Ο ρόλος του κράτους στην επιβολή της αστικής στρατηγικής. Αναδιαρθρώσεις σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο

Παρέμβαση της σ. Εύης Πανδή στον 3ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 3ου κύκλου της διημερίδας: "Ρωγμές στην πολιτική εκπροσώπηση, θωράκιση του πολιτικού συστήματος και εργατική πολιτική"

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Επειδή το κράτος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης.» Αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά ένα απόσπασμα από την «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» του Φρ. Ένγκελς.

Στην σημερινή εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της βαθιάς, δομικής κρίσης του συστήματος, τα αστικά κράτη αναδιαρθρώνονται, ώστε να δρουν πιο αποτελεσματικά στην οργάνωση και επιβολή της αστικής επίθεσης απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Στην Ελλάδα την τελευταία περίοδο προωθείται η μεγαλύτερη και πιο βίαιη μεταπολεμικά ανασυγκρότηση του κράτους για την επιβολή της αστικής στρατηγικής, στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης των χαρακτηριστικών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και από τον ελληνικό κοινωνικοπολιτικό σχηματισμό. Σχεδόν κάθε πλευρά των αναδιαρθρώσεων του κράτους στην Ελλάδα εντάσσεται στο πλαίσιο των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και επιβάλλεται είτε από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, είτε από τις κοινοτικές οδηγίες και κανονισμούς, είτε από το ειδικό πλαίσιο των μνημονίων.

Η ταχύτατη ανασυγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους εκδηλώνεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις:          

Α) Το κράτος θεσμοθετεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υλοποίηση της αστικής στρατηγικής, προωθώντας τη νομοθεσία για την μεταφορά πλούτου από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα προς το κεφάλαιο, των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας για την μείωση του εργατικού κόστους και την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας, την ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, μέτρα για την περαιτέρω διευκόλυνση του κεφαλαίου στη διαδικασία συγκεντροποίησης, έντασης του ανταγωνισμού και ανάκτησης κερδοφορίας, διευκόλυνσης της ασύδοτης δράσης του στο χώρο, στην πόλη, στο περιβάλλον.

Β) Το κράτος ανασυγκροτείται εσωτερικά και λειτουργικά, από τον τρόπο λειτουργίας των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) μέχρι τους διοικητικούς εκτελεστικούς του βραχίονες (Δημόσια Διοίκηση: Υπουργεία, Κρατικοί Φορείς, Περιφέρειες, Δήμοι).

Η εσωτερική αναδιάρθρωση του Κράτους και των εκτελεστικών μηχανισμών του είναι απαραίτητη προκειμένου να επισπευστεί η επιβολή της αστικής επίθεσης και να αρθούν τα εμπόδια στην επέλαση του κεφαλαίου σε όλα τα πεδία.

1. Από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό».                   

Οι τυπικοί κανόνες της κοινοβουλευτικής λειτουργίας, αλλά και το πλαίσιο του ίδιου του ελληνικού Συντάγματος αντιμετωπίζονται ως αγκυλώσεις και αναχρονιστικά πλαίσια που πρέπει να ξεπεραστούν. Το κράτος (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία) παίρνει αποφάσεις και ασκεί πολιτικές ερήμην και ενάντια στη βούληση του ελληνικού λαού. Όλες οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν τα Μνημόνια απαρέγκλιτα, το κοινοβούλιο λειτουργεί με διαδικασίες κατεπείγοντος και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και η δικαστική εξουσία αποφασίζει ότι οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια είναι εντός της συνταγματικής τάξης της χώρας. Οι κυβερνητικές κρίσεις οδηγούν σε δοτούς Πρωθυπουργούς. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανατρέπεται από την κυβέρνηση την επόμενη ημέρα, ενώ οι ίδιες οι εκλογές παρουσιάζονται ως κίνδυνος για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

2. Ο διοικητικός εκτελεστικός μηχανισμός του κράτους (Δημόσια Διοίκηση: Υπουργεία, Περιφέρειες, Δήμοι) αναδιαρθρώνεται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του νέου δημόσιου μάνατζμεντ (new public management) και του «επιτελικού – ευέλικτου» κράτους.

Το «επιτελικό κράτος» είναι η μορφή του αστικού κράτους που εντάσσεται στη γενικότερη διαχείριση του καπιταλισμού σήμερα και της κρίσης του. Ενώ μεταπολεμικά το κεϋνσιανό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας αναλάμβανε, εκτός από το ρυθμιστικό και κατασταλτικό του ρόλο, μεγάλους τομείς της παραγωγής (ενέργεια, ύδρευση, δίκτυα τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, κ.λπ.) και σημαντικό μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και της κοινωνικής αναπαραγωγής (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση) , το «επιτελικό κράτος» διέπεται από τη βασική αρχή της απόσυρσης, τόσο από το πεδίο της ρύθμισης κανόνων και περιορισμών στη δράση του κεφαλαίου (αυτορρύθμιση της αγοράς), όσο και από το πεδίο της παραγωγής και της παροχής αγαθών και υπηρεσιών.

Στην Ελλάδα οι σχετικές αναδιαρθρώσεις έχουν δρομολογηθεί ήδη από τη δεκαετία του 90 (περίοδος του «εκσυγχρονισμού»). Αυτό που αλλάζει στην περίοδο των μνημονίων είναι η βιαιότητα και το βάθος της ανασυγκρότησης.

Βασική συνιστώσα στην κατεύθυνση διακυβέρνησης είναι η προώθηση μιας διαρκούς διαδικασίας μεταφοράς αρμοδιοτήτων, από το κεντρικό κράτος προς τα κάτω (τοπική και περιφερειακή διοίκηση), προς τα πάνω (Ε.Ε.) και προς τα έξω (ιδιώτες, στη λεγόμενη “κοινωνία των πολιτών”)

Α. Εκχώρηση αρμοδιοτήτων προς τα «κάτω», προς τα «πάνω» και προς τα «έξω»

Το κεντρικό κράτος διατηρεί και αναπτύσσει τις στρατηγικές-επιτελικές λειτουργίες (σχεδιασμό πολιτικών – καθορισμό κανονιστικών πλαισίων). Ενώ περνούν στον ουσιαστικό έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίσιμες αρμοδιότητες σχεδιασμού και εφαρμογής κεντρικών πολιτικών σε όλους τους τομείς, οι εκτελεστικές λειτουργίες εκχωρούνται στην περιφερειακή και τοπική διοίκηση του κράτους, σε ιδιώτες, σε Μ.Κ.Ο. ,ΚΟΙΝΣΕΠ.

α1) Αναδιαρθρώσεις σε τοπική και περιφερειακή διοίκηση και μεταφορά αρμοδιοτήτων - «Αποκέντρωση»

Η «τοπική αυτοδιοίκηση» αποτελεί τμήμα του κρατικού μηχανισμού, αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής, ιδεολογικής, και οικονομικής λειτουργίας του αστικού κράτους Οι λειτουργίες της πέραν των άλλων σχετίζονται και με σημαντικότατες πολιτικές και ιδεολογικές πλευρές, επιτρέποντας την αποτελεσματικότερη οργάνωση του συνασπισμού εξουσίας σε τοπικό επίπεδο και την επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης στην κυρίαρχη πολιτική.

Καλλικράτης

Τομή στη διαδικασία των αναδιαρθρώσεων του κράτους είναι ο ν. 3852/2010, ο γνωστός ως Σχέδιο Καλλικράτης. Με τον Καλλικράτη αναδιοργανώνεται η διοικητική διαίρεση της χώρας, οι Δήμοι μειώνονται σε αριθμό μέσω συγχωνεύσεων και αυξάνονται σε μέγεθος, οι Νομαρχίες καταργούνται ως Β΄ βαθμός Αυτοδιοίκησης και αντικαθίστανται από τις 13 Περιφέρειες. Η αναδιάρθρωση αυτή εντάσσεται στην εναρμόνιση με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και τις ευρωενωσιακές αρχές της “πολυεπίπεδης διακυβέρνησης”, της “επικουρικότητας” και της “εταιρικής σχέσης”.

Στόχος της είναι η εκχώρηση πλήθους αρμοδιοτήτων από το κεντρικό στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, με επιδίωξη την ιδιωτικοποίηση, ανταποδοτικότητα, με παράλληλη τεράστια μείωση της χρηματοδότησης των ΟΤΑ και συνολικά η πλήρης ευθυγράμμιση του τοπικού κράτους με το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. της αστικής στρατηγικής σήμερα και των κατευθύνσεων της.

Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες αναβαθμίζονται ως φορείς υλοποίησης των πολιτικών της Ε.Ε., μέσω και της απευθείας χρηματοδότησής τους από κοινοτικούς πόρους (Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα, Ε.Σ.Π.Α.) με συγκεκριμένη στόχευση την άμεση εμπλοκή σε μια σειρά από τομείς λειτουργίας και συγκρότησης των «ΟΤΑ» (κοινωνικές υπηρεσίες, εργασιακές σχέσεις, έργα κ.α.)

Ο «Καλλικράτης» σε συνδυασμό με τα μνημόνια και τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου πχ «οικονομικό παρατηρητήριο» αποτέλεσε και αποτελεί τη θεσμική βάση εφαρμογής της αστικής πολιτικής σήμερα στο επίπεδο του τοπικού και περιφερειακού κράτους, εξυπηρετώντας την κίνηση-κερδοφορία του κεφαλαίου σε τοπικό επίπεδο, στους βασικούς άξονες: Οικονομίας, εργασίας, εκμετάλλευσης του χώρου και του περιβάλλοντος και της αντιδημοκρατικής θωράκισης του αστικού πολιτικού συστήματος. Ενέτεινε την εμπέδωση ενός μοντέλου τοπικού κράτους το οποίο μπορεί ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζεται στον επιτελικό σχεδιασμό του κεντρικού και κυρίως να κάνει σαφές ότι δεν μπορούν να υπάρξουν αποκλίσεις από μια συνολικότερη στρατηγική που απαιτεί συγκεκριμένους ρόλους για κάθε επίπεδο διοίκησης και εξουσίας.

Εισαγωγή της επιχειρηματικότητας –ανταποδοτικότητας στην οικονομική πολιτική

Η μείωση των χρηματοδοτήσεων διαμορφώνει μια τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε μέσα από μια σειρά προγράμματα («εξυγίανση» υπερχρεωμένων δήμων), δεσμεύσεις (ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και όργανα (παρατηρητήριο οικονομικής αυτοτέλειας) οι δήμοι να αποκτούν τη μορφή «υγιούς επιχείρησης». Λειτουργίες και υπηρεσίες περνούν στην ανταποδοτικότητα και την ιδιωτικοποίηση και με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται το έδαφος για την επιχειρηματική στροφή των «ΟΤΑ.», δηλαδή της παράδοσης σε επιχειρηματικούς ομίλους, ντόπιους, ευρωπαϊκούς και άλλους, κρίσιμων τομέων όπως η Διαχείριση Απορριμμάτων, υδατικού πλούτου, δημόσιου χώρου και πλούτου (πχ. Ελληνικό, παραλίες κλπ).

Πυλώνας στις ελαστικές εργασιακές σχέσεις και την εκμετάλλευση

Στην αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων αποτελούν πεδίο εφαρμογής της αντεργατικής πολιτικής της ΕΕ για μετατροπή της εργασίας από δικαίωμα σε «ανταλλακτικό εμπόρευμα» και της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης, στην κατεύθυνση μετακίνησης από τις λεγόμενες «παθητικές» μορφές στήριξης (όπως το επίδομα ανεργίας) προς τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές αγοράς εργασίας»

Με τα κοινωφελή προγράμματα εργασίας, τις προσλήψεις μέσω ΜΚΟ, τις ΚΟΙΝΣΕΠ, εφαρμόζουν σε μαζική κλίμα την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και γίνονται ο δοκιμαστικός σωλήνας εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ για την εργασία. Πρωτοστατούν στην καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων, με την υλοποίηση των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης (ΤΟΠΣΑ) στο όνομα της ενίσχυσης της τοπικής αγοράς ( π.χ. οι «Λευκές Νύχτες» στο εμπόριο με επέκταση του ωραρίου κλπ.).

Η αντιδραστικοποίηση του πολιτικού συστήματος και στο τοπικό κράτος.

Η αντιδημοκρατική συγκρότηση του τοπικού πολιτικού συστήματος και επιπλέον η οικονομική επιτροπεία στους δήμους αναδεικνύουν σε ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα αυτό της δημοκρατίας. Ο συγκεντρωτικός ρόλος του δημάρχου και του περιφερειάρχη, η αντιδημοκρατική λειτουργία των επιτροπών, των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά. Η αλλαγή του εκλογικού νόμου που συζητιέται και η αναθεώρηση του Καλλικράτη θα αποτελέσει ένα επιπλέον βήμα στην αντιδραστική ανασυγκρότηση του τοπικού κράτους.

Οι δήμοι και πολύ περισσότερο οι περιφέρειες δεν έχουν σχέση με δημοκρατία και λαϊκή συμμετοχή, υπάρχουν τόσο ασφυκτικά πλαίσια που δεν επιτρέπουν ούτε ένα στοιχειώδες ανεξάρτητο φιλολαϊκό σχέδιο.

α2) Εκχώρηση αρμοδιοτήτων προς τα «πάνω»

Η συμμετοχή μιας χώρας στην Ε.Ε., σημαίνει, ούτως ή άλλως, εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε αρκετούς και σημαντικούς τομείς πολιτικής (αγροτική πολιτική, δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, κ.λπ). Η μεταφορά του κέντρου λήψης αποφάσεων από το εθνικό επίπεδο σε υπερεθνικά όργανα όπως τα Συμβούλια Υπουργών, η Κομισιόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν οδηγεί σε αποδυνάμωση της πολιτικής κυριαρχίας του εθνικού κράτους, στην πραγματικότητα το ισχυροποιεί ως μηχανισμό επιβολής των αστικών αναδιαρθρώσεων και θωρακίζει την αστική δημοκρατία απέναντι στην πίεση των εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων.

Σε αυτή τη λογική, το ελληνικό κράτος στην περίοδο της δημοσιονομικής επιτροπείας εκχωρεί επιπλέον λειτουργίες που βρίσκονται στον κρατικό πυρήνα, όπως είναι οι εισπρακτικοί μηχανισμοί, οι κρατικές δαπάνες και η κρατική περιουσία. Με ένα νόμο (ν.4389/2016) ιδρύονται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. και θεσπίζεται ο Αυτόματος Μηχανισμός Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ο γνωστός κόφτης).

- Με την ίδρυση της Α.Α.Δ.Ε. παραχωρείται ο έλεγχος και η διαχείριση των εσόδων του κράτους στο Διοικητή και το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής, στην επιλογή των οποίων ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι καθοριστικός.

- Παρομοίως, η ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε. (που περιλαμβάνει στο χαρτοφυλάκιό της το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το ΤΑΙΠΕΔ, την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ) και την Εταιρεία Δημοσίων Συμμετοχών Α.Ε.), σημαίνει τη δωρεάν μεταβίβαση όλης της κρατικής περιουσίας, για 99 χρόνια, σε μια Α.Ε. η οποία ελέγχεται άμεσα από την Κομισιόν και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

- Με τον Αυτόματο Μηχανισμό Δημοσιονομικής Προσαρμογής οι κρατικές δαπάνες περικόπτονται αυτόματα, χωρίς δηλαδή κοινοβουλευτικές διαδικασίες, σε περίπτωση υπέρβασης τους.

Έτσι διασφαλίζεται ότι οι μηχανισμοί του κράτους που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την υλοποίηση της αστικής στρατηγικής θα λειτουργούν ανεπηρέαστοι από οποιαδήποτε κατάσταση κυβερνητικής και πολιτικής αστάθειας που θα φέρει η λαϊκή δυσαρέσκεια και η παρέμβαση του εργατικού κινήματος.

α3) Ιδιωτικοποιήσεις και εκχώρηση λειτουργιών του κράτους σε ιδιώτες

Βασική επιδίωξη των αναδιαρθρώσεων είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης των ιδιωτών στα πεδία από τα οποία αποσύρεται το κράτος. Αυτό γίνεται με δύο τρόπους:

1. Μέσω της παροχής υπηρεσιών και αγαθών από ιδιώτες συμπληρωματικά σε αυτές που παρέχει το κράτος (π.χ. Υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση, διαχείριση απορριμμάτων κ.λπ.). Οι κρατικές λειτουργίες που σχετίζονται με την κοινωνική αναπαραγωγή συρρικνώνονται και υποχρηματοδοτούνται. Η βασική κατεύθυνση είναι η εμπορευματοποίηση και η παραχώρηση για εκμετάλλευση από τις επιχειρήσεις αυτών των αναγκαίων κοινωνικά αγαθών και υπηρεσιών.

2. Μέσω των ιδιωτικοποιήσεων: Στο πλαίσιο της επιτροπείας και της μεγάλης κρατικής αναδιάρθρωσης που συντελείται οι ιδιωτικοποιήσεις είναι βασική συνιστώσα και περιλαμβάνουν τα πάντα. Στρατηγικοί τομείς της παραγωγής, υποδομές, δίκτυα και περιουσιακά στοιχεία όπως γη και ακίνητα μεταβιβάζονται στο ιδιωτικό κεφάλαιο, έναντι πινακίων φακής. Έτσι α) υλοποιείται μια τεράστια μεταβίβαση δημόσιου πλούτου προς τις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου, β) επιβαρύνονται περαιτέρω τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που θα αγοράζουν πιο ακριβά τα ιδιωτικοποιημένα αγαθά και υπηρεσίες και γ) εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων σε αυτές τις επιχειρήσεις και δ) τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατευθύνονται στην αποπλήρωμή του δημοσίου χρέους, που είναι το ίδιο μια μηχανή μεταβίβασης πλούτου από τους λαούς προς το κεφάλαιο.

Β. «Ευέλικτοι» εργαζόμενοι για ένα «ευέλικτο» κράτος

Οι πολιτικές που ασκούνται στους εργαζόμενους στη δημόσια διοίκηση έχουν στόχο την αύξηση της “ευελιξίας” του κρατικού μηχανισμού απέναντι στις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την άρση όλων των εμποδίων στην ασύδοτη δράση του.

Το ζητούμενο είναι μια δημόσια διοίκηση που θα προσαρμόζεται σαν λάστιχο στα επιχειρηματικά σχέδια και συμφέροντα που προωθούνται από τις αστικές κυβερνήσεις και τους «Θεσμούς». Ωστόσο, αυτή η απαίτηση για ευελιξία και fast track διαδικασίες συγκρούεται με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της διοίκησης και των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα και αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, το κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αναγκών του καπιταλιστικού κέρδους, δημιουργεί δυσκολίες στο σχεδιασμό και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου και καταγγέλλεται ως “γραφειοκρατικό”.

Για την επιβολή της «ευελιξίας» λαμβάνονται τα εξής μέτρα:

α) Διαρκής διαδικασία αντικατάστασης μόνιμου προσωπικού από επισφαλώς εργαζόμενους:

Ο αριθμός των μονίμων εργαζομένων μειώνεται, μέσω της απαγόρευσης των προσλήψεων και της εκδίωξης μεγάλου αριθμού μονίμων υπαλλήλων λόγω των μεταβολών του ασφαλιστικού συστήματος. Ακολούθως, οι μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για την αντικατάσταση μόνιμων εργαζομένων από ελαστικά εργαζόμενους, σε καθεστώς ομηρίας και εργασιακής ανασφάλειας, με μειωμένα δικαιώματα και αμοιβές.

β) Συγκρότηση διοικητικών ελίτ:

Η μισθολογική πολιτική, έχει ως στόχο τη δημιουργία εργαζομένων διαφορετικών ταχυτήτων: οι μειώσεις μισθών συνοδεύονται από το άνοιγμα της μισθολογικής ψαλίδας ανάμεσα στους υπαλλήλους δευτεροβάθμιας και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αλλά και ανάμεσα στους υπαλλήλους και τους προϊστάμενους.

Στόχος είναι η συγκρότηση μιας ελίτ στελεχών που το κριτήριο ανέλιξής τους θα είναι η ευθυγράμμισή τους με τις αντεργατικές, αντιλαϊκές πολιτικές, η προθυμία τους να εποπτεύουν και να προωθούν την εντατικοποίηση της εργασίας των υφιστάμενων, και να παρακάμπτουν τα εμπόδια της νομοθεσίας προκειμένου να εξυπηρετήσουν προνομιακά τα ιδιωτικά συμφέροντα για τα οποία διαμεσολαβεί η πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα, διευρύνεται η ελίτ των επιτελικών στελεχών (γενικοί, τομεακοί, διοικητικοί γραμματείς, διοικητές οργανισμών και ανεξάρτητων αρχών), που δεν προέρχονται από τη διοικητική ιεραρχία, αλλά από τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο και θα επιστρέψουν όταν λήξει η θητεία τους, οι οποίοι συχνά λειτουργούν ως εντολοδόχοι επιμέρους ιδιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων (οι λεγόμενες «περιστρεφόμενες πόρτες»).

γ) Εισαγωγή όρων ανταγωνισμού και μηχανισμών τρομοκράτησης και πειθάρχησης

Με τη θέσπιση δήθεν ορθολογικών εργαλείων μέτρησης «αποτελεσματικότητας» και «αποδοτικότητας» (όπως στοχοθεσία και αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων) προωθείται ένα πλαίσιο εκβιασμού και πειθάρχησης των εργαζομένων το οποίο τους καθιστά ατομικά υπεύθυνους για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ της ευελιξίας που ζητάει η καπιταλιστική ανάπτυξη και των θεσμικών-διοικητικών περιορισμών, καθώς και για τα αποτελέσματα των κρατικών πολιτικών. Επιπρόσθετα, σημαντικό εργαλείο εκβιασμού και πειθαναγκασμού είναι η διαρκής κινητικότητα του προσωπικού (έννοια του «κρατικού υπαλλήλου»).

Ορισμένα συμπεράσματα

Είναι αναγκαία η βαθύτερη μελέτη των ποιοτικών αντιδραστικών αλλαγών στο σύγχρονο αστικό κράτος με δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας για αυτό σε ρήξη με τις αντιλήψεις και πρακτικές «αριστερής διαχείρισης» αλλά και τις παραδοσιακές λογικές «εκδημοκρατισμού» του αστικού κράτους και των θεσμών του. Το μόνο κράτος που μπορεί να απονεκρωθεί είναι το εργατικό κράτος. Αυτό, όμως, προυποθέτει τσάκισμα του αστικού κράτους με κοινωνική επανάσταση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για εργατική δημοκρατία και κομμουνιστική προοπτική.

Η παρέμβαση του εργατικού κινήματος, συνολικά αλλά και τοπικά, προϋποθέτει στόχους σύγκρουσης και ανατροπής, τις δικές του μορφές οργάνωσης, (συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα ) και ανεξάρτητα κέντρα αγώνα σε όλα τα επίπεδα για τη διεκδίκηση και συνολική αντιπαράθεση.