Παρέμβαση του Π. Σωτήρη στην 1ηεκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ

Παρέμβαση στην ημερίδα του ΝΑΡ

Του Παναγιώτη Σωτήρη, πανεπιστημιακού, στέλεχος της ΑΡΑΝ

Καταρχάς να ευχαριστήσω για την πρόσκληση και να ζητήσω συγγνώμη που δεν μπορώ να είμαι, αλλά έπρεπε να πάω σε ένα συνέδριο στο εξωτερικό. Θεωρώ πάντως πολύ σημαντικό κάθε βήμα διαλόγου για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Τίποτα χειρότερο στη σημερινή συγκυρία από τον πρακτικισμό και τον εμπειρισμό.

Το πρώτο πράγμα που θέλω να τονίσω είναι ότι η κουβέντα για την επαναστατική στρατηγική σήμερα δεν είναι μια κουβέντα θεωρητική, ούτε αφορά ένα μακρινό μέλλον. Η συγκυρία της βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης που ζούμε στον τόπο μας, η ανάδειξη στοιχείων μιας κρίσης ηγεμονίας, μιας «οργανικής κρίσης» για να θυμηθούμε το Γκράμσι, ανέδειξαν μεγάλες δυνατότητες για μια σύγχρονη επαναστατική πολιτική. Η εντυπωσιακή ακολουθία κινητοποιήσεων, ο «παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος» από τη μεριά του κινήματος, οι τεκτονικές αλλαγές στις σχέσεις εκπροσώπησης, η εντυπωσιακή στροφή και προς τα Αριστερά, τα σημάδια ριζοσπαστικοποίησης και νέας πολιτικοποίησης που ζήσαμε, στην πραγματικότητα έφεραν την Ελληνική κοινωνία στο κοντινότερο που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε σε μια δυνάμει προεπαναστατική κατάσταση, σε εκείνη την εκδοχή πολιτικής κρίσης που οι από κάτω δεν ανέχονται άλλο να κυβερνηθούν και οι από πάνω δεν μπορούν να κυβερνήσουν με τον ίδιο τρόπο. Προφανώς, αυτό έγινε με τρόπο άνισο, μετέωρο και αντιφατικό, με χαρακτήρα «έκπληξης» και συμπύκνωσης του χρόνου, αλλά αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό χνάρι μιας πραγματικής επαναστατικής ακολουθίας;

Προφανώς και αυτή η δυναμική ήταν και παραμένει διαρκώς διακυβευόμενη. Διακυβεύεται από τις δυναμικές του κινήματος, από το εάν κυριαρχεί η αυτοπεποίθηση ή εάν αντίθετα κυριαρχεί η απογοήτευση, από το εάν οικοδομείται η αλληλεγγύη ή αντίθετα κυριαρχεί η εξατομικευμένη απελπισία, από το εάν διαμορφώνονται μορφές λαϊκής αυτο-οργάνωσης, ως δυνάμει μορφές δυαδικής εξουσίας, ή εάν κυριαρχεί η αντιμετώπιση του λαού ως μάζας ψηφοφόρων. Διακυβεύεται, όμως, και από τη στρατηγική που έχει να προτείνει η Αριστερά. Εάν η Αριστερά προτείνει ουσιαστικά, όπως κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – αλλά εμμέσως αποδέχεται ως υλικό όριο της αριστερής πολιτικής σήμερα και η ηγεσία του ΚΚΕ – ότι το μόνο που υπάρχει είναι μια εν τέλει ατελέσφορη επαναδιαπραγμάτευση της λιτότητας με τους πιστωτές εντός του ασφυκτικού πλαισίου του μηχανισμού του χρέους και του νομισματικού και θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης, τότε σύντομα θα κυριαρχήσει η ανάθεση, η λογική ότι δεν υπάρχει περιθώριο τομών, η απογοήτευση. Εάν, αντίθετα, η Αριστερά προβάλλει το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα, ως εναλλακτική στρατηγική αφήγηση, σε ρήξη με την ΕΕ, το ευρώ, το χρέος, σε τελική ανάλυση σε ρήξη με τη αστική και καπιταλιστική λογική, και εάν δείξει ότι αυτό συγκεφαλαιώνει την άμεση ανακούφιση με το μετασχηματισμό, τότε αυτό μπορεί να εμπνεύσει τις λαϊκές δυνάμεις, να τροφοδοτήσει με αυτοπεποίθηση το κίνημα, να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα για επαναστατικές αλλαγές.

Εμείς πρέπει θαρρετά και τολμηρά να πάμε με το δεύτερο δρόμο: με την Αριστερά που μπορεί σήμερα να εμπνεύσει, πατώντας σε ενεργά ρήγματα και πραγματικές δυναμικές, ένα κίνημα ανατροπής. Μόνο που αυτό μας πιέζει και εμάς να πάρουμε θέση και να μιλήσουμε πραγματικά για την επαναστατική στρατηγική. Αυτό δεν μπορεί να είναι απλώς η επίκληση ιδεοτύπων, που σήμερα απλώς κινδυνεύουν να είναι τα άλλοθι για να μην κάνουμε τίποτε λέγοντας ότι «δεν είναι ώριμες οι συνθήκες». Αντίθετα, πρέπει να είναι η προσπάθεια για μια στρατηγική και τακτική αναγκαστικά πρωτότυπη, αποτέλεσμα των ίδιων των αστάθμητων δυναμικών του ταξικού ανταγωνισμού.

Και αυτό σημαίνει αναμέτρηση και με το ερώτημα της εξουσίας. Το ερώτημα δεν είναι εύκολο γιατί σημαίνει ότι αναμετριόμαστε με το τι σημαίνει προγραμματικά, πολιτικά οργανωτικά μια Αριστερά που διεκδικεί την εξουσία από επαναστατική σκοπιά. Σημαίνει ξεβόλεμα, ακόμη και στο επίπεδο της σκέψης, από μια Αριστερά που απλώς θα άρθρωνε την αντίσταση και διατηρούσε την επαναστατική προοπτική απλώς ιδεολογική αναφορά. Σημαίνει τομές στην παραγωγή προγράμματος, στην επινοητικότητα ως προς τις λύσεις, στην αναζήτηση δημιουργικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να βάλουν πλάτη και όχι απλώς διακηρύξεις. Σημαίνει ότι το οριακό και απότοκο του λαϊκού ξεσηκωμού της προηγούμενης περιόδου ενδεχόμενο της «αριστερής κυβέρνησης» δεν το ξορκίζουμε αλλά κοιτάζουμε πώς μπορεί να αποτελέσει κόμβο μιας επαναστατικής στρατηγικής σε συνδυασμό με την κλιμάκωση των αγώνων και την οικοδόμηση μορφών λαϊκής αντιεξουσίας απο τα κάτω.

Σημαίνει ακόμη ότι το πρόγραμμα δεν μένει μόνο σε σημεία, αλλά γίνεται συγκεκριμένη επεξεργασία, από τους ανθρώπους του κινήματος και όχι «ειδικούς», τρόπων για να παράγουμε, να εκπαιδεύουμε, να οργανώνουμε την υγεία, να κάνουμε πολιτισμό, με βάση ακριβώς τη συλλογική εμπειρία των ανθρώπων του αγώνα. Η επαναστατική πολιτική είναι μαθησιακή διαδικασία και πειραματική διάταξη σε μια συνεχή προσπάθεια να μαθαίνουμε από αυτά που κάνουμε.

Σημαίνει ακόμη ότι αντιλαμβανόμαστε την επαναστατική διαδικασία σε όλη της αντιφατικότητα έξω και πέρα από δογματισμούς και σχηματικότητες. Σε πείσμα μιας εγκεφαλικής ταύτισης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού με τη διοικητική κρατικοποίηση, ταύτιση που αναπαράγεται π.χ. στις θέσεις του ΚΚΕ, εμείς να πούμε ότι ξέρουμε καλά ότι ένας σύγχρονος σοσιαλισμός θα έχει και πολύ περισσότερη ΝΕΠ, δηλαδή πολύ περισσότερη επίγνωση ότι με την αγορά και την αξιακή μορφή δεν ξεμπερδεύεις διοικητικά, εκτός και εάν θες να υποστείς την αναπαραγωγή μορφών κρατικού καπιταλισμού, αλλά και πολύ περισσότερη Πολιτιστική Επανάσταση, δηλαδή επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, αναίρεση ιεραρχιών, κοινωνικοποίηση της γνώσης, αυτοδιαχείριση και δημοκρατικό σχεδιασμό.

Σημαίνει ότι όλα αυτά δεν τα εμπνεόμαστε μόνο από βιβλία ούτε μόνο από την ηρωική αλλά και τραγική εμπειρία του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και από τις εμπειρίες γύρω μας, όλες τις πολλές, πολύμορφες, πλούσιες και αναγκαστικά αντιφατικές εκδοχές της σύγχρονης εποχής των εξεγέρσεων, από τους δρόμους της Αθήνας μέχρι το Μανχάταν του Occupy! και ξανά πίσω στην εξεγερμένη Κωνσταντινούπολη. Για να βρούμε εκεί τις ιδέες για τα σύγχρονα σοβιέτ, για να μάθουμε από την εμπειρία τους τις νέες μορφές εργατικής δημοκρατίας, για να ενσωματώσουμε τις εμπειρίες από τους οριζόντιους συντονισμούς, τα δίκτυα αλληλεγγύης, τη σύγχρονη και αναγκαία αντιιεραρχική ισηγορία απέναντι και τους τεχνικούς της εξουσίας και τους ειδικούς της επανάστασης. Για να τα παντρέψουμε με τα διδάγματα από το άλλο «εργοστάσιο ονείρων» τη Λατινική Αμερική, των πειραμάτων με τη ριζοσπαστική αριστερή διακυβέρνηση – και των αντιφάσεων στις οποίες προσκρούουν - αλλά και τις εκτεταμένες πρακτικές αντι-εξουσίας από τα κάτω.

Σημαίνει ότι έχουμε μετωπική πολιτική, πολιτική συνάντησης ανάμεσα σε διαφορετικά ρεύματα, εμπειρίες και ευαισθησίες, ότι δεν εγκλωβιζόμαστε μέσα στα στενά όρια της ιστορικής επαναστατικής Αριστεράς αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι η κρίση έχει λειτουργήσει σαν καταλύτης και έχει απελευθερώσει δυνάμεις, ότι δεν χαρίζουμε στους ρεφορμιστές την έννοια του Αριστερού Μετώπου, ότι τολμηρά και θαρρετά οικοδομούμε τον πόλο της Αριστεράς του άλλου δρόμου, με φιλοδοξία να αλλάξουμε τα πράγματα συνολικά στην Αριστερά.

Σημαίνει, τέλος, ότι τις οργανώσεις, τα κόμματα, τα μέτωπα δεν τα βλέπουμε ως «φρούρια» ούτε ως θεματοφύλακες της πολιτικής αλήθειες, αλλά ως πειραματικά πεδία για την παραγωγή γνώσης, ιδεολογίας, στρατηγικής, ως συλλογικούς διανοούμενους για το χώνεμα, υπό το φως ενός μάχιμου και ανοιχτοκέφαλου μαρξισμού, της εμπειρίας από τα κινήματα, ως εργαστήρια μαζικής κριτικής πολιτικής διανοητικότητας. Για ένα λενινισμό που δεν θα είναι λαμπάδα σε εικονοστάσι, αλλά διαρκής προσπάθεια για πρωτότυπες απαντήσεις σε πρωτόγνωρες καταστάσεις και ερωτήματα.