Συγκέντρωση δυνάμεων για να νικήσουμε

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

1) Το 4ο συνέδριο του ΝΑΡ πραγματοποιείται μέσα σε ένα κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι.

Διεξάγεται στην αυγή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα. Μιας εποχής πολέμων αλλά και δυνητικών επαναστατικών γεγονότων. Αυτό σηματοδοτεί η παγκόσμια στροφή στην αντίδραση, με την εκλογή Τραμπ (στροφή στον εθνοκεντρισμό), το συνέδριο στο Ταλίν (κ.α.), η πρωτοφανής για τα σύγχρονα δεδομένα διάσπαση της αστικής πολιτικής, αλλά και η συνέχιση (με διάφορους τρόπους και ένταση) της κρίσης του συστήματος. Η συνέχιση της επίθεσης του Μετώπου του Κεφαλαίου (με το Κράτος και τους μηχανισμούς του, τους πολιτικούς του εκφραστές, τα ΜΜΕ, τις ολοκληρώσεις του κλπ) διαμορφώνει έναν αρνητικό αλλά και πιο ασταθή διεθνή και εγχώριο συσχετισμό δύναμης. Αρνητικός για προφανείς λόγους που δεν αξίζει να αναλυθούν περισσότερο, ασταθής διότι είναι τέτοια η κρίση και η επίθεση που αντικειμενικά γεννιούνται νέα (και πιο μαζικά) ρεύματα αντίστασης, ριζοσπαστικοποίησης και αμφισβήτησης της υπάρχουσας κατάστασης. Ταυτόχρονα μιλάμε για μια πιο “εργατική” εποχή, με τις δυνάμεις της εργατικής τάξης πλειοψηφικές στον πληθυσμό, αλλά παράλληλα να υστερούν σε συγκρότηση, στόχους, μέσα και πρόγραμμα.

2) Η αστική πολιτική αν και φαινομενικά ισχυρή, βιώνει την δική της κρίση και διάσπαση, με την ακροδεξιά νεοσυντηρητική-εθνοκεντρική και ανοιχτά ρατσιστική τάση να ενδυναμώνεται σε όλο τον πλανήτη και να φιλοδοξεί να πάρει τα ηνία από την παραδοσιακή νεοφιλελεύθερη –υπέρ της παγκοσμιοποίησης- τάση. Ο αντίπαλος αν και θωρακισμένος, αιμορραγεί εκ των έσω, διχάζεται και γι’ αυτό γίνεται και πιο επιθετικός, πιο “πολεμικός”. Η διάσπαση της αστικής πολιτικής δεν αναγκάζει τους Κομμουνιστές ή την εργατική τάξη να «διαλέξουν» σύμμαχο ή αντίπαλο από το αστικό στρατόπεδο. Το αντίθετο, η αστική τάξη είναι αναγκασμένη πλέον να διαλέξει μια άλλη πολιτική από αυτήν που ακολουθούσε μέχρι σήμερα. Από εκεί πηγάζουν και τα ανώτερα καθήκοντα των Κομμουνιστών για αδιάκοπο αγώνα ενάντια στις διεθνείς πολεμικές επιδιώξεις, αλλά και στον “εσωτερικό” πόλεμο, ενάντια σε όσους αντιστέκονται. Αυτή όμως η επιθετικότητα δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Κυοφορούνται ανώτερες από κάθε άλλη φορά κοινωνικές αντιστάσεις που μπορούν δυνητικά να μετατραπούν στις επαναστατικές καταιγίδες του μέλλοντος. Αναγκαίος όρος, η ανεξάρτητη και αυτοτελής συγκρότηση της εργατικής πολιτικής.

3) Το επαναστατικό υποκείμενο υστερεί δραματικά. Στο επίπεδο της στρατηγικής, η έλλειψη του σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος της εποχής μας, και γενικότερα η αδυναμία σοβαρής προσέγγισης και διαμόρφωσής του, “φτωχαίνει” την καθημερινή πολιτική δράση, μετατρέπει την τακτική σε τακτικισμό. Είναι πασιφανής η έλλειψη ενός σύγχρονου Κομμουνιστικού Προγράμματος και Κόμματος της νέας εποχής. Στο επίπεδο του μετώπου , οι προηγούμενες προσπάθειες φαίνεται να τελματώνουν. Η Αριστερά αδυνατεί να συγκροτήσει την δικιά της πλατιά αριστερή συμμαχία για την ανατροπή, ενώ ταυτόχρονα στέκεται αμήχανη απέναντι στις λαϊκές διαθέσεις και στα κοινωνικά ρεύματα που ανέδειξε η κρίση. Στο κίνημα, η κατάσταση παραμένει καθηλωμένη για την εποχή. Η συνδικαλιστική πυκνότητα (ειδικά στους μεγάλους χώρους) και η επιρροή των ταξικών επαναστατικών ρευμάτων έναντι των εργοδοτικών και ρεφορμιστικών είναι πολύ χαμηλή. Είναι φανερή η απουσία μιας ενιαίας ταξικής συσπείρωσης συνδικάτων εντός του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Το αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο, αντί να μετράει θετικά βήματα συγκρότησης, βρίσκεται τελικά (παρά τα όσα μπορεί να διατείνονται απόψεις εντός της οργάνωσης) πολύ μακριά από την ουσιαστική του συγκρότηση.

 4) Η πορεία και η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ έχει αφήσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του λαού μουδιασμένο. Ειδικότερα, αυτό το μούδιασμα μεταφέρεται πιο “επώδυνα” στον κόσμο της Αριστεράς, στον κόσμο του αγώνα. Οι μετατοπίσεις και τα νέα αγωνιστικά ρεύματα που δημιουργήθηκαν μετά την διάσπασή του δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τη μαζική αποστράτευση (τις περισσότερες φορές σιωπηλή) ή και την σιωπηλή αποδοχή της επίθεσης. Η μαχόμενη Αριστερά επίσης βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αμήχανη και απροετοίμαστη, δυσκολεύεται να βρει διέξοδο από την κατάσταση υποχώρησης που έχει βρεθεί, ενώ φαίνεται να “βολεύεται” σε δοκιμασμένες αλλά ανεπαρκείς συνταγές του παρελθόντος (και του κοντινού και του μακρινού). Αδυνατεί πολλές φορές να κινητοποιήσει τα ίδια της τα μέλη.

Τα παραπάνω αποτελούν απλές διαπιστώσεις με τεκμηρίωση που επιδέχεται κριτικής. Ωστόσο αρκούν για να περιγράψουν σε γενικές γραμμές την κατάσταση και να αναδείξουν τον κύριο σκοπό του κειμένου. Τη σημασία της διαρκούς, μέγιστης δυνατής συγκέντρωσης δυνάμεων σε κάθε ιστορική φάση, σε κάθε ιστορική εποχή, σε όλα τα επίπεδα της “τριπλέτας” του επαναστατικού υποκειμένου.

Η σημασία της συγκέντρωσης δυνάμεων δεν εκκινεί από κάποιο φετίχ γενικά και αόριστα “ένωσης” ρευμάτων, κομμάτων και οργανώσεων.

Εκκινεί από την αναγκαιότητα στις κρίσιμες ιστορικές καμπές που θα έρθουν, η εργατική τάξη, οι μαζικές οργανώσεις της, τα κόμματά της και οι σύμμαχοί της να μπορέσουν να δώσουν με συγκεντρωμένη ισχύ τη μάχη απέναντι στην συγκεντρωμένη ισχύ του αντιπάλου με δυνητικά νικηφόρα έκβαση. Ώστε να μπορέσει δηλαδή, με άλλα λόγια, να “χτυπήσει πρωτίστως στο κέντρο βάρους του αντιπάλου” (Κλαούζεβιτς) ανεξάρτητα από το ποιο θα είναι αυτό σε κάθε φάση ή κατάσταση. Η πρόσφατη εμπειρία του δημοψηφίσματος (και τα ερωτήματα που μπήκαν εκείνη την περίοδο, για το νόμισμα, τις τράπεζες κλπ) απέδειξαν, πρώτον, ότι η ανατροπή θα στηριχτεί σε επιμέρους “αδύναμους κρίκους” και δε θα είναι μονόπρακτο, και δεύτερον και σημαντικότερο, ότι η αστική τάξη δίνει την κάθε φορά μάχη με το δικό της ενιαίο μέτωπο (κόμματα, ΜΜΕ, κράτος-παρακράτος, εργοδοσία), απέναντι σε όποιον αναγνωρίζει ως απειλή, και κυρίως, απέναντι στη μαζική λαϊκή κινητοποίηση. Αρπάζει από την “ανάποδη” τον αδύναμο κρίκο και προσπαθεί να διατηρήσει την αλυσίδα της κυριαρχίας της απείραχτη. Αξιοποιεί όλα τα δυνατά μέσα για αυτό. Έτσι και η εργατική πολιτική οφείλει να βρίσκεται σε κάθε στιγμή ενιαία και προετοιμασμένη με την μέγιστη δυνατή ισχύ για να δώσει νικηφόρα τη μάχη και να σπάσει τον εκάστοτε κρίκο της επίθεσης και κυριαρχίας της αστικής πολιτικής.

Η συγκέντρωση δυνάμεων είναι πρώτα και κύρια μια λογική. Στοχεύει στην κάθε φορά δυνατότερη προσέγγιση αυτής της δυνατότητας. Αξιοποιεί όλα τα μέσα και τις μορφές (συνδικάτα, ομίλους, οργανώσεις, κόμματα, ρεύματα, εξωκοινοβουλευτική και κοινοβουλευτική πάλη) διαμορφώνοντας και το αντίστοιχο περιεχόμενο. Δίνει την μάχη για την ηγεμονία των επαναστατικών ιδεών μέσα από την συγκέντρωση δυνάμεων και όχι επί αυτών ή χειρότερα αντί αυτών.

Η συγκέντρωση δυνάμεων πρώτα και κύρια αναφέρεται στο κοινωνικό πεδίο. Επιδιώκει την συγκρότηση της τάξης σε “τάξη για τον εαυτό της” κόντρα στην πολυδιάσπαση που επιβάλλει ο σύγχρονος Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός. Οργανώνει την τάξη στον καθημερινό της αγώνα για το ψωμί, στα συνδικάτα της, και την συντονίζει στους αγώνες της. Προσπαθεί να μαζικοποιήσει περισσότερο τους φορείς του μαζικού κινήματος, να συσπειρώσει την τάξη γύρω από αυτούς. Δεν διαχωρίζει τους εργάτες ιδεολογικά, αλλά παλεύει να τους ενώσει πάνω στο υλικό τους συμφέρον, και αντίστοιχα διαμορφώνει και το άμεσο πρόγραμμα διεκδικήσεων. Πρόγραμμα που μπορούν να το αντιληφθούν ώστε να μετατραπούν σε δρώντα πολιτικά υποκείμενα. Αυτό το πρόγραμμα δε μπορεί να ταυτίζεται γραμμικά με τα προγράμματα των Αριστερών αντικαπιταλιστικών πρωτοποριών.

Η συγκέντρωση δυνάμεων είναι αναγκαία και στην πολιτική σφαίρα. Η λογική της επιδιώκει την αναβαθμισμένη πολιτική συμπαράταξη μάχης όλης της μαχόμενης αριστεράς, σε επιμέρους αλλά και συνολικά κεντρικοπολιτικά ζητήματα. Απαιτεί συμμαχία με τον ρεφορμισμό, καθώς εκφράζει υπαρκτές κοινωνικές τάσεις εντός της εργατικής τάξης αλλά πάντα με ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής. Συσπειρώνει έτσι όλα τα «κομμάτια» του πολύμορφου, συνειδητού και ημισυνειδητού αντικαπιταλιστικού ρεύματος, δεν τα χαρίζει στον αντίπαλο και την ακροδεξιά. Το πρόγραμμά της είναι αναγκαστικά διαφορετικό από αυτό του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπου έχει κατακτηθεί συμφωνία ουσιαστικά γύρω από την επανάσταση) πάνω στους κεντρικούς άξονες της επίθεσης σε κάθε δοσμένη ιστορική φάση, με βάση τον συσχετισμό δύναμης, αλλά και το επίπεδο συνείδησης των μαζών. Εντός αυτής της συμμαχίας ξεδιπλώνεται η σκληρή και επίπονη δουλειά των Κομμουνιστών για την ηγεμονία και την αποκάλυψη του ρόλου του ρεφορμισμού στις μάζες. Απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε γραμμή συμμαχιών αποτελεί η αυτοτέλεια της επαναστατικής πολιτικής και η αυτοτελής συγκρότηση των αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων.

Τέλος (με την ίδια όμως σημασία), η συγκέντρωση δυνάμεων αποτελεί αναγκαιότητα και στο στρατηγικό επίπεδο, αρχικά σε έναν πόλο αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής, κομμουνιστικής αναφοράς. Το κύριο σε αυτή την προσπάθεια είναι να εμφανιστεί μαζικά και να νικήσει θεωρητικά ένα σύγχρονο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα. Αναγκαία συνθήκη σε αυτή την προσπάθεια είναι η συσπείρωση των αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων σε έναν πόλο με στρατηγική κατεύθυνση, προσανατολισμό και αντίστοιχο διάλογο εντός του και όχι ο υποβιβασμός αυτής της συσπείρωσης σε συνεργασίες των δυνάμεων που «έχουν τοποθέτηση ενάντια στη διαχείριση του καπιταλισμού» όπως πραγματοποιείται με την πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε άλλες αντικαπιταλιστικές, επαναστατικής αναφοράς δυνάμεις (Εργατικός Αγώνας, Κορδάτος, ΕΕΚ, ΟΚΔΕ, ΟΝΡΑ κλπ). Με αυτό τον τρόπο υποβιβάζεται το περιεχόμενο της συσπείρωσης δυνάμεων αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής αναφοράς, στο περιεχόμενο μιας «συνεργασίας» όσων είναι ενάντια στη διαχείριση του καπιταλισμού.

Η συσπείρωση δυνάμεων ειδικότερα στο στρατηγικό επίπεδο έχει ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να κατακτάται συνολική επιστημονική σύλληψη της πραγματικότητας του σύγχρονου καπιταλισμού, προκειμένου να προχωράει και να βαθαίνει ο νηφάλιος απολογισμός των προσπαθειών του προηγούμενου αιώνα, η μελέτη του σύγχρονου καπιταλισμού, και κυρίως η θεωρητική και πρακτική προσέγγιση και κατάκτηση του Κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος για τη νέα εργατική κομμουνιστική επανάσταση της εποχής μας. Αυτή η προσπάθεια θα αντλεί τις δυνάμεις της από τον χώρο της εργασίας και του πνεύματος, βασιζόμενη αναγκαστικά στην αρχή στις υπάρχουσες οργανώσεις, ρεύματα, κόμματα, ομίλους και λέσχες με σεβασμό στην αυτοτέλεια του καθενός, αλλά και από πρωτοπόρους εργάτες, επιδιώκοντας στην πορεία να μπολιαστεί με τις εμπειρίες και τις δυνάμεις της ίδιας της εργατικής τάξης. Η συγκέντρωση δυνάμεων στο στρατηγικό-θεωρητικό επίπεδο αναγνωρίζει τις υπαρκτές αντιφάσεις των υπαρχουσών πρωτοποριών και στοχεύει στην δημιουργική υπέρβασή τους στην πορεία προς το Πρόγραμμα και Κόμμα, μέσα από πλατύ δημοκρατικό διάλογο αλλά κυρίως μέσα από το μέγιστο κριτήριο της επαναστατικής Αλήθειας, δηλαδή αυτό της ίδιας της Πράξης.

Η συγκέντρωση δυνάμεων δεν είναι μια απλή διαδικασία. Απαιτεί επαναστατική τόλμη και ικανότητα για ελιγμούς, αλλά κατά βάση πολιτική αρχών. Όμως, αποτελεί διαρκή επιδίωξη. Η εργατική τάξη για να δώσει τη μάχη έχει πρώτα και κύρια την ανάγκη ενότητας των γραμμών της. Τόσο «μέσα στο εργοστάσιο» όσο και στους πολιτικούς αγώνες «εθνικής κλίμακας». Για να πραγματοποιηθεί αυτό στις σημερινές συνθήκες απαιτείται μια διαφορετική πολιτική τακτική από όλη την Αριστερά (και την δικιά μας). Μια τακτική που δε θα ταλαντεύεται μεταξύ σεχταρισμού και οπορτουνισμού. Μια τακτική που θα προσπαθεί να λύσει το ζήτημα της ενότητας των εργαζόμενων μαζών και της ηγεμονίας των επαναστατικών ιδεών με διαλεκτικό τρόπο.

Η πολυπλοκότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και η αντιφατικότητα της συνείδησης των μαζών που έχουν συμφέρον να στραφούν υπέρ της εργατικής πολιτικής, επέτασσε και σήμερα επιτάσσει ακόμα περισσότερο μια πολύμορφη και σύνθετη γραμμή συγκέντρωσης κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, με κριτήρια τέτοια που να πατάνε στο σημερινό επίπεδο συνείδησης και να επιδιώκουν διαρκώς το ανέβασμα του μέσα από την ίδια την εμπειρία και την πάλη.

Έτσι, όπως, πολύ χαρακτηριστικά πρωτοπόρα για την εποχή του, αναγνώριζε ο Λένιν:

«Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από τον μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη (και τον μικροβιοτέχνη, τον χειροτέχνη, τον μικρονοικύρη γενικά), από τον μικρό ως τον μεσαίο αγρότη, κτλ. αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές, κτλ. Και από όλα αυτά απορρέει εντελώς νομοτελειακά η ανάγκη, η απόλυτη ανάγκη για την πρωτοπορία του προλεταριάτου, για το συνειδητό του κομμάτι, για το κομμουνιστικό του κόμμα, να καταφεύγει σε ελιγμούς, σε συμφωνίες, σε συμβιβασμούς με τις διάφορες ομάδες των προλετάριων, με τα διάφορα κόμματα των εργατών και των μικρονοικοκυραίων. Όλο το πρόβλημα είναι να εφαρμόζεις αυτή την τακτική έτσι που να ανεβάζεις και όχι να χαμηλώνεις το γενικό επίπεδο της προλεταριακής συνειδητότητας, της επαναστατικότητας και της ικανότητας για τον αγώνα και τη νίκη».

Αργύρης Γκορτσίλας, ν.Κ.Α., Ρόδος