Παρέμβαση του Β. Λιόση στην 1ηεκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ

Παρέμβαση του Βασίλη Λιόση, συγγραφέα, μέλος του Συλλόγου μαρξιστικής σκέψης "Γ. Κορδάτος"

Κατ΄ αρχάς να εκφράσω τις ευχαριστίες εκ μέρους του Συλλόγου διάδοσης της μαρξιστικής σκέψης Γ. Κορδάτος για την πρόσκληση που μας απευθύνατε. Πρωτοβουλίες όπως η σημερινή είναι όχι απλώς χρήσιμες, αλλά απολύτως επιβεβλημένες από τις ανάγκες των καιρών.

Περνώντας κατ’ ευθείαν στο θέμα της συζήτησής μας είναι απαραίτητο πρώτα απ΄ όλα να κάνω κάποιες εννοιολογικές αποσαφηνίσεις. Νομίζω ότι για να έχουμε μια στοιχειώδη συνεννόηση θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο περιεχόμενο των εννοιών τακτική και στρατηγική. Επομένως, επιτρέψτε μου να κάνω μια θεωρητική προσέγγιση και στη συνέχεια να επιχειρήσω να καταθέσω μερικούς προβληματισμούς τόσο για το σύγχρονο περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών, όσο και για την ιστορική εμπειρία στα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής.

Τακτική και στρατηγική

Αν θέλαμε με ένα συμπυκνωμένο τρόπο να περιγράψουμε αυτές τις έννοιες, θα λέγαμε πως στρατηγική είναι ο τελικός στόχος, ενώ τακτική είναι ο τρόπος που θα φτάσουμε σε αυτόν. Όμως κάθε σύντομος ορισμός εμπεριέχει κινδύνους, αφού περιγράφει μια έννοια με τον πιο γενικό τρόπο παραβλέποντας κρίσιμες λεπτομέρειες. Επομένως, είναι αναγκαίο να δούμε αναλυτικότερα τι σημαίνει τακτική και τι στρατηγική.

Η στρατηγική σχετίζεται με τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, με τη βασική και κυρίαρχη αντίθεση στην κοινωνία, με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας. Η χάραξη της στρατηγικής δεν είναι πάντα εύκολη διαδικασία. Απαιτείται επιστημονική ανάλυση της κοινωνίας με πορίσματα που να αφορούν στην ταξική διάρθρωσή της, στο χαρακτηρισμό της χώρας ως ιμπεριαλιστικής, εξαρτημένης ή ό,τι άλλο, στη δυναμική της οικονομίας και στο ρόλο της χώρας στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις. Η στρατηγική αφορά εν τέλει στην επαναστατική διαδικασία και στη μορφή που αυτή θα πάρει.

Περνώντας στην έννοια της τακτικής σημειώνουμε αρχικά τα εξής: Το ζήτημα της καλλιέργειας και ανάπτυξης της επαναστατικής συνείδησης πρώτα και κύρια στην εργατική τάξη κι έπειτα στα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα, είναι το μεγάλο ζητούμενο από την πλευρά του επαναστατικού φορέα. Επειδή υπάρχουν συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αίτια που εμποδίζουν την απευθείας επαναστατικοποίηση της εργατικής τάξης, ο επαναστατικός φορέας οφείλει να σκεφτεί με ποιους τρόπους θα επιτύχει κάτι τέτοιο. Άραγε οι επικλήσεις για αγώνα, για αντίσταση και για επανάσταση μπορούν από μόνες τους να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα; Η ιστορία έχει αποδείξει πως όχι. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει η πολιτική να ειδωθεί ως τέχνη. Αυτό σημαίνει πρακτικά την ανάγκη να νιώθουμε τον «παλμό» της κοινωνίας, ακόμη και να τον προβλέπουμε, να γνωρίζουμε πότε και πόσο πρέπει τα συνθήματα και τα αιτήματα να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά από το «γενικό» επίπεδο συνείδησης, να αναλύουμε επιστημονικά τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις της χώρας στην οποία ζούμε αλλά και του διεθνούς γίγνεσθαι, να κατανοούμε πότε υπάρχει ανάγκη για άμυνα και πότε για επίθεση. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, είναι που «εισβάλλει» η έννοια της τακτικής.

Η τακτική επικεντρώνει στην ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των μαζών στη βάση των καθημερινών προβλημάτων, την ενδιαφέρει όχι μόνο η γενική προπαγάνδα, αλλά και όσο είναι δυνατό η επίλυση αυτών των προβλημάτων μέσα από κινηματικές διαδικασίες. Αναζητά τα αιτήματα κρίκους, υποχρεούται να επιλέγει εύστοχα συνθήματα, επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων καταπιεζόμενων στρωμάτων. Η τακτική δεν μπορεί παρά να εδράζεται στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αν η τακτική αναλώνεται σε γενικές και «αιώνιες» αλήθειες, σε αμετακίνητες συνταγές, τότε αρνείται τον εαυτό της και μετατρέπεται σε μεταφυσική κατηγορία. Η συνδικαλιστική παρέμβαση, τα οικονομικά και τα άμεσα πολιτικά αιτήματα, η συγκρότηση συμμαχιών, είναι οργανικό μέρος της τακτικής.

Ωστόσο, αν θέλουμε η τακτική να είναι επαναστατική, πρέπει να υποτάσσεται και να καθορίζεται από τη στρατηγική. Διαφορετικά αυτονομείται πλήρως και ο στρατηγικός στόχος χάνεται. Η απόλυτη αυτονόμηση μπορεί να πραγματοποιείται με δεξιές παρεκκλίσεις, ενώ ο αριστερισμός οδηγεί σε στρεβλή σύνδεση ανάμεσα στους δυο πόλους και σε τελική εξαφάνιση της τακτικής.

Η μερική ώσμωση τακτικής-στρατηγικής

Υπάρχουν όμως πολιτικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν συμβατικά τακτικές στρατηγικού χαρακτήρα ή στρατηγικές που έχουν χαρακτηριστικά τακτικής. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η πρόταση εργατικής κυβέρνησης (ΕΚ) ή αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής κυβέρνησης ή κυβέρνησης λαϊκού μετώπου κ.λπ. Μια τέτοια πρόταση δεν κρύβει από πίσω της «σκληρές» αναγκαιότητες όπως η κοινωνική επανάσταση. Τείνει να γίνει αναγκαιότητα με βάση τους κοινωνικούς συσχετισμούς, το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού κ.ά. Όμως, δεν πρόκειται για νομοτελειακή διαδικασία με την έννοια ότι η εξέλιξη της ιστορίας μπορεί να βάλει στην άκρη ένα τέτοιο αίτημα ή στην πορεία της υλοποίησής του η ταξική πάλη να το υπερβεί ταχέως. Η ΕΚ δεν οδηγεί αναγκαστικά στην επανάσταση και στο σοσιαλισμό, αν και αυτή πρέπει να είναι η επιδίωξη του επαναστατικού φορέα. Παρόλα αυτά επειδή συνδέεται άμεσα με την κοινωνική επανάσταση και επειδή δεν είναι απλώς ένα συνδικαλιστικό αίτημα που «ζυμώνεται» καθημερινά, έχει στρατηγικά χαρακτηριστικά. Επομένως, υπάρχουν στόχοι και αιτήματα που ανήκουν σε μια «γκρίζα» ζώνη μεταξύ τακτικής και στρατηγικής. Είναι η περιοχή όπου τακτική και στρατηγική υφίστανται μια σχετική ώσμωση.

Το ζήτημα του Μετώπου

Το Μέτωπο είναι μια πολιτική συμμαχιών όπου διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές ομάδες κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμφωνούν σε κοινή δράση ή και σε κοινό πολιτικό πρόγραμμα. Η δημιουργία του Μετώπου επιβάλλεται σήμερα από το γεγονός ότι έχει ενσκήψει μια οξύτατη καπιταλιστική κρίση, από το ότι οι ναζιστικές ομάδες έχουν σοβαρή ιδεολογική και πολιτική επιρροή, από το ότι το κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, από το ότι η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα υφίστανται μια επίθεση δίχως προηγούμενο, από το ότι έχουν προκύψει σοβαρά ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Το ζήτημα του Μετώπου είναι κι αυτό μια πολιτική πρόταση που εφάπτεται τόσο με την τακτική όσο και με τη στρατηγική. Το Μέτωπο είναι μια τακτική που επιβάλλεται από αντικειμενικές ανάγκες. Δεν είναι μια υποκειμενική εγκεφαλική σύλληψη ευφυών ανθρώπων. Ωστόσο, προς αποφυγή συγχύσεων και παρεξηγήσεων πρέπει να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις:

1. Τα συνειδησιακά ρήγματα στα λαϊκά στρώματα δεν μπορούν να επιτευχθούν ούτε μόνο ούτε κυρίως με εύστοχη προπαγάνδα και ιδεολογική δουλειά. Αυτά είναι απολύτως απαραίτητα στοιχεία της ταξικής πάλης, αλλά το καθοριστικό είναι η ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων.

2. Ένα κόμμα από μόνο του όταν είναι αδύναμο και χωρίς ιδιαίτερη επιρροή δεν μπορεί να προκαλέσει κοινωνικά γεγονότα, παρά ελάχιστα και με μικρή βαρύτητα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι απαιτείται η σύμπηξη, ο συντονισμός, η συμμαχία ανάμεσα σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, προκειμένου να βοηθηθεί η ταξική πάλη.

3. Η όποια συμμαχία όμως δεν είναι αυτοσκοπός. Απαιτούνται προϋποθέσεις, τίμιες τοποθετήσεις και καθαρές κουβέντες. Αν αυτά δεν υπάρχουν, τα μετωπικά σχήματα θα αποδειχτούν θνησιγενή.

4. Ποια μορφή και τι περιεχόμενο, όμως, πρέπει να έχει ένα Μέτωπο στις σημερινές ελληνικές συνθήκες; Κατά τη γνώμη μας το Μέτωπο μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί στο συνδικαλιστικό-εργατικό κίνημα αλλά και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Στο μεν πρώτο χρειάζεται ένα μίνιμουμ πρόγραμμα υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων που να περιλαμβάνει: την κατάργηση των μνημονίων, των εφαρμοστικών νόμων και των μεσοπρόθεσμων, την επιστροφή στην προ μνημονίου κατάσταση όσον αφορά στους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις, τη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου για να γίνει αναδιανομή του πλούτου, την υιοθέτηση του συνθήματος την κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία. Στο δε δεύτερο επίπεδο, χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να περιέχει επίσης την κατάργηση των μνημονίων, την κατάργηση της δανειακής σύμβασης, την εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και των τραπεζών, τον έλεγχο κίνησης των κεφαλαίων, την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Στη βάση αυτού του μεταβατικού προγράμματος μπορεί και πρέπει να αναπτυχθούν κοινές κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Αν οι προϋποθέσεις δεν το επιτρέπουν δεν είναι σωστό με εκβιαστικό τρόπο να συγκροτηθεί Μέτωπο στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Η πορεία της ταξικής πάλης είναι αυτή που θα καθορίσει το πώς, το πότε, με ποιο περιεχόμενο.

5. Το περιεχόμενο και η μορφή του Μετώπου και στο συνδικαλιστικό και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο δεν είναι σταθερά. Μεταβάλλονται ανάλογα με την πορεία της ταξικής πάλης. Έτσι, στο συνδικαλιστικό επίπεδο το πρόγραμμα είναι μίνιμουμ, κάτι που σημαίνει ότι υπό προϋποθέσεις οι στόχοι μπορεί να βαθύνουν. Για παράδειγμα θα μπορούσε να διευρυνθεί με το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ όταν η ανάπτυξη του κινήματος είναι τέτοια που το επιτρέπει και σε επαναστατικές συνθήκες θα μπορούσε σχεδόν να ταυτιστεί με το κεντρικό πολιτικό πρόγραμμα.

6. Ποιος θα είναι, όμως, ο χαρακτηρισμός του Μετώπου; Θα ονομάζεται αντικαπιταλιστικό, αριστερό, αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό; Μια τέτοια συζήτηση κινδυνεύει να μετατραπεί σε βυζαντινολογία και ομφαλοσκόπηση, ωστόσο έχει την αξία της. Όχι τόσο για λόγους επιστημονικής ακρίβειας, όσο για τις αντιλήψεις που μπορεί να κρύβονται πίσω από εκείνο ή τον άλλο χαρακτηρισμό. Κατά τη γνώμη μου είναι λάθος ο προσδιορισμός ενός τέτοιου προγράμματος ως αντικαπιταλιστικού για τους εξής λόγους: το αντικαπιταλιστικό σημαίνει την κατάργηση κάθε κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Σημαίνει όχι μόνο την εθνικοποίηση των μονοπωλίων αλλά και κάθε μικρής επιχείρησης. Σε μια ηπιότερη εκδοχή μπορεί να σημαίνει την κατ’ αρχάς εθνικοποίηση των μεγάλων και συγκεντρωμένων βασικών μέσων παραγωγής και την ταχεία κοινωνικοποίηση κάθε μεσαίου και μικρού κεφαλαίου. Αν το αντικαπιταλιστικό υπονοεί κάτι τέτοιο τότε πρόκειται για σοβαρό λάθος. Αν πάλι δεν το υπονοεί τότε δεν έχει λόγο να χαρακτηρίζεται ως τέτοιο. Η κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων είναι εκ των ων ουκ άνευ, όχι όμως και των υπόλοιπων κεφαλαίων. Στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη ευρεία μεσαία στρώματα που λόγω της κοινωνικοταξικής τους φύσης ταλαντεύονται ανάμεσα στις δυο βασικές τάξεις, ιδεολογικά και οικονομικά. Με τα στρώματα αυτά η ελληνική αστική τάξη είχε συγκροτήσει κοινωνικές συμμαχίες για δεκαετίες. Σήμερα που πιέζονται αφόρητα πρέπει να κερδηθούν με την πλευρά των εργατικών συμφερόντων και αυτό δεν μπορεί να γίνει με ένα πρόγραμμα που τύποις είναι μεταβατικό αλλά επί της ουσίας είναι σοσιαλιστικό. Ο επαναστατικός φορέας και η εργατική τάξη πρέπει να φροντίσουν να μεγιστοποιήσουν την επιρροή τους στα μεσαία στρώματα ή τουλάχιστον να τα ουδετεροποιήσουν. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα της Χιλής με την περίπτωση των οδηγών των φορτηγών ή τους μικρομαγαζάτορες και τα προβλήματα που δημιούργησαν στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας.

Βεβαίως, είναι προς συζήτηση το θέμα για το πού βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στα μεσαία στρώματα και την αστική τάξη. Πόσα και ποια κριτήρια θα τεθούν: κατοχή μέσων παραγωγής, αριθμός εργαζομένων, εισόδημα κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα ζήτημα που χρήζει επιστημονικής μελέτης.

7. Το μεταβατικό πρόγραμμα περιέχει αιτήματα που δεν καταργούν τον καπιταλισμό. Υπάρχουν καπιταλιστικές χώρες που είναι εκτός ευρώ ή εκτός ΕΕ, ενώ στο παρελθόν με το κεϋνσιανό μοντέλο και τις ευρείες κρατικοποιήσεις προφανώς δεν εξαφανίστηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η παραπάνω επισήμανση δεν κατατίθεται για να δικαιώσει την άποψη που λέει ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα διαχείρισης. Σήμερα μια πρόταση που περιέχει κοινωνικοποιήσεις, ακύρωση της δανειακής σύμβασης, έξοδο από την ΕΕ κ.ά. δεν υποστηρίζεται και δεν μπορεί να υποστηριχθεί από καμία αστική δύναμη. Σε γενικό θεωρητικό επίπεδο βέβαια θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαχειριστικό πρόταγμα, αλλά αυτό δεν εξαρτάται από τη συγκεκριμένη πολιτική πρόταση αλλά από το αν τα πολιτικά υποκείμενα που την υποστηρίζουν θέλουν να την δουν ως προάγγελο επαναστατικών εξελίξεων. Ασφαλώς η κατεύθυνση που έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα μέσα στις σημερινές συνθήκες θα είναι αντικαπιταλιστική, αλλά αυτό από επιστημονική και από κινηματική άποψη δε δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του ως αντικαπιταλιστικό. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά κρίσιμη.

8. Προϋπόθεση δημιουργίας Μετώπου είναι η αυτοτέλεια των επαναστατικών δυνάμεων. Η ελευθερία να ζυμώνουν τις απόψεις τους. Οι συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις έχουν ένα συγκεκριμένο χρέος: να εξηγούν γιατί δεν πρέπει να μείνουμε στα μισά του δρόμου, να μη δημιουργούν αυταπάτες για ειρηνικά περάσματα, να προπαγανδίζουν την ανάγκη της σοσιαλιστικής κοινωνίας, να προετοιμάζουν τις δυνάμεις τους και το λαό για την τελική σύγκρουση. Αν αυτό δεν επιτρέπεται σε ένα Μέτωπο, τότε αυτό δεν έχει νόημα ύπαρξης. Συγχρόνως, όμως το Μέτωπο δεν μπορεί να είναι κομμουνιστικό. Δεν μπορεί ως προϋπόθεση συμφωνίας να τεθεί η κοινωνική επανάσταση. Με άλλα λόγια άλλο Μέτωπο και άλλο Κόμμα. Επειδή ακριβώς πρόκειται για διαφορετικές συλλογικότητες μιλάμε και για το ένα και για το άλλο. Διαφορετικά οι δυο έννοιες θα συγχωνεύονταν σε μία. Αν τις δυο έννοιες τις ταυτίσουμε τότε πολύ απλά καταργούμε το Μέτωπο εν τη γενέσει του.

9. Το Μέτωπο πρέπει να έχει στην οπτική του και την κοινή εκλογική κάθοδο, από τα πρωτοβάθμια σωματεία μέχρι τις βουλευτικές εκλογές. Αυτό δε σημαίνει ενιαίες παρατάξεις και ενοποίηση κομμάτων, αλλά συμμαχικά σχήματα. Τα κοινά εκλογικά εγχειρήματα δεν πρέπει να γίνουν απρόσεκτα και βιαστικά. Η κατάληξη σε κάτι τέτοιο θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συντροφικής και ανοικτής συζήτησης και προϊόν κοινών δράσεων μέσα στο κίνημα. Το Μέτωπο πρέπει να είναι και εκλογικό.

10. Με βάση ότι η Ελλάδα δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα, αλλά εξαρτημένη και μέσου επιπέδου ανάπτυξης, με βάση ότι η βασική αντίθεση είναι κεφάλαιο-εργασία, και η κυρίαρχη είναι μονοπώλια-λαός, με βάση την κοινωνικοταξική διάρθρωση της χώρας, ένα πρόγραμμα μεταβατικό πρέπει να έχει αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο.

Θεωρώ ότι όσοι βρισκόμαστε εδώ επιθυμούμε διακαώς το τσάκισμα του καπιταλισμού, αλλά οφείλουμε να αποφύγουμε ορισμένα λάθη: να εκλαμβάνουμε την επιθυμία μας ως πραγματικότητα, να μην παίρνουμε σοβαρά υπόψη μας το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού, να διαγκωνιζόμαστε για το ποιος είναι επαναστάτης θεωρώντας ότι γίνεσαι τόσο πιο συγκρουσιακός και αντισυστημικός όσο πιο προωθημένο πλαίσιο θέτεις στο κίνημα. Ας θυμηθούμε πως το ΕΑΜ δεν είχε στο Πρόγραμμά του το σοσιαλισμό, αντίθετα με τον ΕΔΕΣ που προγραμματικά επαγγελόταν τη σοσιαλιστική κοινωνία. Όσοι υποστηρίζουμε την ανάγκη ενός μεταβατικού προγράμματος το κάνουμε γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σήμερα η πρόταση για κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να συσπειρώσει πλατιά στρώματα, γιατί το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται παγκόσμια σε υποχώρηση κι έρχεται από μια μεγάλη ήττα, γιατί αναζητούμε τρόπους να ανασυγκροτηθεί το λαϊκό κίνημα και αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε.

Με βάση την ιστορική εμπειρία

Κάνοντας κάποιος αναδρομή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος και ειδικά στα ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, επισημαίνει δυο ειδών προβλήματα: αν η οποιαδήποτε τακτική αυτονομείται πλήρως από τη στρατηγική τότε οδηγούμαστε σε τραγικά αποτελέσματα. Όσοι αυτονόμησαν με απόλυτο τρόπο την τακτική, όσοι απεμπόλησαν την επαναστατική προοπτική, συχνά μετατράπηκαν σε απολογητές του συστήματος και κάποιοι πέρασαν με την πλευρά του ταξικού αντιπάλου. Ακόμη κι αν υπάρχουν αγαθές προθέσεις αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα. Οι αυταπάτες του κατά τα άλλα ηρωικού προέδρου Αλιέντε για ειρηνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ο μη εξοπλισμός του λαού, η ολιγωρία στις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στο στρατό κ.λπ. δεν οδήγησαν απλώς σε μια ήττα του κινήματος, αλλά σε μια στυγνή δικτατορία με διώξεις, δολοφονίες και ένα μεγάλο πισωγύρισμα για το λαό, το κίνημα και τις επαναστατικές δυνάμεις. Και ακόμη: η τακτική και στρατηγική της Β΄ Διεθνούς, των Κάουτσκι και Μπερνστάιν, του ευρωκομμουνισμού, του Καρίγιο και του Μπερλινγκουέρ και της Νέας Αριστεράς, είναι παραδείγματα προς αποφυγή.

Από την άλλη αν η τακτική ταυτιστεί με τη στρατηγική τα αποτελέσματα είναι επίσης τραγικά. Για παράδειγμα η άποψη του Μπορντίγκα ότι ο φασισμός είναι απλώς μια έκφανση της αστικής δημοκρατίας, η άποψη του Ζηνόβιεφ ότι η Εργατική Κυβέρνηση είναι ψευδώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, το σχήμα του σοσιαλφασισμού σύμφωνα με το οποίο φασισμός και σοσιαλδημοκρατία είναι δίδυμα αδέλφια, η κατεύθυνση για δημιουργία ξεχωριστών κόκκινων επαναστατικών συνδικάτων, η αντίληψη που δεν αποδεχόταν την έννοια του εθνικοαπελευθερωτικού πατριωτικού πολέμου στις συνθήκες του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, ήταν απόψεις που οδήγησαν και σε συγκεκριμένες πρακτικές. Πρακτικές που όσο εφαρμόζονταν απομαζικοποιούσαν τους φορείς τους, καταδικάζοντάς τους σταδιακά στην ιστορική αφάνεια. Το χειρότερο, όμως, είναι πως καταδίκασαν την ανάπτυξη του κινήματος και την προοπτική του επαναστατικού μετασχηματισμού.

Κατά τη γνώμη μου πυξίδα στη χάραξη μιας επαναστατικής τακτικής πρέπει να αποτελέσουν η λενινιστική τακτική, οι αποφάσεις του 4ου και του 7ου συνεδρίου της ΚΔ, η ΕΑΜική εμπειρία. Δεν αναφέρομαι σε μηχανιστικές αναπαραγωγές των ιστορικών εμπειριών, αλλά σε δημιουργικές προσαρμογές με βάση τη σύγχρονη ιστορική συγκυρία.

* * * *

Σε ένα μικρό κείμενο δεν είναι εύκολο να «κλείσει» κάποιος ένα τεράστιο θέμα, όπως αυτό της τακτικής και της στρατηγικής των κομμουνιστών. Επομένως, αν υπάρχουν ελλείψεις, λάθη ή απλοποιήσεις στην τοποθέτησή μου ελπίζω το ακροατήριο να δείξει κατανόηση. Τελειώνοντας να ευχηθούμε ως Σύλλογος Γ. Κορδάτος κάθε επιτυχία στο 3ο συνέδριο του ΝΑΡ, ελπίζοντας πως οι επεξεργασίες και οι αποφάσεις του να συμβάλλουν ουσιαστικά στη συγκρότηση ενός Μετώπου που να αποτελέσει ελπίδα για το λαό και το έναυσμα για συγκλονιστικές πολιτικές εξελίξεις.