφορά. Η υπόθεση της ομοιότητας των φύλων (gender similarities hypothesis[10]) προτείνει πως άντρες και γυναίκες είναι όμοιοι στα περισσότερα, μα όχι όλα τα πεδία που μελετήθηκαν. Ενώ στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά, την εκφραστικότητα του προσώπου, την επιθετικότητα δεν βρέθηκαν διαφορές, διαπιστώθηκε πλεονέκτημα των αρσενικών ατόμων σε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της κινητικότητας (πχ απόσταση ρίψης αντικειμένου) καθώς και την αντιμετώπιση του σεξ εκτός σχέσης. Μεταγενέστερες μελέτες σε παιδιά 7-17 ετών έδειξαν πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις επιδόσεις στα μαθηματικά[11]. Η υπεύθυνη για την έρευνα Hyde σημειώνει ότι οι διαφορές μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου είναι μεγαλύτερες από ότι ανάμεσα στα φύλα, πράγμα που σημαίνει πως δεν μπορούμε με έναν καθολικό τρόπο να εξάγουμε το συμπέρασμα πως το φύλο είναι ο καθοριστικός παράγοντας που επιδρά στην όποια διαφορά. Μόλις το 2012[12] διατυπώθηκε η υπόθεση για το φαινόμενο “middle age – middle sex”, σύμφωνα με το οποίο οι διαφορές στην ευχέρεια των θηλυκών ατόμων στο χειρισμό της γλώσσας και τη μεγαλύτερη φυσική δύναμη των αρσενικών, εξαλείφονται (ως τάση) μετά την ηλικία των 25, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από μελέτες στη συμπεριφορά των ανθρώπων, όσο και άλλων πρωτευόντων θηλαστικών. Ίσως λοιπόν να υπάρχει διαφορά κατά την ωρίμανση των δύο συστημάτων. Σύμφωνα με τους McGuinness and Pribram (1978) η κατάκτηση της ομιλίας και της βάδισης κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής ενός παιδιού σπάνια συμβαίνουν ταυτόχρονα, κάτι που υποδεικνύει ότι οι δύο ικανότητες «ανταγωνίζονται» για τις ίδιες νευρικές συνάψεις ή ότι ο ένας τύπος νευρωνικών συνδέσεων αναστέλλει τον άλλο. Η υπόθεση αυτή συμπίπτει με την παρατήρηση για μεγαλύτερη κινητικότητα των αγοριών που συνοδεύεται με χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης της ομιλίας σε σχέση με τα κορίτσια. Αυτή η διαφορά στην ωρίμανση θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί σε τόσες μελέτες με ενήλικες συμμετέχοντες δεν υπάρχουν διαφορές με βάση το φύλο. Τελικά δεν χρειάζεται για να εγκαταλείψουμε το κυρίαρχο δόγμα να καθιερώσουμε το αντίθετό του ως δόγμα. Δεν είναι όλα βιολογικά καθορισμένα, δεν είναι όλα κατασκεύασμα κοινωνικό. Απλά η επιρροή της βιολογίας δεν είναι καθοριστική όπως πιστεύουν οι θιασώτες της πατριαρχίας. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται σε συνάρτηση με τις εμπειρίες του και όσα πράγματα επαναλαμβάνει αρκετές φορές ώστε να τα μάθει, κάτι που αντανακλάται στις συνδέσεις που προκύπτουν στον εγκέφαλο. Η βιολογία μας ορίζει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε, πλαίσιο ευρύ τόσο ανάμεσα σε ανθρώπους ίδιου βιολογικού φύλου όσο και μεταξύ ατόμων διαφορετικού. Αυτό σημαίνει πως η όποια διαφορά μεταξύ ανδρικού και γυναικείου εγκεφάλου δεν επηρεάζει τελικά τις δυνατότητες του ατόμου. Παράλληλα δείχνει πως δεν υπάρχει επιστημονική βάση για όλα τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις σχετικά με τη φύση ανδρών και γυναικών. Σημαίνει όμως και κάτι ακόμη: σε πείσμα των αντιλήψεων που θέλουν τη βιολογία να καθορίζει τι μπορεί και τι πρέπει να κάνει ένα άτομο, φαίνεται ότι ο τρόπος που μαθαίνουμε να συμπεριφερόμαστε επιδρά στη βιολογία μας.

  • Σοφία Κυριακίδη, ΟΒ Φαρμάκου, Οργ. Νέων Εργαζομένων νΚΑ Αθήνας
  • Ολύβια Τζιουβάρα, ΟΒ Έρευνας, Οργ. Νέων Εργαζομένων νΚΑ Αθήνας

Παραπομπές-Υποσημειώσεις


[1] Κ.Μαρξ και Φ.Ένγκελς, Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848)

[2] Φ. Ένγκελς, Για την καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους (1884)

[3]  Α. Κολλοντάι, Το γυναικείο ζήτημα από την πρωτόγονη κοινωνία στη σημερινή εποχή (1925)

[4] Η. Hartmann, The unhappy marriage of marxism and feminism: towards a more progressive union (1979)

[5]  Κ. Μαρξ, Η Γερμανική Ιδεολογία (1932)

[6] C.Arruzza, Dangerous Liaisons: The marriages and divorces of Marxism and Feminism (2013)

[7]  A.Smith, The wealth of Nations (1776) * Άφυλη υπό την έννοια ότι το φύλο δε χρειάζεται να προσμετρηθεί στην ταξική ανάλυση της κοινωνίας, όχι προφανώς ότι δεν υπάρχουν φύλα

[8] Φ. Ενγκελς, Η διαλεκτική της φύσης (1883)

[9] Σ. Αλαχιώτης, Εισαγωγή στην Εξέλιξη (2007)

[10] Hyde, J. S. (2005). The Gender Similarities Hypothesis. American Psychologist, Vol. 60, No. 6.

[11] Hyde, J. S.; Lindberg, S. M.; Linn, M. C.; Ellis, A. B.; Williams, C. C. (July 2008). "DIVERSITY: Gender Similarities Characterize Math Performance". Science. 321 (5888): 494–495

[12] Trofimova, Irina (2012). "A study of the dynamics of sex differences in adulthood". International Journal of Psychology. 47: 47, 1–7