"Να καλωσορίσουμε στην Έρημο του Πραγματικού"

«Να καλωσορίσουμε στην Έρημο του Πραγματικού[1]»

Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση, αναγνωρίζοντας ότι τα χαρακτηριστικά της τελευταίας πενταετίας συνιστούν μια εντελώς καινούρια κατάσταση σε παγκόσμιο επίπεδο· κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη βίαιη έκρηξη των αντιφάσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και την δομική συστημική κρίση που παράγει. Ειδικά, όμως, στην Ελλάδα, που νοηματοδοτεί συνολικά, την πειραματική διαδικασία επαναθεμελίωσης των στρατηγικών και τακτικών επιλογών του κεφαλαίου, στην απόπειρά του να επαναπροσεγγίσει την κερδοφορία του, ξεπερνώντας την εγγενή κρίση που ανά ιστορικά διαστήματα και με ποικίλους τρόπους εμφανίζει, οι αντιφάσεις παίρνουν εκτεταμένη διάσταση. Λειτουργούν ταυτόχρονα, ως παράδειγμα εφαρμογής ενός νέου συνολικού προτύπου που σαρώνει στο πέρασμά του κοινωνικές κατακτήσεις, αναδιαμορφώνει την κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης και επιχειρεί να εμπεδώνεται συστηματικά –μέσω και της καταστολής- η υποταγή στις υπό διαμόρφωση νέες καπιταλιστικές ανάγκες.

Επιχειρώντας όμως να μην επεκταθούμε σε μια ανακύκλωση της συζήτησης για τη φύση και τα χαρακτηριστικά της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, νομίζουμε πως η όποια συμβολή μας στη διαμόρφωση της γραμμής και συνολικά της αντίληψης της οργάνωσης που βασίζεται στην ανάλυση της σημερινής κατάστασης -και στα πλαίσια της οποίας διεξάγεται η συζήτησή μας- οφείλει να περιστρέφεται γύρω από κάποια κομβικά ερωτήματα-προβληματισμούς για να συμβάλλει εν τέλει και στην αναπτύξη ενός όσο το δυνατόν πιο δημιουργικού διαλόγου, ξεφεύγοντας από μια στείρα αντιπαράθεση σχεδίων επί χάρτου που δεν συνεισφέρουν στην ενδυνάμωση της πολιτικής αντίληψης και πράξης μας αλλά αντίθετα, καθηλώνουν τη ενδοργανωτική συζήτηση.

Ενδεικτικά, εφιαλτικά παραδείγματα της πραγματικότητας του υπό αναμόρφωση ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αποτελούν το 60% και πλέον ανεργία στη νεολαία, η διεύρυνση των μορφών ελαστικής, εκ περιτροπής, ανασφάλιστης εργασίας, η μόνιμη και με εκτεταμένους όρους και διάρκεια, καταστολή κάθε συλλογικής προσπάθειας. Κι αυτή η κατάσταση που διαμορφώνεται, δεν είναι μια παροδικά διαμορφούμενη κατάσταση των τελευταίων χρόνων της κρίσης η οποία θα παρέλθει σε μια ενδεχόμενη καπιταλιστική ανάκαμψη. Τείνει αντίθετα, να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και να διαμορφώσει ένα συνολικά νέο παράδειγμα που θα περιλαμβάνει όλες τις νέες μορφές εργασίας, την μαζική και μακρόχρονη παραμονή στην ανεργία, την εμπέδωση και επέκταση της καταστολής όλων όσων αντιτίθενται ή έστω προσεγγίζουν με κριτικό τρόπο το μοντέλο ζωής που ριζικά αναδιαμορφώνεται για να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες ξεπεράσματος της κρίσης και επαναφοράς της κερδοφορίας του κεφαλαίου. ένα συνολικά νέο παράδειγμα που θα περιλαμβάνει όλες τις νέες μορφές εργασίας, την μαζική και μακρόχρονη παραμονή στην ανεργία, την εμπέδωση και επέκταση της καταστολής όλων όσων αντιτίθενται ή έστω προσεγγίζουν με κριτικό τρόπο το μοντέλο ζωής που ριζικά αναδιαμορφώνεται για να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες ξεπεράσματος της κρίσης και επαναφοράς της κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Κατ’ επέκταση, η κοινωνική πλειοψηφία, με αιχμή τη νεολαία -πάνω στο σώμα της οποίας επιχειρείται να εφαρμοστούν πρώτα, όλες οι τομές της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης πριν διευρυνθούν-, καλείται να ζήσει σε ένα ριζικά αναδιαμορφωμένο πλαίσιο. Αυτό στο οποίο το 30% του κοινωνικού συνόλου θα εντάσσεται ή θα περιβάλλει την αστική πολιτική και τους θεσμούς της, έχοντας υλικό συμφέρον υπεράσπισης τους και λόγο στη διαμόρφωσή τους, ενώ το υπόλοιπο θα πρέπει να δώσει έναν αγώνα επιβίωσης για να ενταχθεί είτε ως υπήκοος σε αυτές τις διαδικασίες είτε θα μάθει την τέχνη της επιβίωσης στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Και αυτό είναι εικόνα από το παρόν και το μέλλον του στενού πυρήνα των μητροπολιτικών κέντρων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Διαμορφώνεται λοιπόν ένα συνολικό τοπίο κοινωνιών διχασμένων, εν σπέρματει δυαδικών. Ένα τοπίο το οποίο εδώ και πολλά χρόνια αποτελεί μια μόνιμοποιημένη κατάσταση εξαίρεσης.[2]

Πρέπει αρχικά, να αναγνωρίσουμε τη στασιμότητα στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο βαθμό που θα θέλαμε, δεδομένων και των συνθηκών, αλλά και τις δικές μας αδυναμίες, δεδομένου ότι δεν συζητάμε σε «παρθένο» έδαφος αλλά πάνω στη γραμμή και την πράξη που χαρακτήρισε την οργάνωσή μας (μέσω των αποφάσεών της) τα χρόνια της κρίσης. Όχι για να μεμψιμοιρούμε από τη μια, για τους καταθληπτικούς συσχετισμούς, ούτε από την άλλη, για να υπερτονίζουμε χωρίς ουσία, τις απεριόριστες δυνατότητες της εποχής μας. Για να αποτιμήσουμε και να επανασχεδιάσουμε. Άλλωστε, «[…] η αποτυχία, με τον όρο ότι δεν θα προκαλέσει την εγκατάλειψη της υπόθεσης, δεν είναι παρά η ιστορία της δικαίωσης αυτής της τελευταίας». Χρειαζόμαστε για αυτό «πρωτίστως να διατηρήσουμε την υπόθεση ενός κόσμου απαλλαγμένου από το νόμο του κέρδους και του ιδιωτικού συμφέροντος» […] «να προσπαθήσουμε να διαφυλάξουμε τις λέξεις της γλώσσας μας […] να τις κριτικάρουμε και να τους δώσουμε καινούργιο νόημα».[3] Έχουμε και θεωρητικές επεξεργασίες αλλά και κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλές αναλάβει σαν ρεύμα. Ας δούμε ενδεικτικά:

Η για χρόνια καταγεγραμμένη αλλά ποτέ, επί τοις ουσίας, υλοποιημένη απόφαση της εργατικής συνδιάσκεψης του ΝΑΡ, για την συγκρότηση της κίνησης του ΝΕΚ, η οποία θα αλληλεπιδρά με τις κινηματικές και μετωπικές απόπειρες του εργατικού κινήματος, θα επιχειρεί, συσπειρώνοντας τα πιο πρωτοπόρα αγωνιστικά κομμάτια αυτού, να μπολιάζει συνεχώς το εργατικό κίνημα, με την πολιτική γραμμή και τις μορφές του νέου εργατικού κινήματος.

Ακόμα, όμως, κι αυτή η (αναγκαία) απόφαση μοιάζει να είναι ξεπερασμένη στις σημερινές συνθήκες με την έννοια ότι περιγράφει ως φορείς αυτής της εργατικής πολιτικής κοινωνικά υποκείμενα αναλλοίωτα ήδη από την εποχή του γαλλικού Μάη, περιγράφει την εργατική ταυτότητα ως κοινωνικά ενταγμένη στους συσχετισμούς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, περιγράφει την πάλη για εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα ως βασικό κομμάτι της πάλης για την ανατροπή και τη διαλεκτική απαιτώ δικαιώματα-αν και κοινωνικά αναγκαία δεν χωρούν στον καπιταλισμό-κερδίζω νίκες-ανοίγω το δρόμο για τον ορισμό και την κατάληψη του εργατικού κράτους-ανοίγω το δρόμο για την απονέκρωσή του-ανοίγει ο δρόμος για τον κομμουνισμό.

Πρέπει να αναρωτηθούμε, σύντροφοι και συντρόφισσες, ποια είναι η εργατική ταυτότητα σήμερα. Γιατί δεν μπορούν να γενικευτούν εργατικοί αγώνες, που -όντως- είναι κρίσιμοι για τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Γιατί δεν μπορούν να συγκροτηθούν κοινωνικοπολιτικά μέτωπα πάνω στη σύνθεση επιστημονικού-βιομηχανικού προλεταριάτου και τη συμμαχία εργατικής τάξης-μικροαστών. Μήπως, γιατί στις συνθήκες που αλλάζουν, οι παλιές διατυπώσεις -επαναστατικές για τον καιρό τους- καταλήγουν σε υβρίδια υπεράσπισης της (όποιας) εθνικής συγκρότησης (σχεδόν πίσω από τη Γαλλική Επανάσταση) την ίδια ώρα που η κυρίαρχη μορφή του πολέμου που μαίνεται στον πλανήτη είναι μια γενικευμένη μορφή «παγκόσμιου εμφυλίου χαμηλής έντασης»;

Ιδιαίτερη σημασία έχει το παρακάτω απόσπασμα: «[…] εκατοντάδες εκατομμύρια νέων κατοίκων των πόλεων […] είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη κοινωνική τάξη στον πλανήτη. [...] Οντολογικά μοιάζει και δεν μοιάζει με τον ιστορικό συντελεστή που περιγράφεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όπως η παραδοσιακή βιομηχανική εργατική τάξη, διαθέτει τις ριζικές αλυσίδες της, με την έννοια πώς έχει ελάχιστα κεκτημένα συμφέροντα στην αναπαραγωγή της ατομικής ιδιοκτησίας. Αλλά δεν πρόκειται για μια κοινωνικοποιημένη εργατική συλλογικότητα και δεν διαθέτει σημαντική δύναμη για να διαρρήξει ή να αποκτήσει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής [...] Κατέχει όμως μη μετρημένες ακόμη δυνάμεις ανατροπής και διάρρηξης των ζωτικών παγκόσμιων ροών ανθρώπων και πληροφορίας. Οι νέοι φτωχοί των πόλεων, δεν θα πέσουν ήσυχα σε αυτή τη σκοτεινή νύχτα. Η αντίσταση τους πράγματι, συνιστά την βασική συνθήκη για την επιβίωση της ενότητας της ανθρώπινης φυλής έναντι του εκφυλισμού της νέας παγκόσμιας τάξης. […] Αυτή η ανεπίσημη εργατική τάξη, που δεν συμμετέχει στις μεγάλες εργατικές συλλογικότητες, στερείται μια κεντρομόλου οργανωτικής αρχής, όπως επίσης και μιας στρατηγικής κοινωνικής δύναμης. […] Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο είναι ότι αν και οι σημερινές μεγα-φτωχογειτονιές συνιστούν ιδιαίτερο πρόβλημα για την αυτοκρατορική τάξη και τον κοινωνικό έλεγχο, ελάχιστα έχει ασχοληθεί μαζί του η συμβατική γεωπολιτική. Αν στόχος του πολέμου κατά της τρομοκρατίας είναι να καταδιώξει τον εχθρό στον κοινωνιολογικό και πολιτιστικό του λαβύρινθο, τότε οι φτωχές περιφέρειες των πόλεων θα είναι το διαρκές πεδίο μάχης του 21ου αιώνα.»[4]

Από αυτή την άποψη, η κλασική τριπλέτα της συγκρότησης κόμματος, των κοινωνικών συμμαχιών του - πολιτικής του συμπόρευσης και του κινήματος που θα ξεπηδήσει ως μορφή, πέραν του ότι δεν αντιστοιχεί σε υπαρκτές ανάγκες σήμερα, αποτελεί μια μετέωρα «πρωτότυπη» ερμηνεία/τομή, αυτού που περιγραφόταν ως κόμμα στις πρώιμες αναλύσεις του ΝΑΡ (το κόμμα ως πρωταρχικός κρίκος στη διαλεκτική ενότητα της τριπλέτας «οργάνωση-μέτωπο-κίνημα»), αναδεικνύει -παρά λύνει- ένα βασικό πρόβλημα: το γεγονός ότι σήμερα οι αναλύσεις μας για το ποια θα είναι τα κοινωνικά υποκείμενα που θα φέρουν (και ήδη φέρουν) το βάρος ενός νέου επαναστατικού οράματος κινδυνεύουν να είναι (αν αποσυνδεθούν από τον πολιτικό στόχο της επανάστασης), αναλύσεις που περιγράφουν το προλεταριάτο των αρχών ή μέσων του 20ου αιώνα (με την ταμπέλα του «νέου»), αλλά επι τοις ουσίας, διαρκώς αρνούνται να αναγνωρίσουν τις νέες συγκροτήσεις του κόσμου της «εργασίας», τις ασαφείς μορφές του (θα μπορούσαν να είναι και αλλιώς) και τα κοινωνικά ζητήματα που αυτή η διαδικασία θέτει.

Με μια φράση: κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την μορφή του επαναστατικού υποκειμένου σήμερα αν δεν αναγνωρίσει ότι ο «λαός» δεν είναι αυτός που ήταν πριν από 30 χρόνια και ότι το σημερινό προλεταριάτο (και πολλοί-πολλές θα μπορούσατε να αναγνωρίσετε τον εαυτό σας ως τέτοιο αν μπορέσουμε να υπερβούμε τους φετιχισμούς των ιστορικών μορφών) αντιμετωπίζει μια πρωτόγνωρη κατάσταση απώλειας της εργατικής του ταυτότητας, με την έννοια ότι δεν έχει τίποτα να διαπραγματευτεί με το κεφάλαιο και τίποτα να μοιραστεί εντός της κοινωνικής σχέσης-κεφάλαιο. Το ζήτημα είναι, αν οι διαρκώς περισσότεροι άνθρωποι στις μητροπόλεις, που σωρεύονται κάτω από τα όρια της φτώχειας (μη-αξιοποιούμενο για την παραγωγή και άρα μη-χρήσιμο για την κοινωνική αναπαραγωγή ανθρώπινο δυναμικό), δηλαδή όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας -κυρίως νέοι- που περιθωριοποιείται, θα χωράει στον πλανήτη ή όχι. Πρέπει να απαντήσουν οι επαναστατικές δυνάμεις σε αυτό το ζήτημα ή όχι; Αναρωτιόμαστε γι’ αυτό, γιατί οι αντεπαναστατικές δυνάμεις ήδη το απαντούν: «όχι! Το ζήτημα είναι μια κυρίαρχη στρατηγική εθνικής πολιτικής για το κάθε κράτος (χωρίς κανέναν συνολικό στρατηγικό όραμα του κεφαλαίου) που θα διαφυλάξει τους ενταγμένους σε αυτό από τις ροές των “βαρβάρων”».

Αλήθεια, πως απαντάει η επαναστατική αριστερά σε ένα (ελάχιστο μόνο) παράδειγμα καπιταλιστικής νομιμότητας: ταυτόχρονα με την εφαρμογή του δόγματος «νόμος και τάξη» της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (-και ατύπως ΔΗΜΑΡ;), το οποίο αποτελεί στοίχημα για την ίδια την ευρωζώνη και τον ίδιο τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό στη δύση (τουλάχιστον), μαθαίνουμε πως η τράπεζα HSBC πέρυσι «ξέπλυνε» τα κέρδη καρτέλ ύψους 4δις δολαρίων. Από αυτά προέκυψαν κέρδη χρήσης για αυτήν ύψους 22 δις! Φυσικά, υποχρεώθηκε σε «βαρύτατα» πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων, υποχρεώθηκε να καθαρίσει το πελατολόγιό της και -τελικά- ο νόμος εφαρμόστηκε… Είναι ή δεν είναι αυτά τα δις δείγμα των (περίπου) νόμιμων business που μπορεί να κάνει το κεφάλαιο σήμερα σε όλο τον πλανήτη κατατάσσοντας τους εθνικούς πληθυσμούς μέσα από αξιολογήσεις χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε υπηκόους προγραμμάτων λιτότητας και περικοπών;

Ο Καστοριάδης απαντούσε κάποτε στην Anscombe, που υπερασπιζόταν την χομπσιανή θέση «του κρατικού μονοπωλίου της βίας», ότι «πίσω από το μονοπώλιο της νόμιμης βίας που διαθέτει η εξουσία, υπάρχει το ακόμα πιο ισχυρό μονοπώλιο, αυτό του ορισμού της λέξης νόμιμο» για να καταλήξει στη ρήση: «ο θρόνος του άρχοντα των σημασιών, στέκεται πιο πάνω από τον θρόνο του άρχοντα της βίας». Σήμερα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό ακριβώς το κρατικό μονοπώλιο της βίας ενισχύεται για να υπερασπιστεί τη δημοκρατία (και ιδεολογικά) ενάντια στους «εχθρούς της».

Αν το αστικό σύστημα εξουσίας είναι «ο άρχοντας των σημασιών» της γενικευμένης κοινωνικής «εμφύλιας» βίας που προκαλείται από την εξαθλίωση, το φόβο και την υποταγή στον Λεβιάθαν της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, τότε η στάση της αριστεράς που προσπαθεί να «αποτρέψει την εκτροπή» δεν την κάνει τίποτα άλλο παρά υπήκοο αυτής της επικράτειας και της νομιμότητάς της, ζητιάνο της ανάπηρης δημοκρατικής «ελευθερίας της» (που κι αυτή πια είναι όλο και πιο περιορισμένη γιατί δεν μπορεί να «νομιμοποιηθεί»).

Μήπως η δίκη μας αριστερά, σε πείσμα του κυρίαρχου λόγου της αριστεράς, πρέπει να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση που μαίνεται σήμερα ως σύγκρουση δύο κόσμων και μοντέλων ζωής και την διευρυμένη κοινωνική βαρβαρότητα ως το μέτρο της επιβολής της καπιταλιστικής πολεμικής μηχανής πάνω στις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας; Μήπως οι συμμαχίες που πρέπει να ψάξουμε ως μέλη της τάξης μας, και όχι απλώς ως φορείς ιδεολογικών σχηματισμών, δεν βρίσκονται στα κομμάτια του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου και στους πολιτικούς φορείς που τα εκπροσωπούν στο όνομα της αριστεράς (τυχαία εντελώς: ΣΥΡΙΖΑ);

Μήπως η αναγκαία ταξική ενότητα δεν βρίσκεται (ή δεν μεταφράζεται αυτόματα) στην πολιτική ενότητα «επαναστατών»-«ρεφορμιστών», αλλά στα βιαίως αγωνιζόμενα τμήματα του προλεταριάτου παγκοσμίως: από την Πορτογαλία ως το Μπαγκλαντές και από τις αραβικές εξεγέρσεις ως τους «άνομους» νέους και τα «αποβράσματα» των ταραχών και των εξεγέρσεων στην Αγγλία και τη Γαλλία; Μπορεί να μην εκφράζουν συνειδητές πολιτικές στοχεύσεις και ίσως να είναι εξίσου εύκολο να ενταχθούν (με όρους «λούμπεν» όπως υποτιμητικά λέμε) σε αστικούς σχεδιασμούς, όμως είναι το κοινωνικό υλικό μετατροπής της αμφισβήτησης του καπιταλιστικού μονόδρομου σε ορίζοντα ανατροπής. Λιγότερο μας φαίνεται ότι είναι δυνατή η μετατροπή της συνείδησης και της πρακτικής των «χαροκαμένων μικροαστών» που αναζητούν μια όαση δικαιωμάτων στην καπιταλιστική επέλαση.

Δεν ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι πρέπει να επιλέξουμε αποκλειστικά το τάδε ή δείνα κοινωνικό υποκείμενο ως «νομοτελειακά ιστορικό» φορέα εξέγερσης-επανάστασης. Ισχυριζόμαστε ότι οι έννοιες των δικαιωμάτων και (πολύ περισσότερο) των κοινωνικών σχέσεων πρέπει κριτικά να επανεγγραφούν, να αποτελέσουν μέρος της «κίνησης που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» ως πραγματικό επίδικο του «κομμουνισμού του 21ου αιώνα». Δυστυχώς, σύντροφοι, θεωρούμε πως είμαστε μακριά από το να το κάνουμε. Και με τις αναλύσεις μας για το «σωτήριο» κόμμα και την «αναγκαία» συμπόρευση ίσως και να απομακρυνόμαστε... Αυτό το νόημα έχει, ίσως, και η κριτική μεγάλου μέρους συντρόφων και συντροφισσών στο πώς τα ντοκουμέντα πραγματεύονται τις έννοιες του εθνικού και του διεθνισμού.

Η απόφαση της 4ης Συνδιάσκεψης της νΚΑ, για τη συγκρότηση μιας πρωτοβουλίας της νέας γενιάς, αποτελεί μια επιπλέον βάση στην οποία μπορούμε να πατήσουμε. Πρωτοβουλία, που σύμφωνα με τις αποφάσεις μας, θα καταφέρνει να αποτελεί «γήπεδο» αναζήτησης, παρέμβασης, αλλά και συλλογικής δράσης της κατακερματισμένης νεολαίας. Πρωτοβουλία, η οποία μορφοποιήθηκε και αποφασίστηκε να πάρει «σάρκα και οστά» το αμέσως επόμενο διάστημα, με έναν τρόπο, στην πρόσφατη συνδιάσκεψη της οργάνωσης νέων εργαζομένων της Αθήνας, με σκοπό να βασίζεται, σε ένα μόνιμο τρόπο, σε μορφές οργάνωσης της μαθητικής, σπουδάζουσας και εργατικής νεολαίας, αναλαμβάνοντας δράσεις είτε σε χώρους που απουσιάζει στοιχειωδώς η συλλογική δράση και διεκδίκηση –μεγάλα εμπορικά κέντρα κτλ- είτε μεταφέροντας την εμπειρία σε χώρους της νεολαίας όπου η συλλογικότητα είναι κατοχυρωμένη.

Τα ανά γειτονιές και πόλεις εγχειρήματα των εργατικών λεσχών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών στεκιών, στα οποία οι δυνάμεις μας έχουν συνεισφέρει τόσο για να δημιουργηθούν, όσο και για να κατακτούν συνεχώς πιο αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά που στον πυρήνα τους θα έχουν την εργατική επαναστατική πολιτική και τον αντίστοιχο πολιτισμό. Που θα καταφέρνουν να αποτελούν δομές που θα απαντούν στο ζήτημα της επιβίωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας, αλλά ταυτόχρονα θα θέτουν το ζήτημα της αυτοτελούς, αντιπαραθετικής και ανεξάρτητης συγκρότησής τους από τους κρατικούς θεσμικούς φορείς, ως προϋπόθεση ύπαρξής τους αλλά και ως προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός άλλου πολιτικού και πολιτισμικού παραδείγματος.

Αλήθεια, χρειάζεται να αναρωτηθούμε για το πώς αυτές (αλλά και άλλες, πχ σωματεία, επιτροπές αγώνα, σχήματα και συλλογικότητες) θα συγκροτηθούν στη βάση των κοινοτήτων αγώνα, που δεν θα εξαιρούν κανένα από τις διαδικασίες τους αλλά και δε θα υποτάσσονται στις ανάγκες της «σύνθεσης» των τμημάτων της αριστεράς (ή και της αναρχίας) εντός τους; Δεν πρέπει να αποτελέσουν δομές συγκρότησης μιας νέας κοινωνικοποίησης και των ταυτοτήτων της σε διαρκή σύγκρουση με το τοπικό και το κεντρικό κράτος;

Νομίζουμε πως μάθαμε ότι καθήκον των επαναστατικών πολιτικών δυνάμεων δεν είναι να υποδείξει στους καταπιεσμένους σε ποιες ιστορικές μορφές πρακτικών και συνεργασιών πρέπει να ενταχθούν αλλά να νοηματοδοτήσει τις κοινωνικές εμπειρίες τους και πρακτικές τους, να τους δώσει χώρο να αναπνεύσουν, να συγκροτήσει μαζί τους, τις νέες πολιτικές μορφές αντιπαράθεσης και σύγκρουσης.

Τα παραπάνω, ως παραδείγματα που στην μεταξύ τους διαπλοκή και αλληλοτροφοδότηση, μπορούν αν εμφανίζουν μια μειοψηφική αλλά υπαρκτή κοινωνικοπολιτική πρωτοβουλία, αναγκαία, αλλά όχι ικανή από μόνη της, να αποτελέσει φάρο στην απόπειρα πρόκλησης απειλής για το κράτος και το κεφάλαιο. Κι εκεί μένει να κριθεί η αριστερά και κάθε εγχείρημα που μιλά με συνειδητό τρόπο στο όνομα της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτός είναι ίσως ένας από τους δρόμους ενοποίησης ή και διχασμού (για τη μετέπειτα ενοποίηση σε ανώτερο επίπεδο).

Προφανώς δεν ισχυριζόμαστε ότι η μορφή από μόνη της μπορεί να αλλάξει έστω κάτι. Ούτε ισχυριζόμαστε ότι οι μορφές που αναπτύσσονται στο εργατικό κίνημα, σε πόλεις ή γειτονιές μπορούν να αποτελούν, από μόνες τους, υβριδικές μορφές δυαδικής εξουσίας και άλλου μοντέλου ζωής. Οι μορφές οργάνωσης, μπορούν να νοηματοδοτηθούν πολιτικά εκ των υστέρων από πολιτικά -ακόμη και επαναστατικά- υποκείμενα έχοντας διαχωριστεί εκ των προτέρων από την αστική πολιτική και τους θεσμούς της. Το νέο εργατικό κίνημα δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα τεχνητών συγκολλήσεων της κάθε αυτοτελούς μορφής αλλά στο σύνολο και στην αλληλοδιαπλοκή του περιεχομένου αλλά και των μορφών του, μπορεί να παράγει πολιτική σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής σήμερα και όχι αύριο.

Όπως αναφέρει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «όλο το μυστικό των ιστορικών ανατροπών μέσω της πολιτικής εξουσίας έγκειται ακριβώς στη μεταβολή των απλών ποσοτικών μεταβολών σε μια καινούργια ποιότητα, συγκεκριμένα: στη μετάβαση από μια ιστορική περίοδο, από μια κοινωνική μορφή σε μια άλλη».[5] Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται είναι, το πώς και με ποιο κριτήριο, περιεχόμενο, μορφή και συνεπώς σχέδιο, με βάση και την ανάγνωση της πραγματικότητας απαντάμε σήμερα και όχι σε (ή για) κάποιο μέλλον.

Αγωνιζόμαστε για να αλλάξει η αναλογία ανάμεσα στη δουλειά που κάνουμε για την ανάπτυξη της δικής μας ζωής, γνώσης, προσωπικότητας και ελευθερίας και στην απλήρωτη δουλεία που κάνουμε για την ανάπτυξη του κέρδους, της ανταγωνιστικότητας, της επιθετικότητας και της ασυδοσίας του κεφαλαίου, που σημαίνει βαθύτερη υποβάθμιση της δικής μας ζωής και ελευθερίας. Είναι σημαντικό να δούμε ότι η πραγματική κίνηση της νεολαίας, αλλά και της εργατικής τάξης ως σύνολο, σαν τον τυφλοπόντικα της «18ης Μπρυμαίρ», εμπεριέχει ήδη την κριτική της εργασίας ως συγκεκριμένου καταμερισμού στο διεθνές και εθνικό πλέγμα του κεφαλαίου. Δεν πρέπει να αναρωτηθούμε αν, με τις θέσεις και τα προγράμματά μας ως ΝΑΡ ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κάνουμε απλώς κριτική στον καταμερισμό εργασίας του σημερινού καπιταλισμού ζητώντας κάποιον άλλο (πιο ανθρώπινο) αφήνοντας να μας διαφύγει το ίδιο το περιεχόμενό της και η κοινωνική αναπαραγωγή που εξυπηρετεί.

Ας δούμε τον (κοινοβουλευτικό κυρίως) τσακωμό «αριστεράς-δεξιάς» για τα ναυπηγεία και την πολεμική βιομηχανία και το «εθνικό πλαίσιο» λύσης των προβλημάτων της. Δεν θέλουμε να προκαταλάβουμε καμία απάντηση (σε μια συζήτηση επιχειρούμε να συμβάλουμε, εξάλλου) αλλά, μήπως είναι χρέος της επαναστατικής αριστεράς να περιγράψει άλλο κοινωνικό μοντέλο πέρα από το «περισσότερα δικαιώματα-καμία απόλυση» για τους εργαζόμενους στη βιομηχανία πολέμου; Κάτι τέτοιο θέλουμε να περιγράψουμε για τις αναλύσεις, τα περιεχόμενα και τις μορφές του αγώνα με αφορμή πολλές μάχες που δόθηκαν το τελευταίο τρίχρονο.

Αλήθεια, με αφορμή ιστορίες που βιώσαμε όλοι, στην απεργία των εργαζόμενων στο μετρό και στην (μη-) απεργία των εκπαιδευτικών, ποιο είναι το χρέος της επαναστατικής αριστεράς; Είναι μήπως να περιγράψει τα όρια των κλαδικών αγώνων, να ζητήσει από την κοινωνία μια αφηρημένη ιδεολογική ενότητα με τα επιμέρους αγωνιζόμενα κομμάτια της και να βγάλει το συμπέρασμα ότι χρειάζεται ένας άλλος κομμουνιστικός φορέας για να την επιτύχει;

Δε θα έπρεπε να διευρύνει το κοινωνικό περιεχόμενο αυτών των αγώνων, να μην τους επιτρέψει να αναδιπλωθούν υπό το βάρος των «συσχετισμών» (λογικό ήταν να υποχωρήσει ένας κλάδος μαζί με τους αλληλέγγυούς του μπροστά στην επίθεση ενός εμπόλεμου κατασταλτικού μηχανισμού που έχει ορίσει ήδη τα περιεχόμενα), να δώσει άλλο περιεχόμενο στις κοινωνικές ανάγκες και το πώς τις αντιλαμβάνεται η κοινωνία ως σύνολο. Να «αναγκάσει» αυτήν την ίδια την κοινωνία να διχαστεί στο εσωτερικό της ως ενεργός μέτοχος κι όχι ως παρακολουθητής συγκρουόμενων πολιτικών σχεδίων. Δεν πιστεύουμε ότι είναι ζήτημα «πολλών ή λίγων» δυνάμεων. Πιστεύουμε ότι έχει να κάνει με μια ξεκάθαρη πολιτική απόφαση για το τι κάνεις με το όριο της αστικής νομιμότητας που σου χαράζουν οι κρατικοί μηχανισμοί.

Σε αυτό το πλαίσιο -και μόνο- παλεύουμε σήμερα για την ανατροπή του διαρκούς αντεργατικού πραξικοπήματος του κεφαλαίου, για την παραμικρή βελτίωση στους όρους ζωής και ελευθερίας των εργαζομένων και της νεολαίας. Για να είναι αποτελεσματική η πάλη μας, δεδομένης και της σημερινής σύνθεσης του καπιταλισμού. Αυτό το πλαίσιο πρέπει να υπηρετούν οι μετωπικές μας προσπάθειες και για αυτό τον σκοπό τις δημιουργούμε και εντασσόμαστε σε αυτές προσπαθώντας να παράξουμε πιο στρατηγικά ερωτήματα και να αναβαθμίσουμε, με αυτόν τον τρόπο, την στρατηγική ενοποίησή τους. Δρώντας στους χώρους αλλά σκεπτόμενοι παν-κοινωνικά αναπτύσσουμε την χάρτα αναγκών και δικαιωμάτων που σε κάθε φάση και καμπή ανάπτυξής της θέτει στο στόχαστρο τα πυρηνικά στοιχεία και τη μήτρα της φύσης του σημερινού καπιταλισμού σαν την μόνη απάντηση που μπορεί να είναι ρεαλιστική για την κατάκτηση υλικών νικών.

Παράλληλα προωθούμε μορφές οργάνωσης, συλλογικότητας και αγώνα ανεξάρτητες και αντιπαραθετικές ως προς αυτές που προτάσσει η αστική πολιτική και οι εκφραστές της για τους αγώνες. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί σήμερα να προβάλλει επαναστατική απειλή που είναι προϋπόθεση αναγκαία για την νικηφόρα έκβαση των αγώνων. Μόνο με την εμφάνιση εν σπέρματει μορφών δυαδικής εξουσίας μπορούμε να κατακτήσουμε –και όχι να ζητήσουμε- από το κεφάλαιο. Μόνο έτσι υπηρετούμε την υπόθεση του άμεσου διαρκή, συνολικού και επαναστατικού αγώνα στο σήμερα και αυτός δεν καταλήγει να είναι «σημαία» διαχωρισμού.

Μέσω αυτού του δρόμου, να προσεγγίσουμε και να διαμορφώσουμε έναν άλλο τύπο πολιτικής που ξεφεύγει από τις παραστάσεις της παραδοσιακής πολιτικής. Η πολιτική αυτή δεν περιμένει τίποτα από το κράτος και το σύστημα, γιατί δεν έχει τίποτα να περιμένει από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό που «δεν μπορεί και δεν θέλει να δώσει» και σαρώνει το σύνολο των όρων ζωής της νέας γενιάς και της κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι μια πολιτική που θέλει να θεσμίσει πράγματα για τον εαυτό της και όχι να ενταχθεί στους υπάρχοντες θεσμούς, μια πολιτική που θέλει να αποσπάσει τώρα κατακτήσεις από την εξουσία του κεφαλαίου και του κράτους και όχι να τα αναθέσει σε μια άλλη εξουσία.

Γιατί αν δεν επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε, τώρα και όχι αύριο, χωρίς το κεφάλαιο και το κράτος, ότι ειδικά σε συνθήκες κρίσης, οι ανάγκες μας δε μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο από την από κοινού δράση της ευρύτερης κοινωνικής πλειοψηφίας, ότι οργανώνουμε οι ίδιοι τη ζωή μας –ακόμη και την επιβίωση-, αν δεν καταστήσουμε περιττές τις επιχειρηματικές και κρατικές μορφές, τότε καμιά συνείδηση και εμπειρία δε θα υπάρχει για να προχωρήσει το κοινωνικό απελευθερωτικό έργο της επανάστασης και για την εγκαθίδρυση νέων μορφών και όρων κοινωνικής ζωής.

Μέσω των παραπάνω διαδικασιών, μορφών οργάνωσης και έκφρασης, πολιτικού περιεχομένου και αντίληψης, μπορεί να εμφανίζεται μειοψηφικά αλλά υπαρκτά ένα ρεύμα που δύναται να αποτελέσει αντίπαλο δέος στον κόσμο του κεφαλαίου, ένα κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που θα «μαθαίνει» μέσα από την καθημερινή συλλογική δράση του ότι η υπόθεση της επιβίωσης, της ζωής του, εν τέλει της κοινωνικής απελευθέρωσης, μπορεί να είναι μόνο έργο της δικής του δράσης με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών του.

Δημήτρης Σεραφής – Οργάνωση νέων εργαζομένων Αθήνας, Νίκος Χαραλαμπόπουλος – Οργάνωση ΝΑΡ Καισαριανής-Βύρωνα

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Žižek, S. (2003). Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού (μτφρ: Β. Ιακώβου). Αθήνα: Scripta.

[2] Agamben, G. (2007). Κατάσταση Εξαίρεσης. Αθήνα: Πατάκης.

[3] Badiou, A. (2009). Η κομμουνιστική υπόθεση. Αθήνα: Πατάκης.

[4] Davis, M. Social Text, Χειμώνας 2004.

[5] Λούξεμπουργκ, Ρ. (2009).Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;. Αθήνα: Πολύτροπον.