Μένει ακόμα πολύς δρόμος

Μένει ακόμα πολύς δρόμος

Έξι ζητήματα και μια συνολική τοποθέτηση

Α. Η στάση απέναντι στο κίνημα, την αριστερά και το ΝΑΡ μετά την εκδήλωση της κρίσης

Οι εξελίξεις στο υπό κρίση αστικό πολιτικό σύστημα, το κίνημα που εμφανίζεται με τις απροσδόκητες ανατάσεις και απρόσμενες υφέσεις, η γρήγορη φθορά των κυβερνήσεων, η άνοδος και η αποδοχή της ως συγκυβερνώσας δύναμης της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η δυναμική νεοναζιστικών μορφωμάτων και η αστική πολιτική ελέγχου τους καθώς και η ενισχυόμενη αλλά αδύναμη ακόμη εμφάνιση αντικαπιταλιστικών εγχειρημάτων και η ακόμη πιο αδύναμη παρουσία εγχειρημάτων κομμουνιστικής αναφοράς και επαναθεμελίωσης, αποτυπώνουν την πραγματικότητα, τις κρίσιμες αντιφάσεις των γενικότερων πολιτικών συσχετισμών τόσο στη χώρα μας όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η αστική πολιτική άντλησης υπεραξίας, αντιδραστικής αναδιοργάνωσης της εργασίας, κατεδάφισης των κοινωνικών κατακτήσεων, εμπορευματοποίησης, των δημόσιων αγαθών, που συνοδεύει την τέταρτη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του καπιταλισμού οδήγησε, στην Ευρώπη των 27, στα 30 εκατομμύρια παραπάνω από το 2007 φτωχούς (έφτασαν τα 115). Στα σαράντα εκατομμύρια φτωχούς αμερικανούς, τα 13 γερμανούς, στο υψηλότερο ποσοστό φτωχών από το 1945 στη Γαλλία. (8,6 εκατομμύρια ή 14% του πληθυσμού). Οδήγησε στο να κατέχουν, 29 εκατομμύρια, μόλις το 0,6% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη, περιουσία αξίας 87,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, (39,3% του παγκόσμιου πλούτου).

Οι ενδείξεις σταδια­κής ανάκαμψης από την κρίση παραμένουν εξαιρετικά πενιχρές. Αυξάνονται για την παγκόσμια πλέον καπιταλιστική και ειδικά για την Ευρωπαϊκή οι­κονομία οι προβλέψεις μακρόχρονης διατήρησης της ύφεσης, ή της σαθρής και αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης με διατήρηση της ανεργίας σε εφιαλτι­κά επίπεδα. Απέναντι σ' αυτή την προοπτική το βασι­κό για τον καπιταλισμό είναι να διαμορφώσει στο άμεσο μέλλον πα­ραγωγικές, κοινωνικοπολιτικές και γεωστρατηγικές προϋποθέσεις για να μπορέσει να κατακτήσει μια νέα και αν εί­ναι δυνατόν μακρά περίοδο δυναμικής ανάπτυξης της κερδοφορίας και διαιώνισης της αναπαραγωγής του. Μια τέτοια όμως προοπτική με βάση τη σημερινή ποιοτική εκτίναξη όλων των θεμελιακών του αντιφάσεων δεν διαφαίνεται. Ο καπιταλισμός και οι κυβερνητικοί διαχειριστές του θα κυνηγήσουν ωστόσο αυτό το καπιταλιστικό όνειρο - εφιάλτη ως το τέλος. Για το σκοπό προωθεί συνολικότερες και αντιδραστικότερες εκδόσεις του ήδη χρεοκοπημένου με την κρίση του 2008 Ρηγκανισμού – Θατσερισμού, ο οποίος αντικατέστησε τον χρεοκοπημένο με την κρίση του 1973 Κεϋνσιανισμό. Δίχως μια νέα γενική θεωρία, αντίστοιχου επιπέδου με αυτό των θεωριών του Κέυνς ή των Χάγιεκ – Φρίντμαν, συνεχίζει την προώθηση της «στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού – νεοσυντηρητισμού» επεκτείνοντας την μέχρι «τα άκρα». Έτσι προβαίνει στην ανασυγκρότηση όλων των κοι­νωνικών και εργασιακών σχέσεων - στο κατακερμα­τισμό πάνω απ’ όλα της εργατι­κής τάξης - στο συνολικό πολιτικό ε­ποικοδόμημα και στις διεθνείς γεωστρατηγικές σχέσεις. Αυτή η πολιτική – στρατηγική ακριβώς γιατί δεν ξεφεύγει από τα όρια που οδήγησαν στην κρίση και τη χρεοκοπία, αναταράσσεται στις αντιφάσεις της: Διαφορετικό και ισχυρότερο αντί μικρότερο κράτος, άρση της «κλασικής» αστικής Δημοκρατίας στην οποία ταυτόχρονα ομνύουν, κατακερματισμός εθνών και κρατών αντί της αρμονικής δήθεν διεθνοποίησης παγκοσμιοποίησης. Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία της συνολικότερης και μακρόχρονης «δομικής κρίσης» της αστικής «στρατηγικής».

Οι υπερσυντηρητικές και απάνθρωπες αναδιαρθρώσεις οι οποίες «ολοκληρώνουν» τις πρώιμες τάσεις, ήδη από τη δεκαετία του 80, του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, εγκυμο­νούν εφιαλτικές καταστροφές για την εργατική τάξη και τους λαούς. Αλλάζουν ριζικά τις καπιταλιστικές κοινωνίες σε τέτοιο βάθος ώστε στο μέλλον, η ιστορία της πάλης των τάξεων, θα μελετά και θα συγκρίνει τις κοινωνίες, πριν την κρίση που ξέσπασε το 2007 - ΄08 και μετά, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την οξύτατη ταξική διαπάλη που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της. Στη χώρα μας και στο πολιτικό επίπεδο, η όξυνση του κοινωνικού προβλήματος, το βάθος και η αντοχή της κρίσης, οι αντιθέσεις και τα αδιαπέραστα όρια του κανιβαλικού συστήματος σε συνδυασμό με το μαζικό κίνημα οδηγούν όχι μόνο σε πρωτόγνωρη συρρίκνωση το ΠΑΣΟΚ, σε δραστική μείωση τη ΝΔ, σε μόνιμη υποχώρηση ρεταλιών της Αριστεράς τύπου ΔΗΜΑΡ, αλλά αναταράσσει πολιτικά και οργανωτικά σύμπασα την Αριστερά, το ΚΚΕ, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΝΑΡ. Στα πρώτα χρόνια της κρίσης και στην πορεία αναζήτησης της αντίστοιχης επαναστατικής πολιτικής και πρακτικής η αντίθε­ση ανάμεσα στα διακηρυγμένα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά του ΝΑΡ, που αναζητούν και απαιτούν μια συνολική προγραμ­ματική φυσιογνωμία και σε εκείνες τις πλευρές του που το καθηλώνουν σε μια συμβατική συμπαράταξη και λειτουργία, με βάση το άγχος της κινηματικής και πολιτικής συ­γκυρίας, της αντικειμενικά ισχυρής επίδρασης του ΣΥΡΙΖΑ, το ατομικοκεντρικό καθοδηγητιλίκι και τους ποικίλους υποκειμενικούς ρυθμούς στη θεωρητική αναζήτη­ση, στην προγραμματική και πολι­τική ομογενοποίηση και στην ενι­αία δράση, οξύνθηκαν στο έπακρο. Τέσσερα μέλη του γραφείου της πολιτικής επιτροπής και της παλιάς πλειοψηφίας, ο συντονιστής της νεολαίας αποχώρησαν μαζί με μερικές δεκάδες μέλη και προτίμησαν άλλες διαδρομές.

Οι πλειοψηφίες αλλά και οι μειοψηφίες όπως εμφανίσθηκαν στο συνέδριο του 2006 δεν υπάρχουν πλέον. Στη σημε­ρινή φάση τυχόν διατή­ρηση της παλιάς κατάστασης του ΝΑΡ και η αντίστοιχη διεκδίκηση της διαχείρισης και της ιδιοκτη­σίας της, ισοδυναμεί με τη βαθύ­τερη εξουδετέρωση της προοπτι­κής του συνολικού εγχειρή­ματος.

Η προσέγγιση επομένως του κινήματος, η τοποθέτηση απέναντι στην Αριστερά, στο ΝΑΡ και το συνέδριο του, η πολιτική αλλά και πολιτιστική συμπεριφορά του ίδιου του ΝΑΡ, των συλλογικών οργάνων και μελών του και του ζωτικού περίγυρου των «ανεξάρτητων κομμουνιστών» που αναμένει, είναι αδύνατον να γίνει με τους πριν την κρίση όρους και πρακτικές. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε το λιγότερο επικίνδυνη και αυθαίρετη παραγνώριση της κρισιμότητας και ιστορικότητας της περιόδου, του μεγέθους των κινδύνων, των δυνατοτήτων και των προκλήσεων. Πολύ περισσότερο μάλιστα αφού η κρίση με τη σημερινή έκφρασή της σταδιακά πρόκειται να «ξεπερα­σθεί» μόνο και μόνο για να «επιστρέψει» με νέες μορφές και με μεγαλύτερη έντα­ση, εξ αιτίας ακριβώς της αδυναμίας του καπιταλισμού να διαμορφώσει μακροπρόθεσμα μια μακρά περίοδο οικονομικής ευφορίας. Θα ωριμάζει επομένως η κορύφωση μιας ιστορικής αναμέτρησης ανοιχτής σε απρόβλεπτες διαφοροποιήσεις και παραλλαγές, που θα περιστρέφονται αμείλικτα γύρω από δύο ενδεχόμενα: είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό που θα εμπεριέχει και υπερβαίνει όλες τις μέχρι τώρα επαναστατικές απόπειρες και νίκες, είτε μια αδύνατον να υπολογισθεί σήμερα καταστροφική πορεία του κοινωνικού ανθρώπου που θα εμπεριέχει και θα υπερβαίνει όλες τις μέχρι τώρα κατα­στροφές και όλες τις ήττες.

Κριτήριο επομένως της στάσης απέναντι στο κίνημα, την Αριστερά, τους ανθρώπους και το ΝΑΡ, δεν μπορεί παρά να είναι η επίγνωση της αναγκαιότητας και η γνώση της κρισιμότητας και δυ­νατότητας για τη συ­γκέντρωση των δυνάμεων του ποιοτικά νέου προ­γράμματος και του επαναστατικού κόμμα­τος. Για την οικοδόμηση, μέσα από μεγάλες α­μοιβαίες προσπάθειες, όχι ενός διάχυτου αλλά ενός αυτοτελούς εργατικού αντικαπιταλιστικού μετώπου του μαζικού κινήματος, όχι άλλου ενός, αλλά του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης του 21ου αιώνα καθώς και του αναγεννώμενου εργατικού κινήματος. Ώστε να ενισχύεται η πάλη για «άμεσες» υλικές, πολιτικές κατακτή­σεις, για μικρές και μεγάλες νίκες - φω­τεινά μονοπάτια στην εμπειρία των εργα­ζομένων. Για να μπορούν να μετατρέπουν τις νίκες αλλά και τις ήττες σε ανώτερη σκέψη και πράξη. Ώστε να ενδυναμώνει, όχι η διάχυτη, αλλά η αυ­τοτελής αντικαπιταλιστική πολιτική γραμ­μή και πάλη σε περιεχόμενο και μορφή, γύ­ρω απ' όλα τα μεγάλα προβλήματα της επι­βίωσης της ελευθερίας και της συνολικής χειραφέτησης. Σε αντιπαράθεση με τα σύγ­χρονα δόγματα, την στρατηγική, τις κυβερ­νήσεις, τους θεσμούς και την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και των μορφών της. Να ευνοείται ο εργατικός πολιτισμός απέναντι στον πολιτισμό της ατομικής ιδιοκτησίας, του θρυμματισμού των ιδεών, της εργατικής πολιτικής και των κοινωνικών ανθρώπων μέσα στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνη­μα. Να γονιμοποιείται η αντικαπιταλιστική πολιτική και να ενισχύεται ταυτόχρονα η άμεση υλι­κή αναγκαιότητα και δυ­νατότητα των λύσεων της επανάστασης προς τον κομμουνισμό στα κρίσιμα πολιτι­κά μέτωπα της σημερινής ιστορικής αναμέ­τρησης.

Β. Οι βασικοί στόχοι του συνεδρίου

Το ΝΑΡ, τρία χρόνια μετά την προκήρυξη με την απόφαση της ΠΕ το Γενάρη του 2010, προχωρά προς το τρίτο «διαφορετικό» συνέδριο του. Η διαφορετικότητα του συνεδρίου έγκειται στο ότι για πρώτη φορά τίθενται με σχετική σαφήνεια τρεις ιεραρχημένοι στόχοι.

Πρώτος: Η συγκρότηση ενός ευρύτερου φορέα μιας νέας κομμουνιστικής στρατηγικής και επαναστατικής αντικαπιταλιστικής τακτικής (ως συμβολή στη δημιουργία, του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου και του αναγεννημένου νέου εργατικού λαϊκού κινήματος). Η ουσιαστική και για το σκοπό αυτό κομμουνιστική μετονομασία του ΝΑΡ ώστε αυτή να συνδέεται με την πολιτική επικαιρότητα του κομμουνιστικού προγράμματος, το στόχο της συγκρότησης του κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, όπως αυτός αναδύεται από τις αντικειμενικές υλικές δυνατότητες, τις ανάγκες και τις τάσεις της ταξικής πάλης στη σύγχρονη εποχή.

Δεύτερος. Η επιδίωξη κατάκτησης «στην πορεία προς το συνέδριο, στο ίδιο το συνέδριο αλλά και κυρίως μετά, ενός κοινού βηματισμού, μιας γονιμότερης και οργανικότερης επικοινωνίας και πρακτικής - ανά πόλη, νομό και χώρο εργασίας - με τις δυνάμεις που στρατεύονται στη σύγχρονη «κομμουνιστική υπόθεση.» Ενός βηματισμού που θα αποκρυσταλλώνεται με πιο ώριμους θεωρητικούς, πολιτικούς και οργανωτικούς όρους στη συγκρότηση ενός ευρύτερου σύγχρονου φορέα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης».

Τρίτος. «…Η ποιοτική ενοποίηση και ανάπτυξη του ΝΑΡ σε οργάνωση της νέας κομμουνιστικής προοπτικής, στη βάση της αναγκαίας ζωογόνου εργατικής δημοκρατικής λειτουργίας, κουλτούρας και πρακτικής, της θεωρητικής ενίσχυσης και αναζήτησης». (Απόφαση ΠΕ Γ 1.2011).

Οι εξαιρετικά δύσκολοι αυτοί στόχοι, ως αντικειμενικά και καθοριστικά αναγκαίοι, δεν μπορεί παρά να βρουν την έμπρακτη υποστήριξη.

Ο δεύτερος στόχος, η επιδίωξη «να συζητήσουμε αυτές τις θέσεις με συγκροτημένο, ανοιχτό και συντροφικό τρόπο και με άλλες δυνάμεις της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής, τόσο στην πορεία προς το Συνέδριο, όσο και μετά από αυτό, ώστε από κοινού να συζητήσουμε, αποφασίσουμε, διαμορφώσουμε έναν σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα», μετατίθεται – και εδώ υπάρχει και ευθύνη του γράφοντος - για μετά το συνέδριο. Η έλλειψη ενός σχεδιασμού για την υλοποίηση της απόφασης της ΠΕ οφείλεται στην κρυμμένη και κληρονομημένη αστική κατά βάθος αντίληψη πως «ένα είναι το κόμμα, μια η πρωτοπορία» και όστις θέλει πίσω μου ελθείν; Είναι η κληρονομημένη απουσία εργατικής Δημοκρατίας, σεβασμού και ανάδειξης της άλλης άποψης και όχι η δαιμονοποίηση της και η συκοφαντία της; Είναι η λογική του μικροϊδιοκτήτη, του μικρομαγαζάτορα, που φωλεύει και στη δυνάμει επαναστατική Αριστερά και οδηγεί – σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη φύση- ακόμη και στο να συνεχίζουν να υπάρχουν απόπειρες παρ’ όλο που ο λόγος γένεσης τους έχει προ πολλού εκλείψει;

Ο τρίτος, «Η ποιοτική ενοποίηση και ανάπτυξη του ΝΑΡ σε οργάνωση της νέας κομμουνιστικής προοπτικής, στη βάση της αναγκαίας ζωογόνου εργατικής δημοκρατικής λειτουργίας, κουλτούρας και πρακτικής, της θεωρητικής ενίσχυσης και αναζήτησης» απέχει ως πραγματικότητα, είναι ζητούμενο.

Ένα αιώνα πριν, κατά τον ιδιόμορφο αγώνα εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας, ο Γκάντι σημείωνε πως «Πρέπει ωστόσο, να είσαι η αλλαγή που θέλεις να έρθει». Το ΝΑΡ, στην κατάσταση που βρίσκεται, όπως είναι και στο σύνολο του, δεν συνθέτει «την αλλαγή που θέλεις να ‘ρθει». Ωστόσο οφείλουμε να αναμετρηθούμε με αυτό το σκοπό, «την αλλαγή που θέλεις να ‘ρθει», ώστε η υπόθεση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης να κερδίσει από το ΝΑΡ το μέγιστο δυνατό.

Γ. Η υπόθεση της περίφημης «σύνδεσης στρατηγικής και τακτικής»

Γ1. Το δύσκολο για όλους μας ζήτημα της σύνδεσης στρατηγικής και τακτικής αποτελεί και το κεντρικό πρόβλημα συνολικά της Αριστεράς και του ΝΑΡ. Η λύση του προϋποθέτει την γνώση και αποδοχή της σχετικής αυτοτέλειας της στρατηγικής και της τακτικής, την αναγνώριση των ορίων που έχει η ενότητά τους, την κατανόηση της δεσπόζουσας αντίθεσής τους. Το ΝΑΡ στο πρώτο του συνέδριο ενέτασσε την επανάσταση, γεγονός που ήταν σοβαρό λάθος, στην τακτική ως άμεσο πολιτικό στόχο της. Μια τέτοια αντιμετώπιση της τακτικής και της σύνδεσής της με τη στρατηγική, εκτρέφει την κούφια επαναστατικολογία, δυσκολεύει τη χάραξη άμεσης πολιτικής αντιμετώπισης της αστικής πολιτικής, αφήνει τεράστιο κενό που καλύπτεται κατά κανόνα από αναρχικές, ημιαναρχικές και συριζομεταρρυθμιστικές πολιτικές. Οδηγεί σε μια νεφελώ­δη κατάσταση αναποτελεσματικής πολιτικής και οργανωτικής εικο­νικότητας που με τη σειρά της εκτρέφει μια υποκριτική ενότητα και αντίστοιχη πολυδιάσπαση, αδιέξοδων η υπόγειων α­νταγωνισμών αστικής κόπιας ανάμεσα σε όσους διαγκωνίζονται μάταια, κούφια και ανέξοδα για το «επαναστατικότερο».

Η αναγκαία αλλαγή της πολιτικής γραμμής σε σωστή, αλλά όχι επαρκή κατεύθυνση, στην αυγή της κρίσης, στο Πανελλαδικό Σώμα του 2008, έδωσε ώθηση στη μετωπική πολιτική του ΝΑΡ.

Στις θέσεις και στην προγραμματική διακήρυξη της ΠΕ γίνεται προσπάθεια, με θετικά στοιχεία, υπέρβασης του προβλήματος. Πλάι όμως στις βασικές τοποθετήσεις, υπάρχουν και διατυ­πώσεις - κατευθύνσεις που αντιμετωπίζουν το ζήτη­μα της επανάστασης όχι ως τον κρίκο ανάμεσα στην τακτική και στρατηγική, ως την άμε­ση στρατηγική επιδίωξη, ως τον πρωταρχι­κό πυρήνα της στρατηγικής για τον κομμουνισμό, αλλά, προκειμένου να βρεθεί συμβιβαστική, λύση ως όλα μαζί. «Η επαναστατική τακτική (Θέση 57) μέσω του αντικαπιταλιστικού περιεχομένου, της ταξικής της ουσίας, των δρόμων και των μέσων επίτευξης, αλλά και του σκοπού της συνδέεται με την αντικαπιταλιστική επανάσταση, η οποία αποτελεί το ανώτατο σημείο της επαναστατικής τακτικής και την αφετηρία της επαναστατικής στρατηγικής, τον κρίκο σύνδεσής τους». Όλα μέσα λοιπόν: και ανώτατο σημείο της τακτικής, άρα μέσα στην τακτική, και κρίκος ανάμεσα στην τακτική και στρατηγική, άρα έξω από την τακτική, και κρίκος σύνδεσης της με τη στρατηγική.

Η σχέση επαναστατικής στρατηγικής - επαναστατικής τακτικής του εργατικού κινήματος είναι ως γνωστό μια διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης με αντικειμενική βάση. Η ενότητα, η σύνδεση ανάμεσα στην επαναστατική στρατηγική και τακτική, καθορίζεται από την αντικειμενική σύνδεση - μη ταύτιση - των σημερινών, αναγκαίων εργατικών στόχων και βασικών συμφερόντων της εργασίας με τα στρατηγικότερα συμφέροντα τους. Η μόνιμη, η δεσπόζουσα αντίθεση ανάμεσα στη στρατηγική και τακτική καθορίζεται από την τάση της εργατικής τάξης να κουρνιάσει στο κατακτηθέν (πράγμα που φοβίζει) και γενικότερα από τους φραγμούς που βάζουν οι θεμελιώδεις νόμοι του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας. Η επαναστατική τακτική εκπροσωπεί σε κατώτερο επίπεδο, τα βασικά συμφέροντα της εργασίας στο σήμερα. Αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο προώθησής τους καθώς και αντικαπιταλιστικής πολιτικής μετατόπισης ευρύτερων δυνάμεων στην κατεύθυνση της επανάστασης.

Αυτή η διαλεκτική σχέση αποτυπώνεται σωστότερα στη θέση 65: «Το πρόγραμμα αυτό στο σύνολο του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την εργατική εξουσία και την κυβέρνησή της που θα προκύψουν από επανάσταση. Σημαντικές πλευρές του επιδιώκεται σταθερά να επιβληθούν στις αστικές κυβερνήσεις από το αναγεννώμενο ταξικά εργατικό και λαϊκό κίνημα…. Οι επιδιωκόμενες νίκες του εργατικού κινήματος και οι ενδεχόμενες ήττες της αστικής πολιτικής θα έχουν πάντα σχετικό, ασταθή, διαφιλονικούμενο χαρακτήρα αφού πραγματοποιούνται, ακόμη, στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας…».

Παρακάτω όμως στη θέση 98 συνυπάρχουν και το σωστό και η άρνηση του. Ορίζονται σωστά οι στόχοι πάλης του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής ως «ένα ευλύγιστο πλαίσιο στόχων… που στη σημερινή φάση αφορούν: Το δικαίωμα του λαού σε μια αξιοβίωτη ζωή ενάντια στην ανεργία, στην εξαθλίωση, στην εργασία–λάστιχο, στην άμεση οικονομική αστική βία (απλήρωτη δουλειά, κατάργηση συμβάσεων, χαράτσια, κεφαλικοί φόροι, δάνεια, φοροληστεία, πλειστηριασμοί, μαυραγοριτισμός κ.λπ.) στην ανοιχτή εμπορευματοποίηση–εξαθλίωση της υγείας, της παιδείας, της πρόνοιας και της ασφάλισης...».

Στη συνέχεια όμως και στην ίδια θέση εμφανίζεται πάλι η «άλλη πλευρά του φεγγαριού». «Για να υλοποιηθούν αυτές οι διεκδικήσεις απαιτείται εκ των πραγμάτων: «…. Η ανατροπή συνολικά της αντιδραστικής πολιτικής και η κατεδάφιση από τα κάτω και από τα αριστερά της κυβέρνησης κάθε αντιλαϊκής κυβέρνησης». Πάει το «Σημαντικές πλευρές επιδιώκεται σταθερά να επιβληθούν στις αστικές κυβερνήσεις από το αναγεννώμενο ταξικά εργατικό και λαϊκό κίνημα». Για να αποσπάσεις σημαντικές νίκες – φωτεινά μονοπάτια και μέτρο του κινήματος – στο μεροκάματο, ή στο χρόνο εργασίας, η στη περίθαλψη και την πρόνοια κ.α. απαιτείται σύμφωνα με τη θέση 98 η ανατροπή συνολικά της αντιδραστικής πολιτικής, η ανατροπή της κυβέρνησης και ταυτόχρονα κάθε ανάλογης κυβέρνησης.» Περιγράφονται μάλιστα ως προϋπόθεση για την απόσπαση των στόχων του μετώπου ρήξης και ανατροπής «…η διαγραφή του χρέους, η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, το διώξιμο του ΔΝΤ, της Τρόικας και κάθε ευρω-γκαουλάιτερ. Το πραγματικό πέρασμα στο Δημόσιο, χωρίς αποζημίωση και επιβάρυνση του λαού και με κοινωνικό–εργατικό έλεγχο, του ενεργειακού και ορυκτού πλούτου, των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας που υπάρχουν ή πρέπει να δημιουργηθούν και των τραπεζών. …..Η κατάκτηση του ακρωτηριασμένου πια δικαιώματος του λαού να αποφασίζει για τις τύχες του. Η απελευθέρωση από τους ντόπιους και ξένους δυνάστες, από το ελληνικό κεφάλαιο, τα πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ..» Αυτό όμως στην ουσία είναι το άμεσο συνολικό πρόγραμμα που σύμφωνα με τη θέση 65: «…στο σύνολο του μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από την εργατική εξουσία και την κυβέρνησή της που θα προκύψουν από επανάσταση». Και έτσι επανεμφανίζεται αυτό που στην πραγματικότητα υπάρχει. Η αντίληψη δηλαδή που τοποθετεί την επανάσταση ως προϋπόθεση της τακτικής με όλες τις προαναφερθείσες συνέπειες για το κίνημα και την Αριστερά.

Πίσω από όλα αυτά, ανομολόγητα, υπάρχει η άποψη πως «…το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να κάνει τις παραχωρήσεις που έκανε σε παλιότερη περίοδο. Τα περιθώρια απόσπασης και επιβολής βασικών κατακτήσεων από την ταξική πάλη είναι περιορισμένα». Κι έτσι οι «σιδερένιοι» νόμοι του καπιταλισμού εμφανίζονται με μυθική δύναμη που οδηγεί θες δε θες στη δικαιολόγηση της πολιτικής ανεπάρκειας του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Στην αναπαραγωγή του μύθου για το «αήττητο του αντίπαλου», την ενίσχυση το περίφημου «Τ.Ι.Ν.Α.» του νεοφιλελευθερισμού (There Is No Alternative - Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση).

Ο υπογράφων καταψηφίζει σταθερά κάθε λογική από όπου (π.χ. ΚΚΕ «η τακτική είναι μέρος της στρατηγικής» δήλωση Αλ. Παπαρήγα, από την ανάποδη ο ΣΥΡΙΖΑ) και όπως, (φανερά η υποδόρια στο ΝΑΡ) ταυτίζει στην ουσία και τελικά την τακτική και στρατηγική. Γιατί περιθωριοποιεί την Αριστερά, δυσκολεύει αφάνταστα και διασπά το εργατικό κίνημα, αφήνει κενό που καλύπτεται από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας.

Δ. το ζήτημα της αυτοκριτικής

Στις 123 θέσεις και τις εξήντα μία σελίδες των θέσεων, αφιερώνεται μια θέση, η 120, ή «δώδεκα, στην κυριολεξία, αράδες», (24 μισές), καταγραφικής, περιγραφικής, αυτοκριτικής. Δεν υπάρχει επί της ουσίας το τι και γιατί αλλάζει σε σχέση με το προηγούμενο συνέδριο. Καμιά ερμηνεία στο γιατί π.χ. «εξακολουθεί να εκφράζεται μια υποτίμηση της στρατηγικής πλευράς, της συνολικής πολιτικής παρέμβασης» κ.α. σε μια οργάνωση μάλιστα που αναφέρεται συνεχώς στην αναγκαιότητα της στρατηγικής και της συνολικής εργατικής πολιτικής. Γιατί «τα μέλη της Πολιτικής Επιτροπής δεν κατάφεραν να συγκροτηθούν σε εργαζόμενο σώμα» στα εφτά ολόκληρα χρόνια. Δεν ερμηνεύεται το γιατί δίπλα στο Μαρξ, το Λένιν, τη Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Τρότσκι, το Μάο, τον Αλτουσέρ, εκδηλώνεται και ενίοτε τοποθετείται σχεδόν αβασάνιστα στο “δικό μας” θεωρητικό οπλοστάσιο ο Ταρίκ Αλί και ο Ζίζεκ χθες, οι Καστοριάδης, Μαρκούζε, Νέγκρι, Φωτόπουλος παλιότερα και ό,τι θεωρία εποχής, μεταβάλλοντας την αναμέτρηση με την κομμουνιστική αναγκαιότητα σε σημαία ευκαιρίας. Σε διαβατήριο μιας ελευθεριακότητας χωρίς την επιστημονική τεκμηρίωση στο έδαφος του ιστορικού υλισμού, τον όποιο μάλιστα, όπως σωστά στα κείμενα αναφέρεται, οφείλουμε να αναπτύσσουμε, σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές κατακτήσεις. Οι απαντήσεις συνεπάγονται ανάλογες επαναστατικές ρήξεις και ανώτερες συνθέσεις σε ένα οργανισμό που είναι ανέτοιμος να υλοποιήσει.

Η Αυτοκριτική και η Κριτική όμως, για ένα επαναστατικό οργανισμό, αποτελούν μέρος της πραγματικότητας και ταυτόχρονα υπέρβασή της αφού συμβάλλουν στην αλλαγή της. Η κριτική και αυτοκριτική περιέπεσαν σε ένα εκφυλισμό στην εποχή της ρωμαϊκού τύπου προσωπολατρίας στα χρεοκοπημένα και εξαφανισθέντα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολής και της Δύσης. Από αυτόν τον εκφυλισμό επιβάλλεται έμπρακτα να ξεφύγει η Αριστερά ώστε όντως η αυτοκριτική «να αποτελέσει το άλλο μισό του προγράμματος» όπως σωστά διακηρύσσεται στην προκήρυξη του συνεδρίου.

Ε. Επιμέρους ζητήματα σε σχέση με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό

Στα κείμενα, το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού επιχειρείται και σωστά να ανακτήσει τη θέση που του αρμόζει στο πρόγραμμα, τη θεωρία και τη φιλολογία του ΝΑΡ. Οι εξελίξεις και οι τομές στο καπιταλιστικό σύστημα και οι μεταβολές της θέ­σης της Ελλάδας σ' αυτό δείχνουν σήμερα πιο καθαρά τα «παλιά λάθη», την ταξική α­νεπάρκεια του «εθνικού αντιιμπεριαλισμού» της «αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής δημο­κρατίας» και από την άλλη την παραλυτική, ανιστόρητη ουσία των θεωριών που αρνούνται την ερ­γατική αντιιμπεριαλιστική πάλη στο όνομα του «αγνού» αντικαπιταλιστικού αγώνα. Κάνουν πιο επιτα­κτική την επαναστατική αναπρο­σαρμογή της πολιτικής του εργατι­κού κινήματος.

Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται με τομές, άλματα και ασυνέχειες μέσα στην εκμεταλλευτική του συνέχεια. Αυτό συνεπάγεται αντίστοιχα άλματα και καινοτόμες προσεγγίσεις και όχι μια γραμμική ανάπτυξη στην χάραξη της πολιτικής της από την Αριστερά.

 Στις θέσεις εκτός της αυστηρότερη παρουσίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, παραμένει η πολιτική αναγκαιότητα σαφούς προσδιορισμού της ποιότητας «εισόδου» ειδικά των βασικών λενινιστικών χαρακτηριστικών του σταδίου του ιμπεριαλισμού στο νέο στάδιο γεγονός που θα διευκόλυνε την κατανόηση της πολιτικής του ΝΑΡ, την ποιότητα της κριτικής από τις οργανώσεις:

1.Το εδαφικό μοίρασμα του κόσμου που αναδιαρθρώθηκε μεταπολεμικά με τη σχετική υπέρβαση της αποικιοκρατίας, της ανοιχτής πολιτικής εθνικής καταπίεσης και κατοχής και την αντικατάστασή της από τις σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας, παίρνει παροξυσμικές μορφές. Έχει ξεκινήσει ένας καινούργιος γύρος και εδαφικού ξαναμοιράσματος του κόσμου με σύγχρονες μορφές νεοαποικιοκρατίας, «υπερτοπικούς» κυρίως ιμπεριαλιστικούς πολέμους στα πλαίσια της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» και της πολιτικής τρομο - εκστρατείας του κεφαλαίου. Νέος γύρος που παρακολουθεί και εντάσσεται στη βασική διαδικασία του ξαναμοιράσματος των αγορών με βάση τα σύγχρονα πλαίσια της κερδοφορίας, των μετασχηματισμών και αναγκών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των σύγχρονων αντιδραστικών δομών, της τάσης ιστορικής εξάντλησης των ορίων της διευρυμένης αναπαραγωγής του.

2. Αναπτύσσεται ποιοτικά η πρωτοκαθεδρία της εξαγωγής κεφαλαίων – δηλαδή σχέσεων καπιταλιστικής εξουσίας - απέναντι στα εμπορεύματα. Επιπλέον ο καπιταλισμός, που γεννήθηκε από το τοκογλυφικό κεφάλαιο, «επιστρέφει» αναγκαστικά στα γεράματά του και πάλι στο σύγχρονο υδροκεφαλικό πλέον τοκογλυφικό κεφάλαιο που αποκτά ποιοτικά ενισχυμένο και δεσπόζοντα ρόλο στην κορυφή της μονοπωλιακής πυραμίδας επιβεβαιώνοντας τη διορατική πρόβλεψη του Λένιν. Οι εξελίξεις αυτές διογκώνουν τις κάθε είδους «φούσκες» διατηρώντας στην ημερήσια διάταξη τον κίνδυνο μεγάλων κραχ. Ενισχύουν τις ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, τις ανισορροπίες της καπιταλιστικής οικονομίας καθώς σημαντικές μερίδες του βιομηχανικού-παραγωγικού κεφαλαίου ασφυκτιούν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Με την ευκαιρία, πρέπει να σταθεροποιηθεί η εκτίμηση για τη θέση του ελληνικού σχηματισμού στο νέο στάδιο. Στη σελίδα δεκαεφτά (17) αναφέρεται και σωστά πως ο ελληνικός καπιταλισμός «έχει ήδη ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό τους βασικούς μετασχηματισμούς του νέου σταδίου». Στην αμέσως επόμενη σελίδα (σελ 18) επισημαίνεται, το ανάποδο και λαθεμένο, πως «τα κύρια στοιχεία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού θα ενσωματωθούν και στην Ελλάδα.. εφόσον υλοποιηθεί η αντιδραστική ανασυγκρότηση του».

ΣΤ. Το ζήτημα του συσχετισμού των δυνάμεων και της δυναμικής τους

Στο κείμενο διαχέεται, με αποτέλεσμα να χάνεται, η γνώση του πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων που είναι προϋπόθεση για τη χάραξη πολιτικής. Ότι δηλαδή:

Η αστική πολιτική παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων αμφισβητείται από ένα πολυδαίδαλο και ενισχυόμενο ρεύμα πολιτικής διεκδίκησης, εύθραυστων ριζοσπαστικών διαφοροποιήσεων. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης των πληττόμενων στρωμάτων, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα που καθυστερεί, δυσκολεύει την αστική πολιτική. Αδυνατεί όμως ακόμη να αναχαιτίζει την ικανότητα του καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση. Η πρωτοβουλία των κινήσεων και η πολιτική υπεροχή εξακολουθεί να αναπτύσσεται περισσότερο προς την πλευρά της υποταγής μέσα στο εργατικό κίνημα, αλλά με πτώση του δυναμισμού των στοιχείων ανάπτυξης του συστήματος και των συντηρητικών μετατοπίσεων. Η αντίστροφη μέτρηση προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ ενισχύεται και αποκτά πιο βαθιά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, ωστόσο κινείται ακόμα με ένα δυναμισμό που δεν της επιτρέπει να μετασχηματίζεται σε αυτοτελή ηγεμονεύουσα δυναμική κοινωνική τάση λόγω της υστέρησης στην ύπαρξη σύγχρονου επαναστατικού κόμματος και αντίστοιχου μετώπου. Στην ουσία διανύουμε μια μεταβατική περίοδο, που οι τάσεις της εργατικής χειραφέτησης αναζητούν ανολοκλήρωτα ένα νέο, αυτοτελή, αποφασιστικό ρόλο στο περιεχόμενο και την προοπτική των ταξικών αντιπαραθέσεων. Το νέο ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης δεν είναι η - προϋπάρχουσα εξάλλου - αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι η αργή έστω στροφή, που η τάση εργατικής χειραφέτησης πραγματοποιεί για μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.

Μένει ακόμα πολύς δρόμος

Η ίδια η κρίση και η κανιβαλική αστική πολιτική που τη συνοδεύει «σπρώχνει» την εργατική τάξη στο πρόβλημα της οικονομίας, στο κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή στο ζήτημα της εκμετάλλευσης, στο ποιος, ποιον και για ποιο σκοπό, δηλαδή στην καρδιά της εργατικής ή μη πολιτικής. Με όλους τους φόβους, τις αυταπάτες, τις μάταιες ελπίδες ανάθεσης της λύσης ακόμη και σε κόκκινους φωστήρες. Αλλά και την επίγνωση κατά βάθος πως μόνο η ίδια, ο εργαζόμενος Λαός με τις από αυτόν ελεγχόμενες πρωτοπορίες μπορεί να οδηγήσουν τα πράγματα αλλιώς και αλλού. Θέτει επομένως στη συζήτηση, το ζήτημα του χαρακτήρα της ανατροπής και των άμεσων αντικαπιταλιστικών αιτημάτων, της εργατικής εξουσίας, της αριστερής κυβέρνησης, και της σχέσης μεταξύ τους. Ιστορικά, σε ανάλογες κρίσεις, όταν η Αριστερά άφοβα διείσδυσε στις κοινωνικές εξελίξεις και τολμηρά επαναδιατύπωσε καινοτόμα εργατικά προγράμματα (1873-1895) ενέπνευσε, γονιμοποίησε και προσανατόλισε το κίνημα. Αντίθετα, όταν κούρνιαζε στο "προϋπάρχον" (κρίση του 29-33) το κίνημα και οι Λαοί το πλήρωσαν και χρειάστηκαν αμέτρητος κόπος και αναρίθμητες θυσίες για να βγουν από το βυθό.

Το πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς του νέου αιώνα, η σύγχρονη κομμουνιστική εργατική πολιτική, φαντάζει πως γράφεται - και γράφεται - από επαναστάτες οργανικούς διανοούμενους. Πρωτίστως όμως «γράφεται» καθημερινά, από τις αναρίθμητες συνειδήσεις και συλλογικές δράσεις των αγωνιστών κάθε ηλικίας και χρώματος, εδώ, στα πεδία των κοινωνικών αναμετρήσεων και τολμηρών αναζητήσεων για την απόκρουση της σύγχρονης καπιταλιστικής φρίκης.

Τα δύο κείμενα της απερχόμενης Πολιτικής Επιτροπής, η Πρόταση Διακήρυξης και οι Θέσεις, επιχειρούν να σταθούν με σταθερότητα πάνω στο ρόλο της εργατικής τάξης ως υποκείμενο της επανάστασης. Επιχειρούν να διεισδύσουν στη γνώση της εποχής για να μην είναι το πρόγραμμα «φτερό στον άνεμο». Να βαθύνουν στην εκτίμηση του χαρακτήρα της κρίσης θέτοντας το θεμελιώδες ερώτημα της διαφοράς αυτής της κρίσης από ανάλογες. Επιχειρούν την απάντηση και την εξ αυτής συνεπαγόμενη πολιτική. Τοποθετούν το ζήτημα της ιστορίας γενικά ως μέρος του προγράμματος και από τη σκοπιά ενός απελευθερωτικού εργατικού κινήματος. Αναμετρώνται με το ζήτημα του κομμουνισμού. Αναδεικνύουν και επανατοποθετούν το μαρξικό ζήτημα της διαρκούς επανάστασης, των ενδιάμεσων αλμάτων και σταδίων της, του περιεχομένου της και των μέσων προώθηση της, στη διάκριση και τη σχέση μεταξύ τους. Εκτιμούν πως ένα ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό εργατικό - λαϊκό ρεύμα σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς μπορεί και πρέπει να υπάρξει. Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, με ιδιαίτερο αλλά και διακριτό βάρος τόσο στην κριτική αλλά και στην υποστήριξη, τα κείμενα βρίσκουν την κριτική μου αποδοχή. Με επίγνωση πάνω από όλα πως μένει ακόμα πολύς δρόμος ώσπου να απαντηθεί με σχετική πληρότητα και βεβαιότητα το ερώτημα: «Στη θεωρία μας η μια φράση δένεται με την άλλη, ποια όμως ταιριάζει στην περίσταση; Συχνά δεν λείπει η σωστή γραμμή, αλλά η μία γραμμή» (Μπρεχτ).

Αναγνωστάκης Αλέξανδρος, Οργάνωση Πάτρας ΝΑΡ