Ο Μάρξ για το δημόσιο χρέος

Κ. Μάρξ, Κεφάλαιο, Τόμος Ι, σ. 779-781

Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο.
 
«Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλ. των κρατικών χρεών, που τις αρχές του τις ανακαλύπτουμε κιόλας στο μεσαίωνα στη Γένουα και στη Βενετία, διαδόθηκε σ’ όλη την Ευρώπη στη διάρκεια της περιόδου της μανιφακτούρας. Το αποικιακό σύστημα με το θαλάσσιο εμπόριό του και με τους εμπορικούς του πολέμους τού χρησίμευσε σαν θερμοκήπιο. Έτσι στέριωσε πρώτα στην Ολλανδία. Το δημόσιο χρέος, δηλ. το ξεπούλημα του κράτους –αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος– βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού, είναι το δημόσιο χρέος τους. Γιαυτό είναι πέρα για πέρα συνεπής η σύγχρονη θεωρία που λέει πως ένας λαός γίνεται τόσο πιο πλούσιος, όσο πιο βαθιά βουτιέται στα χρέη. Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo [πιστεύω] του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος. 
Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν με μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νάναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα, που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα. Άσχετα όμως και από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργείται μ’ αυτό τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και το έθνος –καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τούς προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου από τον ουρανό– το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία». 
Οι στολισμένες με εθνικούς τίτλους μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννηση τους απλώς εταιρίες ιδιωτών σπεκουλάντηδων πού στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που χάρη στα προνόμια πού πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ αυτές χρήματα. Γι αυτό η διόγκωση τον δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο των μετοχών αυτών των τραπεζών, που ή πλέρια ανάπτυξή τους χρονολογείται απ την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694). Η Τράπεζα τής Αγγλίας άρχισε τη δράση της δα­νείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματα της με τόκο 8%. Ταυτόχρονα είχε εξουσιοδοτηθεί από τη βουλή από το ίδιο κεφάλαιο να κόβει νόμισμα, δανείζοντας το ακόμα μια φορά στο κοινό με τη μορφή τραπεζογραμματίων.
Με τα τραπεζογραμμάτια αυτά, είχε το δικαίωμα να προεξοφλεί συναλλαγματικές, να δανείζει επί ενεχύρω εμπορευμά­των καί ν' αγοράζει ευγενή μέταλλα Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό αυτό χρήμα, που δημιούργησε ή ίδια, έγινε τό νόμισμα, μέ το οποίο ή Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημόσιου χρέους. Και σα να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με τό ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα μέ το άλλο. έμενε, ακόμα καί τη στιγμή πού εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα πού είχε δόσει. Σιγά-σιγά έγινε ό αναπόφευχτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού τής χώρας καί το κέντρο έλξης όλης τής εμπορικής πίστης. Τόν ίδιο καιρό πού έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν νά κρε­μούν παραχαράκτες τραπεζογραμματίων. Ποια είναι ή εντύπωση πού προκάλεσε στους συγχρόνους τους ή ξαφνική εμφάνιση αυτής της φά­ρας των τραπεζοκρατών, χρηματιστών, εισοδηματιών, μεσιτών, σπεκουλάντηδων καί σκυλόψαρων του χρηματιστηρίου, το δείχνουν τα γραφτά του καιρού εκείνου, λ.χ. του Μπόλινμπροκ.
Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, πού συχνά για τούτον ή για κείνον το λαό αποτελεί μιαν από τις κρυφές πηγές τής πρωταρχικής συσσώρευσης. Έτσι, οι προστυχιές του βενετσιάνικου ληστρικού συστήματος αποτελούν μια τέτια κρυφή βάση του κεφαλαιακού πλούτου της Ολλανδίας, που ή Βενετία της παρακμής τής δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τίς σχέσεις Όλλανδίας καί Αγγλίας. Στίς αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουν υπερφαλαγγιστεί κατά πολύ οί μανουφακτούρες της Όλλανδίας, πού έχει παύσει νά είναι κυρίαρχο εμπορικό καί βιο­μηχανικό έθνος. Γι αυτό από τό 1701 ώς τό 1776 μια άπό τίς κύ­ριες επιχειρήσεις της Όλλανδίας είναι νά δανείζει τεράστια κεφάλαια ειδικά στον ισχυρό ανταγωνιστή της, την Αγγλία. Κάτι παρόμοιο γί­νεται σήμερα ανάμεσα στην Αγγλία καί τίς Ενωμένες Πολιτείες. Πολλά κεφάλαια, πού εμφανίζονται σήμερα στίς Ενωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησης είναι αίμα παιδιών πού μόλις χτες είχε κεφαλαιοποιηθεί στην Αγγλία.
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, πού οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεωλυτικές κλπ. πληρω­μές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν' αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως άπαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φό­ρων, πού προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγ­κάζει την κυβέρνηση σέ κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξό­δων νά καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Ετσι, τό σύγχρο­νο φορολογικό σύστημα, πού άξονας του είναι οι φόροι στά πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμά τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γιαυτό σιήν Όλλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ό μεγάλος πα­τριώτης Ντε Βίττ τό εξύμνησε στα «Αξιώματα» του καί τό χαρακτή­ρισε σαν τό καλύτερο σύστημα για νά γίνει ό εργάτης υπάκουος, λι­τοδίαιτος, φιλόπονος και... γιά νά παραφορτωθεί μέ δουλιά. Ωστό­σο, ή καταστρεπτική επίδραση πού άσκεί στην κατάσταση των μι­σθωτών εργατών μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο από τή βίαιη απαλλο­τρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, με δυό λόγια όλων των συστατι­κών μερών τής μικρής αστικής τάξης, πού προκαλεί. Πάνω στό ζή­τημα αυτό δεν υπάρχουν δυό γνώμες, ούτε ακόμα καί στους αστούς; οικονομολόγους. Η απαλλοτριωτική αποτελεσματικότητα του φορολο­γικού συστήματος εντείνεται επιπλέον με το προστατευτικό σύστημα, πού αποτελεί ένα άπό τά συστατικά του μέρη.
Ο μεγάλος ρόλος, πού το δημόσιο χρέος και το αντίστοιχο του φορολογικό σύστημα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση των μαζών, ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόμπετ, τον Ντάμπλνταιη και άλλους, να κάνουν το λάθος ν αναζη­τούν σ' αυτό τη βασική αίτια της αθλιότητας των σύγχρονων λαών.
 
(Κ. Μάρξ, Κεφάλαιο, Τόμος Ι, σ. 779-781).
 
«…Αντίθετα η ομάδα της αστικής τάξης που κυβερνούσε και νομοθετούσε με τα κοινοβούλια, είχε  ΑΜΕΣΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ στη   καταχρέωση   του   κράτουςΤο κρατικό έλλειμμα, αυτό ήταν ίσα - ίσα το καθαυτό αντικείμενο της κερδοσκοπίας της και η κύρια πηγή του πλουτισμού της. Κάθε χρόνο κι από ένα νέο έλλειμμα. Ύστερα από κάθε τέσσερα - πέντε χρόνια κι από ένα νέο δάνειο. Και κάθε νέο δάνειο πρόσφερε στη χρηματική αριστοκρατία μία καινούργια ευκαιρία να κατακλέβει το κράτος, που κρατιόταν τεχνικά στο χείλος της χρεωκοπίας - και που ήταν υποχρεωμένο να διαπραγματεύεται με τους τραπεζίτες κάτω από τους ποιο δυσμενείς όρους. Κάθε νέο δάνειο της πρόσφερε μιαν ακόμη ευκαιρία να καταληστεύει με χρηματιστηριακές επιχειρήσεις το κοινό που τοποθετούσε τα κεφάλαια του σε κρατικά ομόλογα και που στα μυστικά τους ήταν μπασμένες η κυβέρνηση και η πλειοψηφία της Βουλής.»
 
K. Mαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στην Γαλλία 1848-1850»