Μεθοδολογικές αφετηρίες για τη μελέτη του σύγχρονου ελληνικού καπιταλισμού

Εισηγητική ομιλία του σ. Βασίλη Μηνακάκη, μέλους της ΠΕ του ΝΑΡ, στον 1ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 1ου κύκλου της διημερίδας: "Πλευρές της δράσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα, κρίση και καπιταλιστική ανασυγκρότηση στην εποχή των ευρωμνημονίων"

Φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες,

Είναι, προφανώς, ανέφικτο σε μια σύντομη εισαγωγική τοποθέτηση να καλυφθούν όλες οι πλευρές του θέματος «ελληνικός καπιταλισμός»: οι βασικές θεωρητικές αφετηρίες, τα μεθοδολογικά εργαλεία και συνάμα η σύγχρονη επιστημονική τεκμηρίωση. Έχοντας ως δεδομένο ότι η τρίτη πλευρά, η τεκμηρίωση, θα καλυφθεί κυρίως από τις εισηγήσεις που θα ακολουθήσουν, η αρχική τοποθέτηση θα ήταν χρήσιμο να επικεντρώσει στους θεωρητικούς και μεθοδολογικούς πυλώνες της αντίληψης που κατατίθεται στις Θέσεις.

Το θέμα μας, λοιπόν, είναι ο ελληνικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, ο ελληνικός καπιταλισμός. Από πού πρέπει να αρχίσει η μελέτη του;

Η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο τον όρο καπιταλιστικός κονωνικοοικονομικός σχηματισμός. Το ειδοποιό στοιχείο κάθε τέτοιου σχηματισμού –άρα και του ελληνικού– είναι η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων: της εμπορευματικής παραγωγής, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της ανταγωνιστικής συμβίωσης αστικής και εργατικής τάξης. Άρα, η ανάλυσή του είναι αναγκαίο να ξεκινά από εκεί, να εδράζεται σε αυτή τη θεμελιακή πλευρά. Βεβαίως, κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός δεν μπορεί να σταθεί ως τέτοιος αν, παράλληλα με την κερδοφορία του κεφαλαίου, δεν διασφαλίζεται η πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία του – άρα η μελέτη θα ήταν λειψή αν δεν περιλάμβανε τα ζητήματα του κράτους, της εξουσίας, του πολιτικού συστήματος, των μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης. Επιπλέον, κανένας καπιταλιστικός σχηματισμός δεν υφίσταται ως απομονωμένη νησίδα – συνυπάρχει, συνδέεται, συμμαχεί ή ανταγωνίζεται με άλλους σχηματισμούς, συνδιαμορφώνοντας μαζί τους ένα διεθνές πλέγμα, το οποίο –όπως τα πάντα στον καπιταλισμό– είναι ανισότιμο, βασίζεται στο συσχετισμό δύναμης και συναποτελείται από ηγεμονικούς και μη σχηματισμούς-χώρες. Τέλος, κάθε κοινωνικός σχηματισμός –και ο ελληνικός– είναι συγκεκριμένος, ιδιαίτερος. Έχει δικό του μέγεθος, παραγωγικές δυνατότητες, γεωγραφική –δηλαδή γεωστρατηγική– θέση (με ό,τι σημαίνει αυτό), ιστορία, πολιτισμό, εθνική ταυτότητα, παραδόσεις, συσχετισμό δυνάμεων. Μια ολοκληρωμένη ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού, συνεπώς, οφείλει να περιλάβει όλες αυτές τις πλευρές, στην αναγκαία τους αλληλεπίδραση αλλά και με την αναγκαία ιεράρχηση και την επίσης απαραίτητη δυναμική.

Στη βάση της ανάλυσης, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι οι σχέσεις παραγωγής: η έκταση, το βάθος, η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους. Τι μπορούμε να πούμε επ’ αυτού; Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: ζούμε τα τελευταία χρόνια μια γιγάντια αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, η οποία τείνει να αποκρυσταλλώσει μια νέα πραγματικότητα, αφήνοντας πίσω προκαπιταλιστικές ή πρωτοκαπιταλιστικές επιβιώσεις, στοιχεία απλής εμπορευματικής παραγωγής –τα οποία στην Ελλάδα διατηρούνταν σε αρκετή έκταση–, δεδομένα του μονοπωλιακού-ιμπεριαλιστικού σταδίου, καθώς και πλευρές που έφερναν το στίγμα του εγχώριου συσχετισμού δυνάμεων. Η πραγματικότητα αυτή ενσωματώνει τα θεμελιακά χαρακτηριστικά του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού: την καθολική υπαγωγή των πάντων στο κεφάλαιο, την ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων με παλιούς και νέους τρόπους, τη μετατροπή σε εμπόρευμα κάθε αξίας που μπορεί να μετατραπεί σε ανταλλακτική αξία, την καθολικοποίηση της διευρυμένης εμπορευματικής παραγωγής, την κυριαρχία των πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων – για να μείνουμε μόνο στο οικονομικό πεδίο.

Τα βλέπουμε αυτό παντού. Πρώτα απ’ όλα, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σχέσεων εργασίας-εκμετάλλευσης, τα οποία εναρμονίζονται πλήρως με το πνεύμα των αντεργατικών μεταρρυθμίσεων Μακρόν, του Συμφώνου για το ευρώ –που, παρεμπιπτόντως, αφορά και χώρες χωρίς μνημόνια– ή της παλαιότερης γερμανικής Ατζέντας 2000, πιλότου των αντιδραστικών εργασιακών αλλαγών στην ΕΕ. Το βλέπουμε, επίσης, στην αριθμητική διεύρυνση της μισθωτής εκμετάλλευσης, είτε έχει τυπικά είτε άτυπα χαρακτηριστικά, είτε αφορά συγκεντρωμένη είτε κατακερματισμένη εργατική τάξη, είτε πρόκειται για εργαζόμενους κυρίως του πνεύματος ή κυρίως του χεριού. Το βλέπουμε στη γοργή τάση αντικατάστασης της απλής με τη διευρυμένη εμπορευματική παραγωγή: τα πολυκαταστήματα καταπίνουν τα μικρά εμπορικά, η συγκέντρωση της γης και η συμβολαιακή και εκμηχανισμένη γεωργία κατισχύουν έναντι του μικρού αγροτικού κλήρου, τα πολυτελή καταλύματα και οι all inclusive διακοπές πνίγουν τους μικροϊδιοκτήτες δωματίων, τα διαγνωστικά κέντρα αντικαθιστούν τα συνοικιακά εργαστήρια, οι εταιρείες εκπαραθυρώνουν τους ελευθεροεπαγγελματίες των ταξί και οι μεγάλες μεταφορικές τον κυρ-Μήτσο με το τρίκυκλο ή το φορτηγάκι, οι τεχνικές εταιρείες συντρίβουν τον ελευθεροεπαγγελματία μηχανικό και οι αλυσίδες καφέ παίρνουν τη θέση των παραδοσιακών καφενείων.

Τέσσερα σχόλια στα παραπάνω.

Το πρώτο αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της σχέσης εκμετάλλευσης στην Ελλάδα, είτε αυτά αφορούν τη μορφή και τη διάρκεια της μισθωτής σχέσης είτε το ύψος του μισθού και την ασφάλιση. Θα ήταν λάθος να τα αντιμετωπίσουμε ως χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν σε καθυστερημένη χώρα ή υποβαθμισμένο καπιταλισμό. Τουναντίον, αντιστοιχούν στον μοντέρνο, τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αποτελούν μορφές απόσπασης απόλυτης συχνά υπεραξίας οι οποίες ζευγαρώνουν ιδανικά κι οργανικά σε μια φαινομενικά «παρά φύσει» σχέση με την απόσπαση σχετικής υπεραξίας – ιδίως αν πρόκειται για πολυεθνικές που δρουν και στην Ελλάδα, αλλά όχι μόνο γι’ αυτές. Ακόμα κι αν κάποια από αυτά τα στοιχεία έρχονται από το χτες του ελληνικού καπιταλισμού, σήμερα λειτουργούν αλλιώς, γονιμοποιούνται με την οπισθοδρόμηση που χαρακτηρίζει τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, εντάσσονται στην προσπάθειά του να υπερβεί τη σημερινή κρίση. Το παράδειγμα της Κίνας, με τα άθλια μεροκάματα για μεγάλα τμήματα εργαζομένων αλλά και την παγκόσμια πρωτιά ποσοστιαία στα βιομηχανικά ρομπότ, με το απόλυτα καταπιεστικό καθεστώς –με το οποίο ερωτοτροπούν πολλοί δυτικοί– αλλά και τους αξιοζήλευτους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης κάτι μας λέει επ’ αυτού.

Το δεύτερο σχόλιο αφορά τη βίαιη μετάβαση από την απλή εμπορευματική παραγωγή στη διευρυμένη. Προφανώς δεν μιλάμε για εξαφάνισή της πρώτης, αλλά για δραστική συρρίκνωσή της και βαθύτερη υπαγωγή της –κι εκεί όπου διατηρείται– στη διευρυμένη. Άλλωστε, ποτέ και πουθενά δεν υπάρχει καθαρός καπιταλισμός ή καπιταλιστικός σχηματισμός στον οποίο υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του πλέον προηγμένου και κυρίαρχου καπιταλιστικού σταδίου. Στο προηγούμενο στάδιο, το ιμπεριαλιστικό, ας πούμε, το κεφάλαιο δεν αποτελούνταν μόνο από μονοπώλια και στις παραγωγικές μονάδες οι εργαζόμενοι δεν δούλευαν μόνο στη βάση του τεϊλορισμού. Για τον ελληνικό καπιταλισμό, όπου η ζώνη της απλής εμπορευματικής παραγωγής ήταν ευρεία, η εξέλιξη της παρούσας περιόδου στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί σημαντική τομή «εκσυγχρονισμού» και αποκατάστασης βασικών πλευρών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Τομή στην οποία συναντιούνται και ο ΣΕΒ –που θέλει να «ξεμπερδεύουμε επιτέλους με τους μικρούς»-, και οι πολυεθνικές και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τέλος, τομή με πολλές πλευρές, που δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως προλεταριοποίηση μεσοστρωμάτων ούτε, πολύ περισσότερο, να αντιπαλευτεί από τη σκοπιά του μικροαστικού χτες αυτών των στρωμάτων. Άλλωστε, σε ορισμένες περιπτώσεις η κατίσχυση της διευρυμένης επί της απλής εμπορευματικής παραγωγής οδηγεί κατ’ αρχήν σε καταστροφή τους και όχι σε προλεταριοποίηση, ενώ σε άλλες περνά μέσα από την ασύγκριτα πιο υποτελή θέση του μικροεπαγγελματία προς τον μεγαλοκεφαλαιούχο.

Το τρίτο σχόλιο αφορά τις διαδικασίες εμπέδωσης των χαρακτηριστικών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Δεν είναι τωρινές αυτές οι διεργασίες, δεν δρομολογήθηκαν την τελευταία επταετία κι ούτε βασίζονται μόνο στα μνημόνια, την ΕΕ, το ΔΝΤ. Είχαν με κυριαρχικό τρόπο δρομολογηθεί αρκετά πριν, με ιδιαίτερο τρόπο –όπως, άλλωστε, σε κάθε χώρα–, ο οποίος καθορίστηκε από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού και τους ταξικούς συσχετισμούς. Έτσι, η ιδιαίτερη οξύτητα και η επιμονή της κρίσης στην Ελλάδα απορρέουν όχι από την «καθυστέρηση» και τον «αδύναμο εκσυγχρονισμό» της, αλλά από την καπιταλιστική ανάπτυξη και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται οι γενικές τάσεις της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού με τις ιδιομορφίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Οφείλονται τόσο στη σχετική προώθηση-ενσωμάτωση των αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όσο και στη σχετική υστέρηση να εμπεδωθούν πλήρως και σε βάθος όλοι οι μετασχηματισμοί που τον χαρακτηρίζουν. Αντανακλούν όχι μια «ψωροκώσταινα» που «δεν παράγει τίποτα», αλλά μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία, η οποία κινείται με βάση την εθνική και διεθνική πυξίδα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Το τέταρτο σχόλιο αφορά το ρόλο των μνημονίων. Κοιτώντας τα από απόσταση και με ένα ορισμένο επίπεδο επιστημονικής αφαίρεσης, γίνεται ξεκάθαρη η βασική τους λειτουργία – η βασική, προφανώς όχι η μοναδική. Ποια είναι αυτή; Μαζί και με άλλα μέτρα και εξελίξεις, κυβερνητικά ή επιχειρηματικά, τα μνημόνια αποτελούν την αιχμή του δόρατος σε αυτή τη γιγάντια αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού· αποτελούν μηχανισμό εμβάθυνσης και εδραίωσης της ειδικής μορφής την οποία παίρνουν οι εκμεταλλευτικές σχέσεις στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Δεν σημαίνει αυτή η θέση πως οτιδήποτε γίνεται σήμερα στον ελληνικό καπιταλισμό είναι γραμμένο σε κάποια υποπαράγραφο κάποιου από τα πολυσέλιδα μνημόνια –αν και σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνει κι αυτό– ή ότι εκπορεύεται από κάποια γραφειοκρατικά όργανα της ΕΕ ή του ΔΝΤ. Όχι, δεν γίνεται πάντα έτσι. Τα μνημόνια –όπως και το σύμφωνο για το ευρώ– οριοθετούν ένα πλαίσιο λειτουργίας των νόμων κίνησης του κεφαλαίου, εκείνο που σήμερα προκρίνεται ως στρατηγική για την υπέρβαση της δομικής κρίσης στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Αυτό έχει γίνει σήμερα σαφές και παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ένα από τα πιο βασικά διατυπώνεται στις Θέσεις: δεν υπάρχει αντικαπιταλιστικός αγώνας αν δεν είναι και αντιμνημονιακός, και δεν υπάρχει αντιμνημονιακός αγώνας αν δεν είναι και αντικαπιταλιστικός – με επαναστατική στόχευση και κομμουνιστικό ορίζοντα, θα πρόσθετα.

Ας έρθουμε σε μια άλλη σημαντική πλευρά, η οποία αφορά τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων στον ελληνικό καπιταλισμό και κυρίως τα δύο βασικά αντίπαλα στρατόπεδα.

Πριν προχωρήσουμε στην εξέτασή τους –της αστικής τάξης, επί του παρόντος, γιατί για την εργατική υπάρχει ειδική θεματική ενότητα–, χρειάζεται μία μεθοδολογική διευκρίνιση. Η εργατική τάξη που εγγράφεται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και δίνει τη δυνατότητα στο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στη χώρα να υπεξαιρέσει υπεραξία από τους εργάτες που απασχολεί ή να αποκομίσει μέρος της παραγόμενης αλλού υπεραξίας, δεν αποτελείται μόνο από Έλληνες εργάτες. Αυτό είναι αυτονόητο, και γι’ αυτό θεωρούμε αναπόσπαστο τμήμα της ελλαδικής εργατικής τάξης τους μετανάστες. Κατ’ αντιστοιχία, η αστική τάξη η οποία εγγράφεται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και καρπώνται υπεραξία από την εδώ δραστηριότητά της (παραγωγική ή εμπορική) δεν αποτελείται μόνο από Έλληνες καπιταλιστές, αλλά από όλους τους καπιταλιστές, ανεξαρτήτως χώρας εκκίνησης, οι οποίοι δραστηριοποιούνται ή έχουν συμφέροντα στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, η αστική τάξη της Ελλάδας δεν ταυτίζεται με την ελληνική αστική τάξη, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης την Ελλάδα και δραστηριοποιείται στη χώρα ή αλλού. Συνεπώς, το αστικό κράτος στην Ελλάδα, ως «συλλογικός κεφαλαιοκράτης», συμπυκνώνει και εκφράζει τα συμφέροντα συνολικά του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, όποια κι αν είναι η αφετηρία του, και όχι μόνο τα συμφέροντα του ελληνικού. Απηχεί τις επιλογές τού εν Ελλάδι δρώντος κεφαλαίου (και τον εντός των μερίδων του συσχετισμό) με τρόπο, όμως, που συνυπολογίζει τους εγχώριους συσχετισμούς και πολιτικούς σχηματισμούς, τις παραδόσεις και την ιστορία των ανθρώπων που κατοικούν εδώ. Αν το κατανοήσουμε αυτό, θα αντιληφθούμε γιατί τα μνημόνια αποτελούν όχι έξωθεν επιβαλλόμενη επιλογή, αλλά επιλογή που επιβάλλεται από τις ανάγκες του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται ή έχει συμφέροντα στην Ελλάδα.

Ας δούμε τώρα πιο αναλυτικά το εν Ελλάδι αστικό στρατόπεδο. Η εξελίξεις στο εσωτερικό του θα μπορούσαν να περιγραφούν κωδικά με το τρίπτυχο συγκέντρωση – διεθνοποίηση – αναδιάταξη.

Η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου αναπτύσσεται γοργά ως αποτέλεσμα ενός συνόλου διεργασιών: της «εκκαθαριστικής» λειτουργίας της κρίσης και του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού (που οδηγούν σε καταστροφή τα πιο αδύναμα κεφάλαια) όσο και των δυσβάστακτων φορολογικών, χρηματοδοτικών και ασφαλιστικών κανόνων που έχουν παγιωθεί τα χρόνια των μνημονίων. Ανάλογη επίδραση έχει η διαχείριση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων και η, μέσω αυτής της «διαχείρισης», εξαγορά –συνήθως έναντι πινακίου φακής– παραγωγικών μονάδων οι οποίες έχουν ζωή από πολυεθνικές που αναζητούν ευκαιρίες για να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους ή χετζ φαντς που θέλουν να προσθέσουν στο χαρτοφυλάκιό τους πλάι στον χρηματοπιστωτικό βραχίονα και στοιχεία της λεγόμενης «πραγματικής» οικονομίας. Πάντως, η μικρή και μεσαία αστική τάξη (που απασχολεί έως 4 εργαζόμενους) είναι ακόμα το 74,6% του συνόλου. Βεβαίως, το πραγματικό «ειδικό βάρος» της είναι πολύ μικρότερο (συγκεντρώνει το 28,89% των εργαζομένων), η εξάρτησή του από τα ηγεμονικά τμήματα του κεφαλαίου πολύ μεγαλύτερη (με συνέπεια τη μεταφορά τμήματος υπεραξίας που παράγεται από τη μικρομεσαία αστική τάξη στα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια και επακόλουθο τη μεταβίβαση της εν λόγω απώλειας στην εργατική τάξη) και οι προοπτικές της εξαιρετικά δυσοίωνες.

Ας κάνουμε εδώ μια μικρή παρέκβαση για τον όρο πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια. Είναι ένας όρος με τον οποίο θέλουμε να δηλώσουμε τη νέα ποιότητα στη συγκρότηση, λειτουργία, συγκέντρωση αλλά και διαπλοκή (σε τομείς και χώρες) του κεφαλαίου. Όπως κάθε όρος, έχει όρια και δεν μπορεί να περιγράψει την πολυμορφία των φαινομένων ή την ολότητα των ως άνω κριτηρίων. Αν τον αντιμετωπίζαμε με την αυστηρότητα μαθηματικού, θα έπρεπε κάθε τέτοια εταιρεία να είναι πολυεθνική, να δραστηριοποιείται σε πολλούς κλάδους και, κυρίως, να είναι μονοπώλιο. Αυτό όμως είναι μια τυπική και όχι μαρξιστική ή λενινιστική λογική. Αν ήταν έτσι, ο όρος μονοπώλιο θα έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο για επιχειρήσεις που κυριαρχούν απολύτως στον κλάδο τους και να έχουν εξαφανίσει κάθε ανταγωνιστή. Όσο κι αν διαβάσουμε τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν, πουθενά δεν θα βρούμε αυτή τη λαθεμένη προσέγγιση.

Κλείνουμε εδώ την παρέκβαση, για να συνεχίσουμε με τη δεύτερη από τις τάσεις που επισημάνθηκαν: τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου που «επιχειρεί» στην Ελλάδα. Εδώ διακρίνονται δύο κατευθύνσεις: η αυξανόμενη εξωστρέφεια ελληνικών πολυεθνικών επιχειρήσεων, από τη μια, και, από την άλλη, η αυξανόμενη παρουσία ξένων πολυεθνικών στην Ελλάδα. Ενίοτε αυτές οι διαδικασίες εξελίσσονται αυτοτελώς ή και ανταγωνιστικά. Άλλοτε όμως εξελίσσονται με συμπράξεις των δύο πλευρών, στις οποίες οι ελληνικές εταιρείες έχουν τον ρόλο που υπαγορεύει –αν θέλετε, επιβάλει– ο μεταξύ των κεφαλαίων που συμπράττουν συσχετισμός δύναμης.

Σε ό,τι αφορά την εξωστρεφή δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, προφανώς πρέπει να ξεκινήσουμε από την περίπτωση της ελληνόκτητης ναυτιλίας, η οποία αντιπροσωπεύει το 16,36% του παγκόσμιου στόλου (έχοντας όμως μόνο ένα πολύ μικρό κλάσμα αυτού του στόλου υπό ελληνική σημαία), αλλά και από τη μελέτη του ΣΕΒ, η οποία υποστηρίζει ότι δυνατότητα επιβίωσης έχουν μόνο οι εταιρείες που το 50% του τζίρου ή των κερδών τους προέρχεται από επενδύσεις στο εξωτερικό. Ήδη σε τέτοια επίπεδα –μόνες ή σε συμπράξεις– βρίσκονται ο Τιτάν, η ΦΑΓΕ, η Folli Follie, η Alumil, η Chipita, οι Μύλοι Λούλη, η Kleeman, η Intralot, ο Άκτωρ κ.ά. Βέβαια, είναι άλλο πράγμα αυτό και άλλο η μεταφορά της έδρας –όχι της παραγωγής– για φορολογικούς λόγους (π.χ. στη Βουλγαρία) ή για εξασφάλιση κεφαλαίων (όπως η ΦΑΓΕ στο Λουξεμβούργο ή η Βιοχάλκο στο Βέλγιο). Συνήθως αυτή η διεργασία φωτίζεται λιγότερο από τους προβολείς της δημοσιότητάς σε σχέση με την αντίστροφή της, την εξαγορά ελληνικών δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, η οποία το τελευταίο διάστημα έχει επιταχυνθεί με πρόσχημα άλλοτε τις επενδύσεις και την ανάπτυξη κι άλλοτε την εξασφάλιση πόρων για τη «μαύρη τρύπα» του χρέους. Τα παραδείγματα είναι γνωστά κι αφορούν πλήθος τομέων. Να υπογραμμίσουμε, σε σχέση με αυτή τη διεργασία, ότι συχνά στο επιχειρηματικό σχήμα το οποίο εξαγοράζει την ελληνική επιχείρηση περιλαμβάνεται –με άλλοτε άλλο ρόλο– και ελληνική εταιρεία. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του ΟΠΑΠ, του ΟΛΘ και των 14 περιφερειακών αεροδρομίων. Επιπλέον, να σημειώσουμε, ότι οι τέτοιου τύπου εξαγορές –ιδιωτικοποιήσεις, όταν πρόκειται για δημόσιους οργανισμούς ή χώρους–, πέραν των άλλων συνεπειών (π.χ. ακριβότερες υπηρεσίες), προσθέτουν νέες δυσκολίες στην πάλη των εργαζομένων, οι οποίες σχετίζονται και με την ισχύ του ταξικού αντιπάλου αλλά και με το γεγονός ότι η εν Ελλάδι επένδυσή του συνήθως δεν αποτελεί αποσπασματική επιχειρηματική επιλογή αλλά ψηφίδα ενός ευρύτερου, συχνά πλανητικού, επιχειρηματικού παζλ. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Cosco, για την οποία το λιμάνι του Πειραιά αποτελεί κρίσιμο διαμετακομιστικό κόμβο στον λεγόμενο «νέο δρόμο του μεταξιού».

Όσα ήδη αναφέρθηκαν, σκιαγραφούν ορισμένα χαρακτηριστικά της τρίτης τάσης στο εσωτερικό του κεφαλαίου, της αναδιάταξης. Πρόκειται για τάση πολύμορφη, η οποία αφορά την πυραμίδα του κεφαλαίου, τη σχέση των εθνικής και διεθνικής αφετηρίας κεφαλαίων, το συσχετισμό μεταξύ παραγωγικού, εμπορικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (άρα τη μεταξύ τους κατανομή της υπεραξίας), τους δυναμικά ανερχόμενους ή τους φθίνοντες κλάδους κ.λπ. Ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, βλέπουμε ότι το εμπόριο, ο τουρισμός και η εστίαση, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες, η ενέργεια και η ύδρευση, το αγροτοδιατροφικό και ιατροφαρμακευτικό κύκλωμα και η διαχείριση αποβλήτων είναι κλάδοι που εμφανίζουν έναν σχετικό δυναμισμό στην Ελλάδα. Αντιθέτως συρρίκνωση παρουσιάζουν οι κατασκευές και η μεταποίηση – με εξαίρεση τα πετρελαιοειδή, τα τρόφιμα-ποτά και τη φαρμακευτική βιομηχανία. Σημαντική άνοδο, τέλος, παρουσιάζει ο κλάδος των επιστημονικών τεχνικών δραστηριοτήτων (π.χ. νομικές και λογιστικές εταιρείες, τεχνικά γραφεία μελετών).

Πλησιάζοντας προς το τέλος, είναι νομίζω χρήσιμες ορισμένες κρίσιμες από πολιτική σκοπιά πλευρές. Με άλλα λόγια, είναι χρήσιμο να εκθέσουμε τη λογική των Θέσεων πάνω στα ερωτήματα που αφορούν τους μηχανισμούς επιτροπείας-επιτήρησης, την εξαγορά ελληνικών επιχειρήσεων από πολυεθνικές, τη θέση του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου.

Η άποψη των Θέσεων της ΠΕ για το 4ο Συνέδριο είναι ότι οι μηχανισμοί επιτήρησης-επιτροπείας που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο των μνημονίων έρχονται από το παρόν και το μέλλον του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Άρα δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται με οπτικές οι οποίες και προβληματικές είναι στην ουσία τους και σε άλλες εποχές αντιστοιχούν. Το καθεστώς της επιτροπείας αποτελεί θεσμική συμπύκνωση των συμφερόντων του ιδιόμορφου κοινωνικού-πολιτικού συνασπισμού που προωθεί την ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού αλλά και του συσχετισμού δυνάμεων εντός αυτού του συνασπισμού και όχι κάτι εξωγενές προς τον ελληνικό καπιταλισμό, που του επιβάλλεται από δυνάμεις πέραν αυτού· αποτελεί κοινό εκμεταλλευτικό «τόπο» όλων των κεφαλαίων που αντλούν ή πραγματώνουν υπεραξία στον/από τον ή μέσω και του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και μορφή αποτύπωσης του ηγεμονικού ρόλου κάποιων απ’ αυτά τα κεφάλαια.

Στο πλαίσιο αυτής της συμμαχίας, το δεσπόζον είναι η υφαρπαγή υπεραξίας –αυτό είναι ο ακρογωνιαίος στόχος της επιτροπείας– και το δευτερεύον η ανισόμετρη κατανομή της αντληθείσας υπεραξίας, με τρόπο που δίνει τον πρώτο λόγο στις ηγεμονικές δυνάμεις της συμμαχίας – αυτό είναι ο άλλος στόχος που διασφαλίζει η επιτροπεία. Αυτή η φύση της επιτροπείας ερμηνεύει και τη στάση του ελληνικού κεφαλαίου: δεσπόζον είναι η αποδοχή της (παρότι περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας και τον απόλυτα κυριαρχικό ρόλο του εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού), καθώς ενισχύει την ταξική εκμετάλλευση και κυριαρχία σε βάρος της εργατικής τάξης και διευκολύνει τη διεθνή εξόρμηση των ηγεμονικών μερίδων του στις διεθνείς αγορές. Οι όποιες αστικές φωνές «διαμαρτυρίας» αφορούν όχι την κύρια αλλά τη δευτερεύουσα πλευρά της επιτροπείας, είναι πιο δυνατές στα κατώτερα τμήματα της αστικής τάξης και πάντως δεν έχουν λογική ή στόχους με τους οποίους είναι δυνατόν να βρει «σημεία επαφής» μια ριζοσπαστική-εργατική γραμμή.

Με ανάλογο τρόπο, τίθεται και το θέμα της εξαγοράς ελληνικών επιχειρήσεων από πολυεθνικές – θέμα σύνθετο, όπως προαναφέρθηκε και με γεωπολιτικές διαστάσεις. Πρέπει, όμως, και εδώ να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη μας με στέρεα ταξική αφετηρία. Γιατί άλλα πολιτικά διά ταύτα παράγονται όταν καρδιά της ανάλυσης και της γραμμής είναι το βασικό, η εκμετάλλευση των εργαζομένων, η απόσπαση υπεραξίας –όποιας εθνικότητας κι αν είναι ο κάτοχος των μέσων παραγωγής–, και άλλα όταν αποκτά προτεραιότητα η συχνά αδιαφανής στον σύγχρονο κόσμο εθνική αφετηρία του εκμεταλλευτή, η το εθνόσημο εκείνου που καρπώνεται την αντληθείσα υπεραξία – με λίγα λόγια, όταν, στην πράξη και με πρόσχημα τη σημασία που όντως έχουν οι παράπλευρες διαστάσεις του θέματος, ιεραρχείται πολύ πιο πάνω απ’ ό,τι της πρέπει η μεταξύ των καπιταλιστών κατανομής της υπεραξίας, υποσκελίζοντας την αντιπαράθεση με αυτή καθαυτή την εκμεταλλευτική σχέση η οποία οδηγεί στην παραγωγή και την υπεξαίρεση της υπεραξίας.

Βασίλης Μηνακάκης, μέλος της επιτροπής θεωρίας και της ΠΕ του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, 7/10/2017