Με λογισμό και μ΄ όνειρο, για τον κομμουνιστικό δρόμο της εποχής μας

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

Α. Εισαγωγή: Έχουμε πρόβλημα και αυτό είναι ο αριστερισμός

Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες, δεν θέλω να μπερδέψω με πολλά λόγια. Έχουμε πρόβλημα και αυτό είναι ο αριστερισμός, ένας αριστερισμός ανυπόφορος, ταυτοτικός, αιθεροβάμων, ένας αριστερισμός σεχταριστικός, εχθρικός προς την κίνηση και τα συμφέροντα της τάξης, γεμάτος βερμπαλισμό και τεράστιες προσωπικότητες, και εν τέλει δεξιός και στην πράξη αντεπαναστατικός. Αυτός ο αριστερισμός δεν επέτρεψε στο ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να κάνουν τους αναγκαίους τακτικούς ελιγμούς, ώστε η εργατική τάξη να βρεθεί σε καλύτερες θέσεις και να διεκδικήσει έναν επόμενο γύρο. Αυτός ο αριστερισμός, εντελώς εγκεφαλικός, χάρισε όλα τα πλεονεκτήματα στο ρεφορμισμό την πιο κρίσιμη στιγμή. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί η αντικαπιταλιστική αριστερά στη θέση του ουραγού και ως εκ τούτου η ίδια η εργατική τάξη να μην μπορέσει να βρει μια εναλλακτική διέξοδο και να βυθιστεί εκ νέου σε ήττα.

Έχω την εντύπωση πως χρειάζεται κάθε φορά να συζητάμε τα αυτονόητα, καθώς απουσιάζουν τα ενιαία κριτήρια. Οι συζητήσεις για το πόσο καλά ή όχι καλά τα πήγαμε συνήθως εμπλέκονται σε ανούσιες αντιπαραθέσεις που έχουν ως επίκεντρο: την αδυναμία του ναρίτικου αριστερισμού να δώσουν πειστικές απαντήσεις για τι κάναμε λάθος. Η μετάθεση των ευθυνών στην τάξη είναι τόσο κοντόφθαλμος και εν τέλει δείχνει πόσο μυωπική ήταν η οπτική μας. Την ώρα που ανοίγονταν μπροστά μας μια σειρά από επιλογές πρωτόγνωρες για την πολύ σύγχρονη ιστορία, εμείς αρνηθήκαμε να σηκώσουμε το γάντι της ιστορίας και να αναλάβουμε την πιο επιθετική και επαναστατική τακτική. Περιμέναμε την προδιαγεγραμμένη ήττα και αναλάβαμε το ρόλο του παρατηρητή των εξελίξεων, έστω και από καλύτερες θέσεις σε σχέση με το ΚΚΕ. Προσδοκούσαμε στην επόμενη ημέρα στη γωνία. Είχαμε ήδη όμως χαρίσει την ελπίδα και ως εκ τούτου παραδώσει την εργατική τάξη στον ρεφορμισμό. Το τίμημα ήταν μια καθαρότητα “ψυχής” ανούσια, χωρίς υλικό αντίκρισμα και χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα για τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Προφανώς, δεν υποστηρίζω ότι είχαμε ατομικές απολαβές, αλλά ότι πρόκειται για μια μορφή αυτοκτονικής κουλτούρας,.

Β. Ας ορίσουμε τον αριστερισμό του ΝΑΡ

Ο ναρίτικος αριστερισμός μοιάζει με τον Αριστερό Κομμουνισμό όπως τον περιγράφει ο Βίκτορ Σερζ στο εξαιρετικό του βιβλίο Έτος Ένα της Ρωσικής Επανάστασης: “Το δόγμα τους ήταν: Κανένας συμβιβασμός! Η επανάσταση δεν πρέπει να ελιχθεί, ούτε να υποχωρήσει, ούτε να συμφωνήσει σε συμβιβασμούς. Η μόνη τακτική που πρέπει να ακολουθήσει είναι η μέγιστη αδιαλλαξία. Καλύτερα να χαθούμε παρά να ζήσουμε με έναν συμβιβασμό! Αυτό ήταν το βασικό δόγμα του Αριστερού Κομμουνισμού και πρέπει να του αναγνωρίσουμεότι ήταν μία υγιής αντίδραση εναντίον των οππορτουνιστικών τάσεων”. Και συνεχίζει ακόμα καλύτερα: “ Στα μάτια αυτών των παθιασμένων επαναστατών η πραγματικότητα είχε θολώσει, λόγω των έντονων συναισθηματισμών τους.” Και καταλήγει στο ότι “τα συμπεράσματα των Αριστερών Κομμουνιστών συνοψίζουν σεμία μόνη, καθαρή, θεωρητική δήλωση, την αίσθηση ανάτασης που τους διακατείχε και το περίεργο μείγμα αισιοδοξίας τους μπροστά στην ιστορία και της απαισιοδοξίας τους μπροστά στην άμεση πραγματικότητα”. (σ. 321)[1]

Γ. «Τα μαύρα χρόνια» και οι δομικές αντιφάσεις του ΝΑΡ

Για χρόνια περιμέναμε στη γωνία δίνοντας αγώνες άμυνας, ενώ παράλληλα συζητούσαμε θεωρητικά και στρατηγικά σε ένα άλλο επίπεδο, συνήθως μακριά από αυτό που πράτταμε. Αυτός ο δυισμός μας επέτρεψε να επιβιώσουμε αποτελώντας ταυτόχρονα το πιο μάχιμο τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτή η δομική αντίφαση όμως δεν επέτρεψε στο ΝΑΡ και την αντικαπιταλιστική αριστερά να βγουν από το περιθώριο τόσο τη δεκαετία του 1990 όσο και τη δεκαετία του 2000. Το βασικό επιχείρημα της αποτυχίας μας είχε ως βάση τη στρατηγική ήττα της αριστεράς, ενώ όποιος ψέλλιζε κάτι άλλο κατατασσόταν αμέσως στους «δεξιούς».[2] Σήμερα, αντιμετωπίζουμε ακόμα μία ήττα και το ζήτημα είναι πως κάνουμε πως δεν υπάρχει ή όταν τίθεται το θέμα μεταθέτουμε το πρόβλημα σε άλυτα ζητήματα δικά μας ή στην ίδια την τάξη.

Στην πράξη, το «αδύνατο» της πραγμάτωσης της ιστορικής υπόσχεσης του ΝΑΡ γεννούσε μια σειρά από αντιπολιτεύσεις τόσο από τα «αριστερά» όσο και από τα «δεξιά». Οι αντιπολιτεύσεις αυτές ήταν παράλληλα και εσωκομματικές και εξωκομματικές. Αυτό το «αδύνατο» της πραγμάτωσης γεννούσε και συνεχίζει να γεννάει δύο τάσεις αποστράτευσης. Η πρώτη θεωρεί ότι η αιτία της ιστορικής αποτυχίας είναι η έλλειψη μετωπικής πολιτικής και αποχωρεί με λογικές υποταγής στο ρεφορμισμό. Η λύση για αυτήν την αντίληψη είναι η με κάθε τρόπο συμμαχία με τους ρεφορμιστές. Η δεύτερη θεωρεί ότι η αιτία εντοπίζεται στην ευρύτητα της μετωπικής πολιτικής και στο νέρωμα των θέσεών μας, συνεπώς η λύση βρίσκεται στο δυνατό πρόταγμα του κομμουνισμού. Εν τέλει, αυτό το αδύνατο οδηγεί όλους τους συντρόφους στην αποστράτευση κάτω από τον κοινό παρονομαστή: αυτά που λέμε δε γίνονται. Γιατί δεν είναι μόνο ο “μετωπικός μεταφοιτητής” που αισθάνεται ότι στο χώρο εργασίας του δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν αυτά που λέμε, αλλά και ο αριστεριστής μεταφοιτητής, όταν πάει στο χώρο εργασίας του και αντιληφθεί το βάρος που πρέπει σηκώσει σχεδόν μόνος τους, προτιμάει να αποχωρεί καταγγέλλοντας βέβαια για “δεξιό οππορτουνισμό”.

Δ. Η κρίση, το κίνημα και η επιτυχής ανταπόκριση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

 Στα 2010 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε από πλατιά εργατικά και μικροαστικά στρώματα η ικανότητα της ελληνικής αστικής τάξης να προσφέρει την επιδιωκόμενη ευημερία στο σύνολο της κοινωνίας. Για πρώτη φορά, αμφισβητήθηκε γενικά ο καπιταλιστικός δρόμος που είχε η ελληνική κοινωνία επιλέξει από το 1989 και μετά. Ο λαϊκός κόσμος βγήκε έξω στους δρόμους και παρά τις ταλαντεύσεις το κουδούνι κινδύνου που πρώτα χτύπησε είχε τα χρώματα της αριστεράς. Εκεί δόθηκε μία μεγάλη μάχη για την πολιτική ηγεμονία. Η πρώτη δυνατή μάχη είχε τα στοιχεία της πεπατημένης. Οι εργάτες και οι εργάτριες έκαναν αυτό που ήξεραν μέχρι τότε: Συσπειρώθηκαν γύρω από τα σωματεία τους σε μερικές από τις πιο σημαντικές εργατικές απεργίες της εποχής μας.

Εκεί βρεθήκαμε σε πλεονεκτική θέση καθώς το σχέδιο για έναν ανεξάρτητο πόλο από τη ΓΣΕΕ μπόρεσε να περπατήσει. Χρειάστηκε βέβαια από εμάς μία μικρή τακτική υποχώρηση: αντί να πηγαίνουμε εντελώς μακριά από τη ΓΣΕΕ, όπως εντελώς σεχταριστικά πράτταμε μέχρι τότε, αποφασίσαμε να οργανώνουμε κατά βάση διαφορετικές προσυγκεντρώσεις με το σωστό πολιτικό περιεχόμενο. Επίσης, θεωρήσαμε ότι η κοινή δράση με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού γύρω από αυτό το κοινό και μάχιμο πλαίσιο ήταν σωστή τακτική. Δώσαμε δηλαδή σημασία στο περιεχόμενο σε συνδυασμό με την ενότητα και δεν πουλήσαμε τον κόσμο και την τάξη στο ρεφορμισμό. Διεκδικήσαμε την ηγεμονία μέσα σε ένα κοινό κίνημα και τα πήγαμε περίφημα. Κολυμπήσαμε με τον κόσμο και ο κόσμος επέλεγε να ακολουθεί εμάς. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η πορεία που ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη όταν είχαμε καταλάβει το Ολύμπιον. Οι εργατοπατέρες δε μας έδιναν καν το λόγο στο βήμα που είχαν στήσει. Εμείς πήραμε τα πανώ και πήγαμε τον κόσμο στο Λευκό Πύργο να διαδηλώσει μαχητικά και τους αφήσαμε πίσω μας. Ταυτόχρονα, οι ΣΥΡΙΖΑίοι έτρεχαν με τις σημαίες τους πίσω μας. Εξίσου φυσικά πετυχημένη λίγο αργότερα ήταν η διάλυση της παρέλασης. Είχαμε αποφασίσει να κολυμπήσουμε μέσα στο ρεύμα και να μη φοβηθούμε να συνυπάρξουμε με άλλες αντιλήψεις, αλλά να παλέψουμε για το σωστό περιεχόμενο και τη σωστή μαχητική δράση. Θεωρώ γενικά πως το χτύπημα της Μαρφίν ήταν μία πρώτη μεγάλη ήττα καθώς αφαίρεσε από το εργατικό κίνημα τη δυνατότητα να φέρει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία μιας καθαρά ταξικής απάντησης, εν δυνάμει αντικαπιταλιστικής.

Το κίνημα των πλατειών εκ των πραγμάτων δομήθηκε γύρω από διαφορετικά ερωτήματα και η πολιτική ηγεμονία ανήκε σε αντιλήψεις μικροαστικές. Ωστόσο, εκπροσωπώντας τις μορφές κινήματος που είχαν μέχρι τότε την πρωτοβουλία των κινήσεων φτιάξαμε το πιο μάχιμο και ενωτικό πόλο μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα γύρω από τρεις λέξεις που κέρδισαν: «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε». Πρόκειται για μια εξαιρετική τακτική επιλογή πολύ μακριά από κάθε αντίληψη σεχταρισμού γύρω από το περιεχόμενο. Μέσα στην κεντρική συνέλευση παλέψαμε για τη γραμμή μας, αλλά και δώσαμε στοιχεία μίας άλλης κατεύθυνσης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η αντικαπιταλιστική αριστερά επιτελούσε έναν σημαντικό ρόλο στην πολιτικόποιηση, τη ριζοσπαστικοποίηση, αλλά και στις δράσεις. Επιτομή αυτής της δραστηριότητας ήταν φυσικά η διάλυση της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη. Η πιο σοβαρή προοπτική αυτού του κινήματος ήταν όμως η δυνατότητα συγκρότησης δυαδικής εξουσίας και η δυνατότητα κατάληψης της βουλής από το κίνημα. Ο σ. Παναγιώτης Μαυροειδής έχει περιγράψει εξαιρετικά σε άρθρο στο Πριν την ανοιχτή αυτή προοπτική. Όμως το σχέδιο για μια κινηματική εξέγερση που θα δημιουργούσε εναλλακτικές δομές δεν ευοδώθηκε. Κι εκεί νομίζω ξεκίνησε η αδυναμία του ΝΑΡ, η αδυναμία να προσαρμόσει την τακτική του στις νέες συνθήκες που ανοίγονταν που ήταν διαφορετικές από εκείνες που ξέραμε μέχρι τώρα.

Ε. Η μετατόπιση της ταξικής πάλης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και οι αδυναμίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

Τα προβλήματα λοιπόν της γραμμής του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκίνησαν όταν το κίνημα έφυγε από “το δρόμο” και η ταξική διαπάλη μετατοπίστηκε στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Ουσιαστικά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αδυνατούσε να αντιληφθεί αυτή τη μετατόπιση. Τα αναλυτικά μας εργαλεία ήταν πολύ περιορισμένα και μυωπικά και αδυνατούσαν να εξηγήσουν και άρα να παράξουν σωστή τακτική. Ξαφνικά ο αριστερισμός, αυτή η παιδική αρρώστια που έχει εξελιχθεί σε κακοφορμισμένη γεροντική πληγή, εμφανίστηκε για να μπλοκάρει όλες αυτές τις μέχρι τότε επιτυχίες. Η γενικότερη αντίληψη ήταν ότι ο κόσμος και η εργατική τάξη πλέον επιθυμεί την ανάθεση και ως εκ τούτου έχει επιλέξει τον κοινοβουλευτικό δρόμο. Η ντετερμινιστική ιδεολοψία για ένα διαρκώς αναπτυσσόμενο κίνημα δεν επέτρεψε στην αριστερίστικη σκέψη να συλλάβει τις εναλλαγές της ταξικής πάλης και τις ενδεχομενικότητες που αυτές γεννάνε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το κίνημα δεν μπορεί να είναι πάντα στο δρόμο, αλλά ότι κάποια στιγμή μετατοπίζεται στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και προσδωκά συνολικές πολιτικές αλλαγές, ουσιαστικά με ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος. Ρόλος της επαναστατικής αριστεράς είναι να βρεθεί και σε αυτή την περίπτωση μέσα στο ρεύμα και όχι να πάει κόντρα σε αυτό. Να αναζητήσει την πιο μάχιμη τακτική που θα αναδείξει στην επιφάνεια του κεντρικού πολιτικού σκηνικού τα ταξικά δίπολα. Σκοπός να μπορέσει την κρίσιμη στιγμή, όταν θα φανεί το αδιέξοδο της πολιτικής λύσης μέσα στους αστικούς θεσμούς, να επαναφέρει το κίνημα στο δρόμο για να επιδιώξει λύσεις έξω από τους αστικούς θεσμούς. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειαζόταν μια επαναστατική τακτική μεταβατικού προγράμματος.

Ζ. Η λογική του μεταβατικού προγράμματος και η αριστερή κυβέρνηση

Το μεταβατικό πρόγραμμα διέπεται από την εξής λογική. Αποτελεί το σύνολο των αιτημάτων που είναι αναγκαία, φαντάζουν δίκαια, αλλά και φαίνονται ρεαλιστικά στο σημερινό καπιταλιστικό κόσμο. Θεωρητικά είναι εφαρμόσιμα εντελώς του καπιταλιστικού πλαισίου. Ωστόσο, δοσμένων των ταξικών συσχετισμών δύναμης, δεν είναι δυνατόν παρά να επιτευχθεί παρά μόνο ένα ελάχιστο αυτών, ενώ η πλήρης εφαρμογή τους σημαίνει αντικαπιταλιστική ανατροπή. Για παράδειγμα, το αίτημα για πλήρες οκτάωρο, πενθήμερο, με αποδοχές αξιοπρεπούς ζωής θεωρητικά είναι εφαρμόσιμο εντός του καπιταλισμού. Μάλιστα, είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε κάποιους κλάδους. Ωστόσο, η γενικευμένη νομοθετική εφαρμογή και ακόμη περισσότερο η οργάνωση του κράτους ώστε να υπερασπιστεί έναν τέτοιο νόμο, προϋποθέτει την αντικαπιταλιστική ανατροπή και εντέλει μια εντελώς άλλη μορφή εξουσίας. Όλοι όμως αποδέχονται αυτό το αίτημα. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τίθεται το ζήτημα της κυβέρνησης. Η αριστερή κυβέρνηση συνιστά ένα θεωρητικά ορατό ενδεχόμενο εντός καπιταλιστικού πλαισίου ώστε να εφαρμόσει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Ωστόσο, στους δοσμένους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, είναι αδύνατον να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση χωρίς αντικαπιταλιστική ανατροπή και εργατική εξουσία. Γι’ αυτό το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης δεν είναι ρεφορμιστικό, εφόσον παραμένει άμεσα συνδεδεμένο με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Σήμερα, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, σε μία χώρα τόσο πολύ ενταγμένη στο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλέγμα.

Με άλλα λόγια, έχει απολύτως δίκιο ο σ. Γιάννης Ευσταθίου όταν γράφει πως “τα αιτήματα αυτά μόνο μεταβατικά για τη συνείδηση αιτήματα μπορεί να είναι, δεν μπορούν να αποτελούν αυτοτελές κυβερνητικό και «οικονομικοτεχνικό» πρόγραμμα μετάβασης από τον καπιταλισμό σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία. Ωστόσο, αν ισχύει η παραπάνω παραδοχή, θα πρέπει να ισχύει για όλα τα αιτήματα/συνθήματα και όχι μόνο για την αριστερή κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, είτε θα έχουμε καθημερινό σύνθημα όλη η εξουσία στα σοβιέτ, ακόμα και για το πετρέλαιο στα σχολεία είτε αλλιώς λέμε ψέμματα. Ουσιαστικά, μια τέτοια ισοπεδωτική αντίληψη ακυρώνει κάθε άμεση πάλη που εκ των πραγμάτων συνδέεται με την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Και μεταξύ άλλων, ένα τέτοιο σύνθημα είναι και η αριστερή κυβέρνηση. Εν τέλει, ακυρώνει κάθε δυνατότητα των κομμουνιστών να ασκήσουν τακτική: δηλαδή ακυρὠνεται ο λενινισμός που κατά κύριο λόγο είναι η πολιτική της αναζήτησης της τακτικής εκείνης που θα μας φέρει πιο κοντά στην επανάσταση.

Η. Το κίνημα μετά τις πλατείες: η δυνατότητες της εποχής και τα όρια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς

Ας επιστρέψουμε όμως στα διακυβεύματα που γέννησε η ταξική πάλη μετά τις πλατείες. Η εργατική τάξη και ευρύτερα ο λαός επιθυμούσαν μια άμεση λύση με ένα άμεσο πρόγραμμα, ρεαλιστικό και ορατό στο σήμερα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτικής μας δράσης, το ερώτημα τι μπορεί να κάνει η αριστερά στην κυβέρνηση απασχολούσε πλειοψηφικά την ελληνική κοινωνία. Ακόμη καλύτερα, το δικό μας πολιτικό πρόγραμμα αποτελούσε μία από τις εναλλακτικές που η τάξη τη συζητούσε: έξω από το ευρώ, έξω από την ΕΕ, διαγραφή του χρέους, κρατικοποίηση των τραπεζών. Δε θυμάμαι ποτέ άλλοτε αυτό να έχει ξαναγίνει.

Το ερώτημα ήταν λοιπόν μπροστά μας κι εμείς απλά απαντήσαμε ότι δε μας αφορά. Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ανοησίες που μπορούσε να κάνει η αντικαπιταλιστική αριστερά, καθώς χάρισε την τάξη στο ρεφορμισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουμε απλά ουραγός του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να έχουμε στην πράξη τη δυνατότητα μια ηγεμονικής παρέμβασης. Η τάξη ζητούσε αριστερή και εν δυνάμει αντικαπιταλιστική απάντηση για το πως θα είναι η επόμενη ημέρα κι εμείς απαντούσαμε πως αυτή η συζήτηση είναι ρεφορμιστική. Η τάξη αναζητούσε μια αριστερή κυβέρνηση που θα οδηγήσει σε έναν άλλο δρόμο κι εμείς απαντήσαμε ότι δε μας απασχολεί το ερώτημα γιατί είναι ρεφορμιστικό. Αρνηθήκαμε να υποχωρήσουμε λιγάκι από την επαναστατική καθαρότητα μιας εν τέλει φανταστικής πορείας προς την εξουσία, αντί να περιγράψουμε μια αντικαπιταλιστική διαδρομή προς την εργατική εξουσία βασισμένη στα ερωτήματα και τα διακυβεύματα της συγκεκριμένης ταξικής συγκυρίας. Το “βιβλίο με τις συνταγές” δεν είχε πουθενά γραμμένο κάτι τέτοιο ή, ακόμη κι αν το είχε κάπου, ήταν λάθος.

Θ. Χρήσεις της ιστορίας. Δεν είναι το παρελθόν, αλλά το παρόν που θα μας δείξει το νέο δρόμο

Στο σημείο αυτό έχει μια σημασία να συζητήσουμε τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο χειριζόμαστε την ιστορία. Η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί συνήθως στις συζητήσεις μας το σημείο αναφοράς για τις τακτικές και τις στρατηγικές μας. Όμως ξεχνάμε κάτι πολύ βασικό: οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες της δικής μας κατάστασης είναι πολύ μακριά από εκείνες. Α) δεν έχουμε παλαιό καθεστώς που καταρρέει, Β) δεν έχουμε παγκόσμιο πόλεμο, Γ) δεν έχει προηγηθεί μια άλλη επανάσταση, Δ) δεν έχουν διαμορφωθεί σοβιέτ και Ε) διαβιούμε σε μία αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και άρα το συνειδησιακό και πολιτικό άλμα που απαιτούμε από την εργατική τάξη δεν είναι εφικτό. Η αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να δράσει μέσα σε αυτό το κοινοβουλευτικό πλαίσιο, που είναι σε κρίση και αμφισβήτηση, και να καταδείξει τα ταξικά του όρια. Η ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης μόνο κριτήρια και συμβολισμούς μπορεί να μας δώσει. Στην πράξη, το “τι να κάνουμε” θα το αντλήσουμε από την ανάλυση του παρόντος σε συνδυασμό με την ιστορική εμπειρία της δράσης του κομμουνιστικού κινήματος σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο ελληνικός μεσοπόλεμος, αλλά και ο ελληνικός μεταπόλεμος είναι πολύ πιο κοντινά παραδείγματα για το τι πήγε λάθος ή σωστά. Το ίδιο και ιστορικές εμπειρίες άλλων κρατών, όπως η Ιταλία της δεκαετίας του 1970, ή αντίστοιχα η Χιλή. Χρειάζεται λοιπόν μια συνολικά άλλη ιστορική προσέγγιση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μπολσεβίκοι υιοθέτησαν για χάρη της ΚΔ το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης, όταν τα επαναστατικά ρεύματα κόπασαν τη δεκαετία του 1920. Ποιά είναι η εμπειρία που μπορούμε να αντλήσουμε από εκείνη την εποχή; Ποιά από την εποχή της “τρίτης περιόδου”; Και ποιά από την εποχή των λαϊκών μετώπων;

Μια κριτική εξέταση είναι δυνατόν να μας οδηγήσει σε συμπεράσματα για όρια της κάθε γραμμής και άρα να μας επιτρέψει να συζητάμε πιο άνετα για μια σωστή πολιτική γραμμή στο σήμερα. Συμφωνώ με την άποψή του σ. Γιάννη Ευσταθίου πως η Ιστορία δεν “μπορεί να ιδωθεί σαν εργαστήριο με σταθερές πειραματικές συνθήκες”, αλλά και πως δεν υπάρχουν «τυχαία υποκειμενικά λάθη» σε μια πολιτική γραμμή, αλλά αντίθετα “έχουμε μια ισχυρή ένδειξη για τη μη εφαρμοσιμότητα της γραμμής”. Συνεπώς, θα πρέπει στη μη εφαρμοσιμότητα της γραμμής να αναζητήσουμε άλλες γραμμές όχι για το παρελθόν -- αφού αυτό δεν μπόρεσε παρά γεννήσει αυτές τι γραμμές που γέννησε --, αλλά για το παρόν. Έχει υπάρξει η κριτική από συντρόφους στις γραμμές της εργατικής κυβέρνησης και των λαϊκών μετώπων. Ωστόσο, δεν υπάρχει κριτική για άλλες γραμμές, ντούρες επαναστατικές, όπως η τρίτη περίοδος ή ιστορικά παραδείγματα από άλλες χώρες. Συνιστά ερώτημα η μη εφαρμοσιμότητα αυτών των ντούρων επαναστατικών γραμμών είναι αντιληπτή ή αναδεικνύονται τα ιστορικά όρια μόνο των “δεξιών” γραμμών.

 Σε κάθε περίπτωση, η αριστερίστική τριτοπεριοδική λογική ήταν καταστροφική στη γένεσή της. Γι’ αυτό ξαναγέννησε τη σοσιαλδημοκρατία. Τα Λαϊκά Μέτωπα αναμφίβολα είχαν μεγαλύτερη επιτυχία, αλλά χώλαιναν κάπου άλλού. Με τη σειρά τους μπορούσαν να οδηγήσουν το κίνημα στην εξουσία, αλλά εν τέλει να τη χαρίσουν πάλι στη σοσιαλδημοκρατία. Χρειαζόταν το παράδειγμα της Χιλής για να καταλάβουμε, ότι το λαϊκό μέτωπο προϋποθέτει και την αντικαπιταλιστική ρήξη. Το Ιταλικό παράδειγμα επίσης αποκαλύπτει το αδιέξοδο του υπερεπαναστατισμού.

Ι. Η αναγκαία εκλογική πολιτική τακτική που δεν κάναμε

Γι’ αυτό λοιπόν, ας επιστρέψουμε πάλι στη δική μας εποχή. Ο μήνας που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο εκογικές μάχες του 2012 είχε ως θέμα το δικό μας πρόγραμμα. Ο ταξικός εχθρός περιέγραφε τον ΣΥΡΙΖΑ και το πρόγραμμά του σα να ήταν της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κι εμείς απλά λέγαμε ότι είμαστε οι “μόνοι αυθεντικοί” και ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ψέμματα. Η τάξη όμως πίστευε περισσότερο τον ταξικό εχθρό από εμάς. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν περισσότερο ικανός να εφαρμόσει το δικό μας πρόγραμμα. Ένα ευρύ ριζοσπαστικό δυναμικό που θα μπορούσε να ψηφίσει ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποφάσισε να δώσει τη μάχη εντός ΣΥΡΙΖΑ γιατί εμείς αποφασίσαμε να μη δώσουμε καμία μάχη τακτικής. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να πούμε ξεκάθαρα: αριστερή κυβέρνηση σημαίνει μόνο κυβέρνηση με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και εν τέλει αριστερή κυβέρνηση χωρίς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να υπάρξει. Έπρεπε να καλέσουμε την τάξη και το λαό να ψηφίσουν ΑΝΤΑΡΣΥΑ γιατί ήταν η μόνη δυνατή εγγύηση μιας αριστερής κυβέρνησης.

Ο ταξικός εχθρός προκειμένου να αποδείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίζεται με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα μας αναδείκνυε στην επιφάνεια ως τον μεγάλο κίνδυνο. Εκεί θα ήταν ορατό το αδιέξοδο του ΣΥΡΙΖΑ και θα αποκαλυπτόταν ποιός πραγματικά είναι και με ποιό πρόγραμμα. Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα αρνιόταν μετεκλογική συμμαχία πάνω στο δικό μας πρόγραμμα για να φανεί καθεστωτικός. Αυτό θα προκαλούσε ρήγμα στο εσωτερικό του, αλλά και σίγουρα σε τμήμα της πιο αριστερής βάσης. Ακόμη καλύτερα, θα καταδεικνυόταν πόσο χρήσιμη είναι στη συγκυρία εκείνη η ταξική ψήφος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ώστε να μπει στη Βουλή, πόσο χρήσιμη ήταν στο λαό και την τάξη. Με λίγα λόγια, ήμασταν σε θέση με έναν τακτικό πολιτικό ελιγμό, που δε θα ανέτρεπε το στρατηγικό στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, αλλά θα τον έφρνε πιο ορατά στο τραπέζι, να ανατρέψουμε τη δυσμενή θέση και να μεταθέσουμε τον εκλογικό εκβιασμό.

Κ. Η αριστερή κυβέρνηση ως το αναγκαίο σύνθημα τακτικής

Και εδώ ξεκινάει η αριστερίστικη παράνοια: “Μα ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ..... πόσο ρεφορμισμός.... δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση μέσα στον καπιταλισμό.” Η απάντηση είναι απλή: “αφού δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση μέσα στον καπιταλισμό ποιό είναι το πρόβλημα να το λέμε ως σύνθημα”. Στην πράξη αριστερή κυβέρνηση μέσα στον καπιταλισμό μπορεί να υπάρξει μόνο για μερικούς μήνες ή εβδομάδες. Αυτό έδειξε και η μικρή εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια κρίσιμη στιγμή θα πρέπει ο λαϊκός παράγοντας να κριθεί να υπερασπιστεί το πρόγραμμα της αριστερής κυβέρνησης ή η αριστερή κυβέρνηση θα πέσει ή η αριστερή κυβέρνηση θα πάψει να είναι αριστερή. Για να συμβεί το πρώτο όμως θα έπρεπε η αντικαπιταλιστική αριστερά να ήταν ορατή και συγκροτημένη ως μαζικός πολιτικός χώρος, να είναι ένας παίχτης στο κοινοβουλευτικό και κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Αντίστοιχα, μια τέτοια εξέλιξη σημαίνει μεγαλύτερη ευκολία στη συγκρότηση της τάξης σε ανεξάρτητη πολιτική δύναμη, αποφασισμένη να δώσει μάχες με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο.

Σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρχει ορατός ο κίνδυνος για μια αριστερή κυβέρνηση με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, ο αστικός κρατικός μηχανισμός θα έχει κινητοποιηθεί νωρίτερα, δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας θα έχει τεθεί από τον ταξικό εχθρό στο δρόμο για την αριστερή κυβέρνηση. Βέβαια, πάντα υπάρχει η περίπτωση ενός “ατυχήματος “ τύπου Χιλής. Τότε, φυσικά το ζήτημα της εξουσίας θα κριθεί στη δυνατότητα του κομμουνιστικού κόμματος να κερδίσει τμήματα του στρατού και του κράτους είτε πολιτικά είτε με την επιβολή του λαϊκού παράγοντα.

Αλλά η αριστερίστικη ιδεοληψία έπρεπε να επιλύσει την τρομερή αυτή συζήτηση!!!!! Έχει αναλυθεί πιο πάνω: Θεωρητικά όλα τα μεταβατικά συνθήματά μας είναι ρεφορμιστικά, αφού όλα μπορούν να εφαρμοστούν από μία κυβέρνηση εντός καπιταλισμού. Στην πράξη όμως κανένα σχεδόν δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους δοσμένους ταξικούς συσχετισμούς. Ακόμα και το παραμικρό ρεφορμιστικό αίτημα, όπως αυτό το ελάχιστο του πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ, προϋποθέτει την αντικαπιταλιστική ρήξη. Το ίδιο συμβαίνει και με την αριστερή κυβέρνηση. Το σύνθημα αυτό δεν είναι εφαρμόσιμο εντός του καπιταλισμού. Μπορούμε όμως να το προωθούμε στα πλαίσια της τακτικής μας και των μεταβατικών συνθημάτων μας. Μια αριστερή κυβέρνηση για να υπάρξει μετά από ένα κρίσιμο ορόσημο σημαίνει απειλή πραξικοπήματος ή και πραξικόπημα. Προϋποθέτει λοιπόν κατάληψη των υπουργείων, των δήμων, των μμε, των αστυνομικών τμημάτων και των στρατοπέδων από τον εξεργερμένο λαό. Σημαίνει οργάνωση του εξεγερμένου λαού στις κεντρικές πλατείες. Αυτήν την κρισιμότητα και αυτό το ενδεχόμενο ήταν ορατό τόσο στην αστική τάξη όσο και στον ρεφορμισμό. Ο Τσίπρας το είχε πει ανοιχτά: δεν θέλει εμφύλιο πόλεμο. Οι δεξιοί το είχαν πει επίσης ανοιχτά: θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσουν τη νομιμότητα εντός ΕΕ. Το είδαμε στην πράξη να γίνεται απειλή από το στόμα του Μεϊμαράκη ο οποίος μιλούσε για εξέγερση της αστικής τάξης. Το κίνημα Μένουμε Ευρώπη τι άλλο ήταν παρά η δύναμη της αντεπανάστασης.

ΚΑ. Η αντικαπιταλιστική αριστερά κατώτερη των περιστάσεων

Όσοι συμμετείχαμε στη μάχη του δημοψηφίσματος γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η εργατική τάξη και ο ελληνικός λαός ευρύτερα ήταν αποφασισμένος για τη ρήξη. Το γεγονός ότι κανείς δεν αντιστάθηκε στους εκβιασμούς των εργοδοσιών και των ΜΜΕ εκείνη την βδομάδα κάτι δείχνει. Το δημοψήφισμα ήταν η μεγαλύτερη ταξική μάχη που δόθηκε ποτέ στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Από άποψη συμμετοχής πλειοψηφικών στρωμάτων της εργατικής τάξης και ταξικής πόλωσης ήταν μεγαλύτερη από τα ιουλιανά και μεγαλύτερη από το Πολυτεχνείο. Ωστόσο, δεν υπήρχε η αντικαπιταλιστική αριστερά για να ακουμπήσει πάνω της, επειδή φοβήθηκε να κάνει μερικούς τακτικούς ελιγμούς, δεμένη στα ιδεοληπτικά φαντάσματα.

Μήπως όμως τα πράγματα είναι χειρότερα; Σε πολλές συζητήσεις αποδεικνύεται ότι οι απολογητές της επαναστατικής καθαρότητας δεν πίστευαν ότι ο ελληνικός λαός και η ελληνική εργατική τάξη βρίσκονταν σε αποφασιστική ετοιμότητα για ρήξη..... με το επιχείρημα ότι δεν ήταν στο δρόμο. Κι όμως ήταν στο δρόμο... στις ουρές στα ΑΤΜ και με τη σωστή ψήφο στο δημοψήφισμα. Στην πράξη, ο αριστερισμός αναπαράγει την ίδια απαξίωση για τις δυνατότητες της εργατικής τάξης που έχει και ο ρεφορμισμός. Στην πράξη, είναι ο μικροαστικός αντικατοπτρισμός του. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε τη μεγάλη ευκαιρία και δυστυχώς δεν έχει καταλάβει τις αιτίες. Δυστυχώς το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποδείχτηκαν λίγοι.[3]

ΚΒ. Μια άλλη τακτική, διόλου ρεφορμιστική, αλλά σωστά προωθημένη θα ήταν η μόνη επαναστατική

Συνοψίζοντας: μια άλλη τακτική, διόλου ρεφορμιστική, αλλά σωστά προωθημένη θα ήταν η μόνη επαναστατική αφού: α) θα έβαζε μπροστά το περιεχόμενο, β) θα άνοιγε τη συζήτηση όχι το αν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση, αλλά τι σημαίνει αριστερή κυβέρνηση και ποιές είναι οι προϋποθέσεις. Το σύνθημα αριστερή κυβέρνηση δε σημαίνει συμμαχία ή συγκυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε επιδίωξη για κάτι τέτοιο. Σημαίνει ότι το πρόβλημα το είχε ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί έπρεπε στην πράξη να αναμετρηθεί με το ερώτημα αυτό. Η αρνητική του απάντηση θα ξεκαθάριζε τις αυταπάτες και θα έσπρωνε μαζικά τμήματα της εν δυνάμει κοινής εκλογικής βάσης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θα ενίσχυε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κοινοβουλευτικό επίπεδο και αυτό θα αντανακλούσε και στο κινηματικό επίπεδο καθώς οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν οι μόνες που μπορούσαν να επαναφέρουν το λαό και την τάξη στο δρόμο, όταν θα τελείωνε η φάση της ταξικής πάλης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και θα έπρεπε η ταξική πάλη να μετατοπιστεί και πάλι στο κίνημα. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για το λαό και την τάξη μετά την προδιαγραφόμενη προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Επίσης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είχε ανταποκριθεί ταυτόχρονα στον ιστορικό της ρόλο και δε θα είχε επιτρέψει την διάσπασή της. Ακόμα και η πιο αριστερίστικη και δεξιά γραμμή δεν θα μπορούσε να αποχωρήσει μπροστά στην κρισιμότητα των καταστάσεων και με την σαφή διευκρίνηση πως πρόκειται για τακτική και όχι για στρατηγική θέση. Ο δεξιός οππορτουνισμός δεν θα είχε αποχωρήσει από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς δε θα έμοιαζε με χρωκοπημένη, ενώ όσοι θα αποχωρούσαν από το ΣΥΡΙΖΑ θα έλκονταν πρώτοι από τον πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, από το πρόγραμμά του και τις πρακτικές του. Δυναμικό του ΚΚΕ το οποίο αναζητούσε μια πιο ευέλικτη τακτική θα είχε προσχωρήσει εξίσου στον αντικαπιταλιστικό πόλο. Γενικά, η εργατική τάξη θα βρισκόταν σε καλύτερες θέσεις παρά την ήττα και όλα τα ενδεχόμενα θα ήταν ξανά ανοιχτά.

Μια τέτοια επαναστατική τακτική θα είχε ως προϋπόθεση και μια άλλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και εδώ οι ευθύνες του αριστερισμού είναι τεράστιες. Οι προσδοκίες του κόσμου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για τη μετατροπή της σε κόμμα “χαρίστηκαν” για να μην υποταχθεί το ΝΑΡ σε ένα πιο “δεξιό” πρόγραμμα. Το ΝΑΡ φοβήθηκε ότι η οργανωμένη πλειοψηφία της ΑΝΤΑΣΥΑ θα ήταν σε θέση να επιβάλει μια πιο σωστή και επαναστατική τακτική, ακριβώς γιατί η οργανωμένη πλειοψηφία του ανεξάρτητου δυναμικού βρισκόταν πιο κοντά στις αναζητήσεις της εργατικής τάξης. Αντι το ΝΑΡ να βγει ηγεμονικά και να ενοποιήσει όλο τον αντικαπιταλιστικό πόλο γύρω από το αναγκαίο πολιτικό σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, απλά συζητούσε για την έλλειψη στρατηγικής συμφωνίας. Για άλλη μια φορά η αριστερίστικη ιδεοληψία για τον ιδεώδη τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε θα διαμορφωθεί το νέο επαναστατικό κόμμα βρέθηκε μακριά από τι ανάγκες της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να φτιάξουμε το νέο κομμουνιστικό κόμμα με τον τρόπο που εμείς πιστεύαμε ότι πρέπει να γινει, αλλά τελικά κανένας δε μας ακολουθεί ή τέλος πάντων είναι πολλοί λίγοι. Η ευκαιρία και η δυνατότητα είχε χαθεί. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά είναι σωστή η προοπτική του νέου κόμματος, αλλά θα πρέπει να συμβαδίζει με κίνηση της τάξης και να μη φτιάξουμε ένα ακόμα επαναστατικό εργατικό κόμμα, χωρίς τάξη και χωρίς επανάσταση, όπως τόσα άλλα κυκλοφορούν.

Στη συνέχεια δόθηκε η ευκαιρία να αναγάγουμε το δημοψήφισμα σε ένα βασικό εργαλείο παρέμβασης και συσπείρωσης γύρω από ένα μέτωπο ενάντια στην ΕΕ. Δυστυχώς, η αριστερίστικη μυωπία του ΝΑΡ διέλυσε και αυτή την προοπτική. Στην πράξη, η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είχε κανένα όπλο και κανένα εργαλείο για να κάνει επαναστατική πολιτική. Δε χρειάζεται να αναλυθεί στα σοβαρά γιατί ένα τέτοιο εργαλείο ήταν σημαντικό. Το αποδεικνύει η ίδια η πραγματικότητα σε όλη την Ευρώπη. Πάντα μιλούσαμε για “εμβάθυνση “ και δεν αναρωτήθηκε κανείς γιατί δεν “το βαθύναμε “. Προφανώς έφταιγε το ότι φοβόμασταν να πούμε "βρώμικα" ενδιάμεσα αλλά συγκεκριμένα πράματα όπως δραχμή κτλ. Ο εχθρός έψαχνε το λόμπι της δραχμής και δεν βράθηκε ένας να πει, εμείς είμαστε το λόμπι της δραχμής. Το λόμπι των καταπιεσμένων. Να μεταθέσει τη συζήτηση όχι στο νόμισμα, αλλά στις διαφορετικές ταξικές σχέσεις που σηματοδοτεί ένα άλλο “κόκκινο νόμισμα “ κάτω από μια άλλη εξουσία.

ΚΓ. Έχουμε όραμα και είναι ο κομμουνισμός

Τι μπορούμε να κάνουμε; Η ελληνική κοινωνία σιγοβράζει. Η μερική σταθερότητα που έχει επιτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επιφανειακή. Αντίθετα, η εργατική τάξη και η εργατική νεολαία γνωρίζει πολύ καλύτερα ότι η ΕΕ και τα αφεντικά είναι οι εχθροί. Γνωρίζει πολύ καλύτερα ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτός ο δρόμος. Το ξέσπασμα που θα έρθει θα είναι πιο βαθύ και πιο δυνατό. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Δε φτάνει να είμαστε μόνο μια μαχητική οργάνωση στο κίνημα ούτε φυσικά ένας “συλλογικός διανοούμενος “ που περιμένει την “κατάλληλη στιγμή “ να βγει στο δρόμο. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα να συνεχίσω να συμμετέχω σε μια οργάνωση οργανωτή του κινήματος και συλλογικού διανοούμενου, αλλά είναι φανερό πως δεν αρκεί αυτό, όχι σε μένα, αλλά στην υπόθεση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και της επαναστατικής χειραφέτησης. Χρειάζεται από το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάτι άλλο. Να πετάξουμε επιτέλους τον αριστερισμό, αυτή τη σάπια γεροντική αρρώστια, και να θεμελιώσουμε τον κομμουνισμό της νέας εποχής.

Άμεσα διόρθωση της πολιτικής μας τακτικής στο ζήτημα της κυβέρνησης. Άμεσα συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος μάχης και κυβέρνησης με άξονα την παραγωγική ανασυγκρότηση και την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής. Ένα πρόγραμμα που θα απαντάει τι θα κάνουμε όταν βγούμε έξω από το Ευρώ, την ΕΕ, διαγράψουμε το χρέος και κοινωνικοποιήσουμε τις τράπεζες. Ένα πρόγραμμα που θα περιγράφει όλες τις δυνατές εναλλακτικές διαδρομές για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας με βάση την υπάρχουσα εμπειρία: ουσιαστικά δύο δρόμοι α) ένας που θα περνάει από το αδύνατο της αριστερής κυβέρνησης και θα οδηγεί στη συγκρότηση δομών λαϊκής εξουσίας και αντικαπιταλιστική ανατροπή, και β) ένας που θα περνάει από την συγκρότηση εναλλακτικής δυαδικής εξουσίας μέσα από την ανάπτυξη του κινήματος και θα οδηγεί στην αντικαπιταλιστική. Η αντικαπιταλιστική αριστερά οφείλει να είναι και με τους δύο δρόμους που ουσιαστικά είναι ο ένας και μοναδικός, ο επαναστατικός δρόμος και η κομμουνιστική χειραφέτηση. Γι ΄αυτό λοιπόν, όχι με τον ανορθολογικό αριστερισμό, ούτε με την ευκαιριακή υποταγή στο ρεφορμισμό, αλλά με λογισμό και μ΄ όνειρο, για τον κομμουνιστικό δρόμο της εποχής μας.

ΚΔ. Κάποιες σκέψεις και προτάσεις

Ταυτόχρονα,

α) σχέδιο οργανωτικής ανασυγκρότησης του ΝΑΡ. Οι ΟΒ πρέπει να γίνουν μικρές, κάτω των 10 ατόμων και να οργανώνονται σε ακτίδες. Να συσκέπτονται υποχρεωτικά δύο φορές το μήνα. Να οργανώνουν τη δράση τους και τον απολογισμό τους. Μία ΟΒ πίσω από κάθε μέτωπο. Επαγγελματικά στελέχη.

β) ανασύνταξη του εργατικού κινήματος με ένα βασικό σύνθημα τις αντεργοδοτικές μάχες. Στόχευση σε πληττόμενα τμήματα της νέας εργατικής βάρδιας. Δεν απαιτούμε από τα μέλη μας πολιτικό κάψιμο απέναντι στην εργοδοσία. Τα εμπιστευόμαστε και μέσα από τις ΟΒ αποφασίζουν να οργανώσουν τη δράση τους με πρόγραμμα. Πραγματικός συντονισμός των πρωτοβάθμιων σωματείων.

γ) οι εργατικές λέσχες ενοποιούνται σε ένα πανελλαδικό φορέα με τίτλο εργατική αλληλεγγύη με στόχο την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική υποστήριξη κάθε απεργίας και κάθε κινήματος.

δ) μετωπική πολιτική με όρους προγραμματικής σύγκλισης και ευελιξία μόνο εφόσον πληρείται η αξιοπιστία. Άνοιγμα σε ΑΡΑΝ και άλλες δυνάμεις της ΛΑΕ και του πρώην ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε αγωνιστές που έχουν απογοητευτεί και αποστρατευτεί.

ε) σχέδιο μετατροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αντικαπιταλιστικό κόμμα, όταν ξαναμαζικοποιηθεί. Εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ρεύμα της κομμουνιστική επαναθεμελίωσης θα συγκροτηθεί ως τάση και θα πιέζει για την ανάδυση είτε μέσα από διάσπαση είτε μέσα από μετασχηματισμό του νέου κομμουνιστικού κόμματος. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να σπάσει σε πιο μικρές και ευέλικτες επιτροπές είτε τοπικού χαρακτήρα είτε εργατικού.

στ) επανακίνηση των δημοτικών κινήσεων πόλης με άνοιγμα σε όλους πρώην συμμάχους που δε συμφωνούν με την επανάληψη του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει με ΛΑΕ ή άλλα κεντρικά πολιτικά σχέδια.

Κώστας Παλούκης, ΟΒ Κέντρου Θεσσαλονίκης, 19 /11/2017

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Θυμίζω πως οι βασικές θέσεις είχαν κατατεθεί στο προηγούμενο συνέδριο. Δεν το σημειώνω για να εμφανιστώ κλασικός “σταλεγάκιας”, αλλά γιατί όντως έχει συμβεί.

[2] Για παράδειγμα, χαρακτηρίζονταν ως “δεξιοί” όσοι υποστήριζαν να φτιαχτεί ένα πλατύ μέτωπο τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κάτι που, σχεδόν με όρους θαύματος, ξαφνικά άλλαξε κάποια στιγμή. Ήταν ειλικρινά πολύ εντυπωσιακή εκείνη η “στροφή” και φυσικά παραμένει δικαιωμένη.

[3] Αυτό ήταν εμφανές από πολύ νωρίτερα, από τον τρόπο που το ΝΑΡ διαχειρίστηκε ζητήματα όπως η κατάσταση στου Ζωγράφου.