Παρέμβαση της Ε. Γαϊτάνου στην 2ηεκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ

Παρέμβαση της Ειρήνης Γαϊτάνου στην 2ηεκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση να τοποθετηθώ στη σημερινή σας εκδήλωση. Είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα, καθώς οι προσυνεδριακές σας διαδικασίες, τόσο αυτής της περιόδου, όσο και στα πλαίσια των δύο σωμάτων εργασίας για την «καπιταλιστική κρίση και Αριστερά» και για το «υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης», ανοίγουν σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση πάνω στις πλέον κρίσιμες όψεις και ερωτήματα που θέτει η σημερινή πραγματικότητα. Πράγματι σήμερα, όπου η κρίση αποκτά χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσης ηγεμονίας, αλλά ταυτόχρονα ο κύκλος κινημάτων του προηγούμενου διαστήματος έδειξε όρια, είναι απαραίτητο να σκεφτούμε πάνω σε μια σύγχρονη πολιτική και θεωρητική επεξεργασία γύρω από τα ζητήματα του εργατικού και ευρύτερα κοινωνικού κινήματος, του σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου και του πολιτικού φορέα-κόμματος που θα μπορέσει να αποτελέσει πραγματική πολιτική πρωτοπορία στην κατεύθυνση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Σήμερα η επαναστατική αριστερά καλείται επιτακτικά να αναμετρηθεί με ένα δύσκολο ερώτημα, αυτό της παραγωγής μιας σύγχρονης επαναστατικής θεωρίας, με οδηγό τον επαναστατικό μαρξισμό, αλλά μακριά από παραδομένα σχήματα και μηχανιστικές αναπαραγωγές αναλύσεων που αναφέρονται σε άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Αυτό που τίθεται είναι η λενινιστική “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης” και η αναμέτρηση με το κεφαλαιώδες ερώτημα της σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική – όχι φυσικά από ακαδημαϊκή σκοπιά αλλά με στόχευση τη συμβολή στην αναβάθμιση του πολιτικού αγώνα, την όξυνση της σύγκρουσης και τη χάραξη μιας πορείας για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Για να περάσω πιο συγκεκριμένα στο θέμα της σημερινής εκδήλωσης, η συζήτηση γύρω από το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο είναι από τις πλέον ενδιαφέρουσες και κρίσιμες σήμερα. Εκκινώντας από την αναγνώριση της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας, είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή στο έδαφος της κρίσης επαν-εφορμά στο προσκήνιο, με βάση τρία κεντρικά επιχειρήματα που αποκτούν ιδιαίτερη ένταση: την όξυνση της ταξικής πόλωσης, την αποδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων παράλληλα με μια με την ευρεία έννοια τάση προλεταριοποίησής τους και την εμμένεια των εργατικών και λαϊκών αγώνων. Καλούμαστε λοιπόν καταρχήν να σκεφτούμε πάνω στα χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ξεκινώντας από τη μελέτη των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα, τόσο ιστορικά, όσο και με βάση τις μεταλλαγές που υφίσταται στα πλαίσια της κρίσης, με μια παράλληλη επεξεργασία γύρω από το ρόλο του συνδικαλισμού. Επιπλέον, οι μετασχηματισμοί του νεοφιλελευθερισμού σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο χειροτερεύουν ριζικά τους όρους κοινωνικής ένταξης ευρύτερων στρωμάτων, αλλά και δημιουργούν το έδαφος νέων ενοποιήσεων. Οι σημερινές πολιτικές που ασκούνται στα πλαίσια της κρίσης οδηγούν σε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή θέσεων εργασίας, παράλληλα με μια εκρηκτική τάση καταστροφής και προλεταριοποίησης των μικροαστικών στρωμάτων. Από την άλλη πλευρά, η ανεργία αποκτά δομικά χαρακτηριστικά, ενώ η ελαστική απασχόληση γίνεται σε πολλούς κλάδους ο κανόνας. Το μοντέλο της σταθερής εργασίας απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα ευρύτερων στρωμάτων. Η κατάσταση αυτή έχει αναμφισβήτητες επιπτώσεις στα κοινωνικά κινήματα που αναπτύσσονται, στις μορφές οργάνωσης και διεκδίκησης που αναδύονται.

Η δική μας αριστερά οφείλει να αναρωτηθεί πάνω στις αλλαγές αυτές και τις προκλήσεις που θέτουν. Οι άνεργοι και οι ελαστικά απασχολούμενοι, καθώς και ευρύτερα στρώματα που περιθωριοποιούνται καθώς πετάγονται εκτός παραγωγικής διαδικασίας και κοινωνικού ιστού, βρίσκονται πλέον στον πυρήνα και όχι στο περιθώριο του επαναστατικού υποκειμένου. Η διαδικασία αυτή αφορά στο μέγιστο βαθμό τη νεολαία. Μικρή παρέκβαση: σήμερα είναι κομβικός ο ρόλος που μπορεί να παίξει η νεολαία, κοινωνικά και πολιτικά, όχι προφανώς ως κάποιο νέο επαναστατικό υποκείμενο στη θέση των τάξεων, αλλά ως εκείνη η κοινωνική κατηγορία που λόγω των ειδικών όρων συγκρότησής της, υπήρξε πάντα κεντρικός παράγοντας των εξεγερσιακών και επαναστατικών διεργασιών, και που σήμερα βρίσκεται στο επίκεντρο της επίθεσης. Υπάρχει λοιπόν ένα σημαντικό κομμάτι του κοινωνικού υποκειμένου που δεν μπορεί πέραν ενός σημείου αντικειμενικά να εκφραστεί μέσα από τις παραδοσιακές μορφές συγκρότησης και δομές του εργατικού κινήματος. Καλούμαστε λοιπόν αφενός να σκεφτούμε, να πειραματιστούμε, να επιχειρήσουμε να προτείνουμε νέες δομές, καθώς και να εμπλακούμε με τις μορφές και τις δομές εκείνες που αναδύονται από το ίδιο το κίνημα· όχι στη βάση κάποιας μεταμοντέρνας αγωνίας, αλλά ακριβώς στη βάση των αντικειμενικών σημερινών συνθηκών. Είναι φυσικά κρίσιμο οι δομές αυτές να μην νοούνται αντιπαραθετικά αλλά συμπληρωματικά με αυτές του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, καθώς στην πραγματικότητα μιλάμε για μια προσπάθεια ανάσχεσης του κοινωνικού κατακερματισμού και ενοποίησης του κοινωνικού υποκειμένου, με πρωτοπόρο το ρόλο των πιο πληττόμενων κομματιών του.

Στην κατεύθυνση αυτή, κομβικό ρόλο μπορεί να παίξει η τοπική παρέμβαση εργατικής κατεύθυνσης. Ιδιαίτερα οι εργατικές λέσχες αποτελούν πρωτοπόρο εγχείρημα που επιχειρεί να αναμετρηθεί με τα παραπάνω ερωτήματα. Έχοντας συγκροτηθεί σε μια σειρά γειτονιών, αποτελούν ήδη έναν πραγματικό κόμβο συσπείρωσης αυτού του δυναμικού, επιχειρώντας παράλληλα να απαντήσουν από αντικαπιταλιστική και όχι φιλανθρωπική σκοπιά σε ερωτήματα ταξικής αλληλεγγύης, αναδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, προβολής ενός άλλου πολιτισμού και ανασυγκρότησης της πολιτικής συμμετοχής. Παράλληλα, οι λαϊκές συνελεύσεις, οι επιτροπές ανέργων, οι δομές αλληλεγγύης και κάθε άλλη σχετική μορφή μπορούν να συμβάλλουν. Επιπλέον, οι δομές αυτές και κάθε μορφή λαϊκής αυτό-οργάνωσης και αυτό-διαχείρισης συνιστούν στην πραγματικότητα και θεσμούς αντί-ηγεμονίας, προπλάσματα δομών δυαδικής εξουσίας: προτείνουν εδώ και τώρα έναν άλλο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, όχι ως νησίδες κομμουνισμού μέσα στον καπιταλισμό, αλλά ως η υλική βάση της αλλαγής και η σταδιακή συγκρότηση ενός αντιπαραδείγματος, ως η άρθρωση ενός άλλου πολιτισμού και η υλική αμφισβήτηση της καπιταλιστικής ηγεμονίας.

Αντίστοιχα ανοίγει η συζήτηση σχετικά με τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, η οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τους ιστορικούς αλλά και σημερινούς όρους συγκρότησης του συνδικαλισμού στην Ελλάδα, τη γραφειοκρατικοποίηση του επίσημου συνδικαλισμού, τη σημασία της ύπαρξης ενιαίων οργανωτικών μορφών, αλλά και τις δυνατότητες που αναδύονται για την άσκηση ενός ταξικού συνδικαλισμού, καθώς και τους μετασχηματισμούς που επισυμβαίνουν σε επίπεδο κράτους και θεσμών που στοχεύουν μεταξύ άλλων στην απαξίωση και τη σημαντική συρρίκνωση των συνδικάτων. Το καθήκον της επαναστατικής αριστεράς μέσα σε αυτό το τοπίο είναι διττό: αφενός, η υπεράσπιση της ύπαρξης των συνδικάτων και του ρόλου τους, η αναβάθμιση της παρέμβασής μέσα σε αυτά, η αναίρεση της διαδικασίας απαξίωσής τους μέσα από την αναγέννησή τους, σε συγκρουσιακή κατεύθυνση απέναντι στις κυρίαρχες επιλογές. Αφετέρου, ο συντονισμός και η συμπληρωματική δράση των συνδικάτων με νέες μορφές οργάνωσης. Θεμέλιο της προσπάθειας για μια προσέγγιση των βασικών χαρακτηριστικών του εργατικού και λαϊκού κινήματος, είναι η ενιαιομετωπική λογική και παρέμβαση στο κοινωνικό επίπεδο, και η κοινή δράση των δυνάμεων που παρεμβαίνουν στη βάση των αξόνων αυτών.

Παράλληλα, και πέρα από το εργατικό κίνημα, είναι αναγκαία η αναγνώριση ότι η ταξική πάλη διεξάγεται επίσης σε μια σειρά χώρων έξω από τη σφαίρα της παραγωγής, και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις όψεις που αντιτίθενται στις κεντρικές πλευρές των ασκούμενων καπιταλιστικών πολιτικών και στρατηγικών από την πλευρά της θιγόμενης πλειοψηφίας. Τοπικά κινήματα, κινήματα χώρων και ταυτοτήτων, επιμέρους θεματικά κινήματα (όπως το “δεν πληρώνω” κλπ) μπορούν εν δυνάμει να αποτελούν κομμάτι της ταξικής πάλης και να αποκτούν βαθιά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, αν δεν κινούνται στην κατεύθυνση της αναπαραγωγής των επιμέρους διαχωρισμών αλλά σε αυτή της ανώτερης σύνθεσης και ενοποίησης των επιμέρους συμφερόντων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση (σημείο που δεν μπορεί να αποτελεί φυσικά προγραμματικό τους στοιχείο αλλά διακύβευμα). Σήμερα, μιλάμε στην πραγματικότητα για χώρους που αποκτούν νέα βαρύτητα στην προώθηση του νεοφιλελευθερισμού, καθώς ευρύτερα πεδία της καθημερινής ζωής πέραν της εργασίας εμπορευματοποιούνται και εντάσσονται στις καπιταλιστικές σχέσεις και τον μηχανισμό της αγοράς - για παράδειγμα το πεδίο του αστικού χώρου αποτελεί πραγματικό πεδίο συγκρότησης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων. Εξάλλου, παραμένει εξαιρετικής σημασίας η παρέμβαση από την πλευρά της αριστεράς σε όλα εκείνα τα πεδία της αναπαραγωγής που διεξάγονται έξω από τα στενά όρια της σφαίρας της παραγωγής, και ο οριστικός διαχωρισμός από μια οικονομίστικη αντίληψη της υπερδομής ως απλή αντανάκλαση της οικονομίας, αρνούμενη τη σχετική πάντα αυτονομία των διαφόρων επιπέδων. Με αυτή την έννοια έχει σημασία η αντίληψη των κοινωνικών κινημάτων ως οργανικά μέρη του μαρξικού “κοινωνικού κινήματος εν γένει”, όχι αποθεώνοντας την ιδιαιτερότητα και την μερικότητά τους αλλά αντίθετα εκκινώντας από το μερικό ως εάν εκείνο να περιλαμβάνει το όλον, μελετώντας την εσωτερική άρθρωση και προοπτική των διαφόρων μερών του.

Με τον τρόπο αυτό βλέπουμε και τα διάφορα κινήματα και τις μορφές που αναπτύσσονται στο έδαφος της κρίσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά του κινήματος των πλατειών αλλά και της εξέγερσης του Δεκέμβρη, όπου ένα σημαντικό κομμάτι της αριστεράς διαχωρίστηκε ή δίστασε να εμπλακεί σε μορφές που δεν ανταποκρίνονταν σε ένα συγκεκριμένο ιδεότυπο για το πώς θα έπρεπε να είναι, αλλά παρουσίασαν μια σειρά από καινοτόμα χαρακτηριστικά και αντιφάσεις προφανώς, που ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Η δική μας αριστερά δεν καλείται φυσικά να τρέχει απλά πίσω από τις κινήσεις των μαζών, ούτε όμως να τις αγνοεί· καλείται να τις ακούει, και να προσπαθεί να παρέμβει σε αυτές, αφού γίνει κομμάτι τους, στην κατεύθυνση του συντονισμού, της πολιτικοποίησης και της αναβάθμισής τους. Αυτού του τύπου η εμπλοκή σημαίνει φυσικά ότι θα διαταράσσονται αναπόφευκτα οι φαινομενικές ισορροπίες της ίδιας της αριστεράς, ο τρόπος που ξέρει να κάνει πολιτική και να παρεμβαίνει στα κινήματα· αυτό για την αντικαπιταλιστική αριστερά, σε αντίθεση με τη ρεφορμιστική, είναι πραγματική πρόκληση και φέρει νέες δυνατότητες για τη συγκρότηση μιας αντικαπιταλιστικής στρατηγικής. Εξάλλου, όλες αυτές οι μορφές εκφράζουν μια ανάγκη επανοικειοποίησης της πολιτικής· την ανάγκη πολιτικής συμμετοχής, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης ύπαρξης ανεξάρτητων δομών, δημόσιου χώρου, χώρων κοινωνικού πειραματισμού, εναλλακτικών αντιθεσμών, χώρων συνάντησης. Εκφράζεται στην πραγματικότητα η ανάγκη επιστροφής στο πολιτικό, αλλά όχι με όρους κυρίαρχους ή θεσμικούς· επιστροφή στην πολιτική, έξω από τις παραδοσιακές μορφές άσκησής της· μια μορφή πολιτικής του δρόμου. Τέλος, στη σημερινή συγκυρία όπου είναι σαφής μια υφέρπουσα ριζοσπαστικοποίηση ευρύτερων μαζών, η αντικαπιταλιστική αριστερά καλείται να κινηθεί στην κατεύθυνση κλιμάκωσης της σύγκρουσης και την υιοθέτηση ριζοσπαστικών πρακτικών και λόγου. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η αριστερά θα μπορέσει να εκφράσει και φυσικά να πολιτικοποιήσει αυτόν τον υφέρπων ριζοσπαστισμό, ή αν θα τον αφήσει βορά σε άλλα πολιτικά σχέδια, είτε άλλων χώρων του κινήματος είτε και αντιδραστικά, συμπεριλαμβανομένου του φασιστικού.

Όλη αυτή η συζήτηση αποτυπώνεται φυσικά και στις διεργασίες για τον σύγχρονο πολιτικό φορέα-κόμμα που θα μπορέσει να αποτελέσει την πολιτική πρωτοπορία, στη βάση της διαλεκτικής σύνδεσης του κοινωνικού με το πολιτικό ερώτημα. Επέμεινα περισσότερο σε ερωτήματα που διατρέχουν το κοινωνικό επίπεδο, γιατί σήμερα τείνει μερικές φορές να υποτιμάται, είτε μέσω γενικόλογων επικλήσεων στο κίνημα χωρίς καμία στρατηγική, είτε καθώς χαώνεται στο πολιτικό εν γένει. Ωστόσο, είναι προβληματική η αντίληψη του κοινωνικού και του πολιτικού με όρους σταδίων· κανένα από τα δύο επίπεδα δεν προπορεύεται αλλά συνδέονται διαλεκτικά. Είναι πάντα κρίσιμος ο μετασχηματισμός του ερωτήματος στο πολιτικό πεδίο, καθώς η πολιτική δεν είναι ακόμη μια σφαίρα πλάι στις άλλες· εκφράζει αντίθετα την υπέρβαση του κατακερματισμού σε διακριτές σφαίρες και την αποκάλυψη μιας εν δυνάμει ενοποιητικής δυναμικής, μιας ηγεμονικής διάστασης που επιτρέπει την επανεδραίωση του όλου απέναντι στο μερικό. Είναι λοιπόν αυτή που ενοποιεί τις επιμέρους αντιστάσεις, στη βάση μιας πολιτικής στρατηγικής που υπερβαίνει ακριβώς αυτή τη μερικότητα. Υπό αυτή την έννοια, κρίσιμο έλλειμμα της σημερινής συγκυρίας, που αποτυπώνεται σαφώς στην αδυναμία του κοινωνικού κινήματος να πολιτικοποιηθεί και να ξεφύγει από τους επιμέρους αγώνες, είναι η ανυπαρξία ακριβώς αυτού του πολιτικού υποκειμένου. Η δύσκολη αλήθεια όλων αυτών των μορφών που συζητήσαμε είναι πως τα όριά τους αναδεικνύουν ακριβώς αυτή την έλλειψη ενός πολιτικού υποκειμένου που θα ξεπερνά το σημερινό κατακερματισμό, το συμβιβασμό, τη φοβικότητα, τη στρατηγική ανεπάρκεια, την έλλειψη οράματος και την απουσία πολιτισμού. Με αυτή την τρόπο οφείλει να τίθεται και το ερώτημα των πολιτικών ανασυνθέσεων – ως η προσπάθεια ενοποίησης του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου. Οι αναγκαιότητες της εποχής επιβάλλουν το άνοιγμα της συζήτησης με σοβαρούς όρους για το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο, τη σχέση κόμματος, μετώπου και κινήματος, τα χαρακτηριστικά και τους όρους συγκρότησης ενός νέου κομμουνιστικού φορέα και κόμματος. Οι θέσεις σας για το 3ο σας συνέδριο αναμετρούνται με τα ερωτήματα αυτά και πραγματικά έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν καθοριστικά. Είναι νομίζω σαφές ότι σήμερα οι αγκυλώσεις και η εμμονή σε στενά ιδεολογικά ρεύματα έχουν δείξει τα όρια τους· μια σύγχρονη επαναστατική θεωρία πρέπει να μπορεί να τροφοδοτείται από τις πιο ελπιδοφόρες παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος και τις πιο πρωτοπόρες διεργασίες διαφόρων ρευμάτων, συνθέτοντάς τις σε ανώτερο επίπεδο, και αναμετρώμενη με το ερώτημα να παράξει η ίδια θεωρία. Οι διεργασίες στο πολιτικό δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ η ίδια, αν και φυσικά δεν μπορεί να αποτελέσει αυτό το όχημα, μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο πεδίο ζυμώσεων, σύνθεσης και πειραματισμού. Επίσης όμως συμβάλλουν «από τα κάτω» τα διάφορα εγχειρήματα, δομές και αντιθεσμοί που περιγράψαμε προηγούμενα.

Από την άλλη πλευρά, είναι κρίσιμες και οι οργανωτικές μορφές που λαμβάνει αυτή η συζήτηση, στο βαθμό που η μορφή είναι και αυτή μέρος της ουσίας. Έτσι, τα ερωτήματα γύρω από τη λειτουργία και την εσωτερική δημοκρατία, εκφράζουν και αναδεικνύουν μια άλλη αντίληψη για την πολιτική οργάνωση και συμμετοχή, μια άλλη κουλτούρα και ηθική, μια αντίληψη τελικά για την κοινωνία που οραματιζόμαστε και δεν είναι απλά ζητήματα αποτελεσματικότητας, διεκπεραίωσης των πολιτικών καθηκόντων, ζητήματα τεχνικού χαρακτήρα. Από αυτή την άποψη, είναι εξαιρετικά σημαντική η βαθιά αναμέτρηση με αυτά τα ζητήματα και στο κείμενο των θέσεών σας.

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όπως και η κοινωνία, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια μπροστά σε νέες προκλήσεις. Είναι αναγκαίο να γίνουν τολμηρά και αποφασιστικά βήματα για την υπέρβαση της προηγούμενης κατάστασης και την ανασύνθεσή του με τρόπο που να αντιστοιχεί στις αναγκαιότητες της περιόδου. Τα βήματα αυτά αφορούν τόσο το προχώρημα και το βάθεμα μετωπικών συσπειρώσεων, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των πολιτικών συμμαχιών της, όσο και το ξεπέρασμα του πολιτικού κατακερματισμού σε επίπεδο οργανώσεων και το άνοιγμα της συζήτησης για ένα νέο κομμουνιστικό φορέα. Η πρωτοβουλία που εξαγγέλλετε στις θέσεις σας σε αυτή την κατεύθυνση είναι εξαιρετικής σημασίας και είναι σημαντικό να λάβει και συγκεκριμένες οργανωτικές μορφές. Σε αυτή την πορεία, το ΝΑΡ αντικειμενικά έχει και τη δυνατότητα αλλά και την ευθύνη να συμβάλλει καθοριστικά. Με αυτή την έννοια, σας εύχομαι όχι απλά τυπικά αλλά ειλικρινά, κάθε επιτυχία στο συνέδριό σας.