Κράτος-Εξουσία-Κυβέρνηση-Αριστερά

Ομιλία του Αλέκου Αναγνωστάκη, μέλους της Π.Ε. και της επιτροπής θεωρίας, στην εκδήλωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, 15/11

Θέμα: ΚΡΑΤΟΣ – ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ – ΕΞΟΥΣΙΑ και ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Αγαπητοί Σύντροφοι και Συντρόφισσες

Στο νέο αιώνα ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, η ιστορικής σημασίας κρίση του και η κανιβαλική αστική πολιτική που τη συνοδεύει, πολυθρυματίζουν τις σταθερές του περασμένου αιώνα της εποχής του φορντικού εργοστασίου και του κεϋνσιανικού συμβιβασμού:

την οικογένεια, τη σταθερή πατρίδα, τη σταθερή δουλειά, τη σταθερή κοινωνική ασφάλιση, τη συλλογική δράση και τα αντίστοιχα συλλογικά όργανα.

Η τάση είναι να δημιουργεί ρευστά, μοναχικά υποκείμενα που θα ζουν σε διαρκή αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Αυτή η κοινωνική παθολογία της νέας εποχής του γερασμένου καπιταλισμού αποτελεί βάση για την ανάπτυξη του ατομισμού και του αναρχισμού. Αποτελεί τη μήτρα για την επανεμφάνιση ή και την αγωνιώδη αγκίστρωση σε εθνικές ή φυλετικές ταυτότητες. Η τάση αυτή οδηγεί σε κρίση την παραδοσιακή μεταρρυθμιστική στρατηγική του ρεφορμιστικού κόμματος- συνδικάτου. Μοιραία επιδρά στο εργατικό κίνημα και τις πρωτοπορίες του.

Δημιουργεί νέες απαιτήσεις για όσους αγωνίζονται στα πεδία της θεωρίας και της πολιτικής για την ανάπτυξη του μαρξιστικής θεωρίας και την επαναθεμελίωση της πολιτικής και των φορέων της. Με σταθερή επιδίωξη τις επαναστάσεις και το νέο κομμουνσιμό στο σημερινό αιώνα του αμύθητου πλούτου και της ανείπωτης φτώχειας, της έκρηξης της επιστήμης και της ορμητικής αναβίωσης του ανορθολογισμού.

Ωστόσο, ο σημερινός ολοκληρωτικός καπιταλισμός της γενικής διάνοιας εξωθεί την εργατική τάξη παράλληλα και σε μια «φυγή προς τα εμπρός»:

Από το πεδίο του ειδικευμένου φορντικού εργάτη σε εκείνο του κοινωνικού, σωματικού και πνευματικού εργάτη,

  • στην ευρύτερη σφαίρα της γενικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου,
  • από το επιχειρησιακό και κλαδικό συμφέρον, στο γενικό κοινωνικό συμφέρον,
  • από το εργοστάσιο, στην «πλατεία» στο επίπεδο του γενικού πολιτικού αγώνα.
  • Τον εξωθεί στην πολιτική, με την πιο βαθειά, εργατική έννοια.

Το άλμα αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς την πολιτική διαμεσολάβηση του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου και του πολιτικού προγράμματός του.

Ενός προγράμματος που δεν θα λέει στον κόσμο μόνο πως θα περνάει στη σκόλη, στον κομμουνισμό, αλλά και πως θα τη βγάζει τις Δευτέρες, στο σκληρό παρόν. Ενός προγράμματος κοινωνικά αναγκαίων και πολιτικά διαφιλονικούμενων, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, απαιτήσεων με τη γενική φιλοσοφία που διαπνέουν το «Η καταστροφή που μας απειλεί…» του Λένιν και το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» του Τρότσκι.

Ένα συνεκτικό πρόγραμμα αναγκαίων στόχων που από μόνοι τους, ένας- ένας, δεν προϋποθέτουν την κατάργηση του καπιταλισμού, ωστόσο στο σύνολό τους, στη συγκεκριμένη συγκυρία, αποτελούν τους κρίκους που οδηγούν στην αποφασιστική αναμέτρηση μαζί του.

Με γνώση πως οι εργατικές λαϊκές μάζες δεν επιλέγουν την επανάσταση για την επανάσταση, ορμώμενες από απελευθερωτικό ιδεαλισμό, όπως ορισμένοι ρομαντικοί διανοούμενοι.

Σε ομαλές εποχές, οι μάζες επιλέγουν τη γραμμή της ελάχιστης αντίστασης, που τους υπόσχεται το πιο εύκολο, μικρό κέρδος ή την ελάχιστη ζημιά.

Οι σύγχρονοι κολασμένοι θα επιλέξουν την επανάσταση όταν θα έχουν εξαντλήσει τα αποθέματα υπομονής, θυσιών, αυταπατών και εύκολων λύσεων, όταν δηλαδή δεν τους απομένει άλλος δρόμος.

Συνήθως τότε καταρρέει η επί μακρόν εδραιωμένη κοινωνική τάξη, απονομιμοποιούνται στη συνείδηση των λαϊκών δυνάμεων μαζών οι κυρίαρχες δυνάμεις και οι εφεδρείες τους.

Η γένεση μιας τέτοιας συγκλονιστικής πολυπαραγωντικής κατάστασης προϋποθέτει ένα καθαρτήριο σοκ που μπορεί να προέλθει από μια σειρά παραγόντων, από πολεμικές ήττες, οικονομικές καταστροφές.

Αυτές οι εξαιρετικές στιγμές, που επωάζονταν αθόρυβα για πολύ, προκαλούν την αποδόμηση του αστικού ηγεμονικού μπλοκ. Οδηγούν σε μια καθολική «εθνική κρίση» και θέτουν ανοιχτά, μπροστά σε όλη την κοινωνία, την πιεστική ανάγκη μιας ριζικής αλλαγής, καθιστώντας δυνατά τα μέχρι χθες αδιανόητα.Τότε οδηγούμαστε σε μια δραματική σύγκρουση «των άκρων», ανοιχτή στο καλύτερο και στο χειρότερο: Από τον σε κάποιου είδους απολυταρχισμό, βοναπαρτισμό ή φασισμό, μέχρι την αντικαπιταλιστική επανάσταση.

Η προσπάθειά μας και η προσωπική στράτευση σκοπό έχει, στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, να εκφράζει τα σταθερά εργατολαϊκά συμφέροντα και δικαιώματα μέσα στην καλλιεργούμενη νεοσυντηρητική ρευστότητα, το καθολικό μέσα στο ιδιαίτερο, τη συνέχεια και την ποιοτική εξέλιξη της κοινωνικής απελευθέρωσης μέσα στην ασυνέχεια και τις προσωρινές οπισθοχωρήσεις, τις καλλίτερες στιγμές του παρελθόντος και το επιθυμητό μέλλον μέσα στο παρόν, την ελευθερία μέσα στη σκληρή αναγκαιότητα, την ουσία της κομμουνιστικής θετικότητας μέσα στην αντικαπιταλιστική αρνητικότητα. Φιλοδοξούμε υπό αυτό το πρίσμα, να είμαστε ο ενεργός παράγοντας που δρα σταθερά και μόνιμα στρατηγικά, επαναστατικά. Δίχως αυτό να σημαίνει ότι ευτελίζουμε την ιστορική αναγκαιότητα της επανάστασης ανάγοντας την σε άμεση πολιτική παντός καιρού.

Η κρίση που διανύουμε σήμερα δημιουργεί δυνατότητες στις αναπτυγμένες χώρες για να τραβηχτούν στον πολιτικό αγώνα για μεγάλες συγκρούσεις, ακόμη και εξεγέρσεις πολύ ευρύτερες μάζες από ό,τι είχαμε συνηθίσει τις προηγούμενες δεκαετίες- όπως έδειξε το 2012. Ακόμη όμως και τότε θα χρειαστεί μια περίοδος για την αφομοίωση από το σύγχρονα εργατοδημοκρατικό κίνημα των μαθημάτων από τις νίκες και τις ήττες που θα συσσωρευτούν για να τεθεί το θέμα της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη της πράξης και όχι μόνο της από άμβωνος προπαγάνδιση της.

Η συγκέντρωση και η ωρίμανση των δυνάμεων που θα οικοδομήσουν το νέο, μαζικό κομμουνιστικό κόμμα περνάει μέσα από την πρωτοπόρα συμμετοχή τους σε αυτό το ευρύτερο «εργατοδημοκρατικό» κίνημα, στην καθοριστική σύγκρουση που γεννάει αντικειμενικά η κυρίαρχη αντίθεση της κάθε φορά συγκεκριμένης ιστορικής φάσης:

Π.χ. στην εποχή του Μαρξ στις λαϊκές, δημοκρατικές επαναστάσεις απέναντι στην απολυταρχία της Ιεράς Συμμαχίας, ή στο διεθνιστικό, αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο την εποχή του Λένιν κλπ.

Σήμερα, στην εποχή της δομικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η σύγκρουση που θα καθορίσει για απροσδιόριστα μεγάλο διάστημα την κατεύθυνση της κοινωνικής εξέλιξης είναι ανάμεσα στην τάση για μια βάρβαρη εκθεμελίωση των πιο θεμελιωδών εργατικών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων ενός νέου τύπου απολυταρχισμού και στην τάση για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, για την αντιμετώπιση της κρίσης σε βάρος του κεφαλαίου, προς όφελος των άμεσων και μακροπρόθεσμων εργατικών συμφερόντων.

Εκεί και θα συγκροτούνται οι κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, το κόμμα, το μέτωπο, το κίνημα, στη διαλεκτική τους σχέση.

Η οικοδόμηση δηλαδή του πρωτοπόρου κόμματος - υπ΄ αριθμόν ένα καθήκον και βασικός λόγος ύπαρξής μας - δεν είναι υπόθεση «προτάγματος» έξω από τον ιστορικό χρόνο. Απαιτεί μακρόχρονη και συχνά άχαρη δουλειά δημιουργίας δεσμών με τις εργατικές μάζες, συμμετοχής στους μικρούς και μεγάλους αγώνες, θεωρητική προετοιμασία.

Απαιτεί δηλαδή μια κοπιώδη συλλογική και προσωπική στράτευση σε μια προσπάθεια που μπορεί να καρποφορήσει μόνο σε συνθήκες ιδιαίτερης κοινωνικής δυναμικής, γέννημα των προηγούμενων δράσεων των κινητήριων δυνάμεων του εργατικού κινήματος.

Ας θυμηθούμε:

η Ένωση των Κομμουνιστών και η Πρώτη Διεθνής δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πριν την κρίση του 1847 και την επανάσταση του 1848, το μπολσεβίκο κόμμα πριν από τη Μεγάλη Ύφεση του τέλους του 19ου αιώνα και τη γενική κρίση του τσαρισμού, η Γ’ Διεθνής πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το επαναστατικό κύμα που πυροδότησε κ.ο.κ.

Σήμερα μετά από μια μεγάλη περίοδο ενσωμάτωσης, αποθάρρυνσης, πολυδιάσπασης, η ιστορική κρίση του καπιταλισμού θέτει το ζήτημα της δημιουργίας νέων, μαζικών κομμουνιστικών κομμάτων επί τάπητος.

Ωστόσο, οι ενεργές γενιές του κινήματος, οι πρωτοπορίες και οι ηγεσίες τους, δεν έχουμε δοκιμαστεί σε μεγάλες συγκρούσεις, ούτε έχουμε την απαραίτητη θεωρητική και προγραμματική προετοιμασία για τη νέα εποχή.

Επομένως, η οικοδόμηση του επαναστατικού κόμματος θα είναι σχετικά μακρά διαδικασία διασπάσεων, συνενώσεων και υπερβάσεων, με τη συμμετοχή επαναστατικών τάσεων αρκετών κομμάτων, οργανώσεων και ρευμάτων. Το ΝΑΡ αποτελεί μεταβατική οργάνωση, που επιχειρεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση.

Εμείς είμαστε επομένως μέλη ενός επαναστατικού κόμματος που δεν υπάρχει ακόμα αλλά δρούμε για τη δημιουργία του, ενός μετώπου που θέλουμε να συγκροτηθεί αναπτύσσοντας ότι αξιόλογο έχουμε κατακτήσει όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενός εργατικού κινήματος που επιδιώκουμε την ταξική αναγέννηση του, εδώ και σήμερα, στο καμίνι των υπαρκτών αναμετρήσεων και τολμηρών αναζητήσεων.

Η προσπάθεια συνδέεται και θα συνδέεται με σχέση συστράτευσης και αναμέτρησης για την ηγεμονία ανάμεσα στις αναδυόμενες επαναστατικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, τις αυθόρμητες και μισο αντικαπιταλιστικές τάσεις και τις δυνάμεις του αναζωπυρούμενου, στις συνθήκες της κρίσης και των μνημονίων, μαχητικού ρεφορμισμού.

Εννοώ, ανάμεσα στα ρεύματα της επανάστασης με κομμουνιστικό ορίζοντα και σε αυτά που δεν πιστεύουν στην κομμουνιστική προοπτική, αλλά είναι πρόθυμα να παλέψουν πραγματικά για την αντιμετώπιση της κρίσης σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργασίας, με μια πολύμορφη πολιτική ανεξαρτησίας και αντιπαλότητας απέναντι στα αστικά κόμματα, το κράτος και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Από την έκβαση αυτής της αναμέτρησης θα κριθεί όχι μόνο η υποβάθμιση ή μη του βιοτικού επιπέδου των μαζών, αλλά και η ίδια η υπόσταση της εργατικής τάξης και του πολιτισμού της.

Η απειλή να εκπέσει η εργατική τάξη σε ασπόνδυλη «μάζα», σε μια υδραργυρική κατάσταση πολυκατακερματισμού και εξατομίκευσης, σε έναν διαρκή, ενδοταξικό εμφύλιο πόλεμο όλων εναντίον όλων με έπαθλο την εξαθλίωση, είναι ορατή και ανάλογη, στην ιστορική της κλίμακα, με εκείνη του φασισμού- ναζισμού.

Συναγωνιστές και συναγωνίστριες

Η πολιτική εξουσία στις ταξικές κοινωνίες είναι η ικανότητα, η αποκτημένη και οργανωμένη δυνατότητα και τα μέσα προώθησης και επιβολής των αναγκών, των συμφερόντων, της θέλησης γενικότερα, κατά συνέπεια της κυριαρχίας, μιας τάξης σε άλλη.

Η πολιτική εξουσία του κεφαλαίου συγκροτείται πρωτίστως από το κράτος δια των μηχανισμών του (τους κατασταλτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, ιδεολογικούς) το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση καθώς και από μη άμεσα κρατικούς μηχανισμούς και κρίκους της πολιτικής εξουσίας: Πολιτικά κόμματα, ιδιωτικά ΜΜΕ, Εκκλησία, οργανώσεις των κεφαλαιοκρατών (ΣΕΒ, ΙΟΒΕ), αντιδραστικά συνδικάτα, φυλοσυστημικές οργανώσεις και σύλλογοι, παραστρατιωτικές δυνάμεις και παρακρατικές οργανώσεις, διαπλεκώμενς οργανώσεις των καπιταλιστών.

Η διαμόρφωση και επιβολή της εξουσίας – κυριαρχίας οδηγεί στη γενίκευση και εξιδανίκευση των συμφερόντων του εξουσιάζοντος στα οποία προσδίδεται πανκοινωνική ισχύς και νομική υπόσταση.

Η πολιτική εξουσία – κυριαρχία έχει εσωτερικό στοιχείο τη βία και τον καταναγκασμό που αποκτούν ανοιχτή μορφή όταν και όπου αυτό είναι αναγκαίο για τη διατήρηση της σχέσης κυριαρχίας.

Ειδική πλευρά που προστίθεται στη συλλογιστική αντιμετώπισης του ζητήματος κυβέρνησης, εξουσία και Αριστερά αποτελεί η εξέλιξη του σύγχρονου κράτους.

Το κράτος του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν είναι απλώς ένα ευέλικτο στρατηγείο, ούτε απλώς η εκλεγόμενη κυβέρνηση, όπως φαντασιώνονται αντίστοιχα ο νεοφιλελευθερισμός και ο σοσιαλρεφορμισμός.

Το καπιταλιστικό κράτος δεν υπηρετεί γενικά τις τάξεις και μάλιστα ανάλογα με τη δύναμη και την επιρροή τους (Τολιάτι, Πουλαντζάς) σε αυτό.

Δεν αποτελεί δηλαδή κράτος – σχέση αλλά είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, πιστός υπηρέτης του κεφαλαίου και ιδίως των ηγετικών μερίδων του.

Είναι το ξεχωριστό, βασικό και καθοριστικό κέντρο εξουσίας και δράσης και όχι ένα από τα πολλά ισότιμα κέντρα δράσης και εξουσίας σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα θεωρία των συστημάτων.

Το κράτος ως γνωστόν έχει ημερομηνία γένεσης. Είναι γέννημα μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις η οποία για να διατηρήσει και αναπαράγει τη δομή της χρειάζεται μια δύναμη που κατ’ επίφαση θα στέκει πέρα και πάνω από την κοινωνία.

Η σχέση του κράτους με την κοινωνία είναι επομένως καταρχήν σχέση κυοφορούσας – κυοφορούμενου. Με τη γένεση του, δεν διχάζει αλλά διπλασιάζει την κοινωνία σε κράτος ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας και αναπόσπαστομέρος της και στηκοινωνία στα πλαίσια μιας νέας δημιουργούμενης ολότητας.

Το αστικό κράτος ειδικά αρχίζει στα τέλη του 17ου αιώνα, μετά τον Κρόμβελ στην Αγγλία. Οδηγείται σε μια πρώτη ολοκλήρωση με τη συντριβή της κομμούνας και την εδραίωση του αστικού κράτους.

Όταν μιλάμε για κράτος ο λόγος γίνεται επομένως για ένα ειδικό σύνολο μηχανισμών, θεσμών και δραστηριοτήτων, μια σχετικά αυτόνομη ολότητα που δεν μορφοποιεί μόνο το διπλασιασμό της κοινωνίας σε κρατική σφαίρα και κοινωνία αλλά και μετατρέπει την κυριαρχία μιας τάξης σε γενική βούληση, τη νομιμοποιεί.

Εξασφαλίζει τη συγκατάθεση σε αυτήν χάριν των μηχανισμών που διαθέτει.

Το αστικό κράτος παίρνει υπόψη του την ταξική πάλη και αν χρειαστεί αυτονομείται σχετικά από την τάξη που εκπροσωπεί προκειμένου να εξασφαλίσει τα μακροχρόνια συμφέροντα της. «Όταν εγώ λέω πως πρέπει να κάνουμε ιδιωτικοποιήσεις δε σημαίνει πως τότε, το 75 – 78, που κάναμε κρατικοποιήσεις ήμασταν εκτός των ιδεολογικών μας αρχών. Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ήταν τέτοιες που οι κρατικοποιήσεις δεν μπορούσαν παρά να γίνουν… Σήμερα όμως που είναι εντελώς διαφορετικά τα κοινωνικά δεδομένα η έμφαση πρέπει να δοθεί στο λιγότερο κράτος …» λέει στον Ελεύθερο Τύπο (18.4.85) ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος. Γι αυτό εξάλλου και οι ριζοσπάστες φιλελεύθεροι της ΝΔ την περίοδο 1974- 78 προωθούσαν σαν ιστορική αναγκαιότητα, σε αντίθεση με τους νέοσυντηρητικούς τη μικτή οικονομία που συνδύαζε τα πλεονεκτήματα της κρατικής παρέμβασης και των εθνικοποιήσεων με την ιδιωτική πρωτοβουλία για τη δημιουργία του λεγόμενου κράτους δικαίου των ριζοσπαστών φιλελεύθερωνως δήθεν ουδέτερου κράτους.

Ο λόγος επομένως γίνεται για ένα κράτος δημόσιας βίας και εξουσίας που χρησιμοποιεί τον καταναγκασμό.

Επομένως το κράτος δεν αποτελεί απλά μια συμπυκνωμένη απεικόνιση της κοινωνίας, ή το συντονιστή των θεσμών και της πολιτικής, ιδέες που κατατέθηκαν για να υποστηρίξουν την ουδετερότητα τάχα του κράτους.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το κράτος δεν είναι «η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων», ή «η δομή συμπύκνωσης των αντιθέσεων μιας κοινωνίας» όπως το προσδιορίζει ο Πουλαντζάς στο «Συζήτηση για το κράτος».

Δεν είναι απλά ένα κράτος – όπλο όπως σημειώνει ο Λούκατς ή εργαλείο εκμετάλλευσης όπως τόνιζε ο φιλόσοφος της δυόμιση διεθνούς Μ. Άντλερ.

Δεν είναι μόνο ένα εργαλείο στα χέρια της κυρίαρχης τάξης όπως πρέσβευε η αυστριακή μαρξιστική σχολή (Otto Bauer etc), ή η σοσιαλδημοκρατία ως τη δεκαετία του 60 καθώς και τμήματα της τρίτης διεθνούς.

Το κράτος είναι όχι απλό εργαλείο αλλά όπως σημειώνει στο λόγο του στο πανεπιστήμιο του Σβερτλόφ ο Λένιν τον Ιούλη του 1919 είναι μια ολόκληρη «μηχανή καταναγκασμού και βίας» της κυρίαρχης τάξης σε βάρος των κυριαρχούμενων.

Η πρακτική και η ιστορία αποκαλύπτει πως με τη θεωρία του κράτους-εργαλείου η σοσιαλδημοκρατία επιχειρούσε να στηρίξει την άποψη πως μια απλή εναλλαγή του ιδιοκτήτη αυτού του εργαλείου, δίχως την αντικατάσταση του αστικού κράτους και το τσάκισμα του, θα μπορούσε να το μετατρέψει και αξιοποιήσει σαν μέσο σοσιαλιστικών αλλαγών.

Εισήγαγε έτσι από το παράθυρο τη θεωρία της ουδετερότητας του κράτους.

Τα τμήματα της τρίτης διεθνούς, με τη θεωρία του κράτους εργαλείου – θέση που αποτελεί αποσπασμένο μέρος της θεωρίας των κλασικών για το κράτος - επιζητούσαν να αναδείξουν την ταξικότητα του κράτους.

Αυτή, η περιορισμένη όμως θεωρία περί του κράτους εργαλείου και μάλιστα η απολυτοποίηση της, αν αναλογιστεί κανείς βαθύτερα, εμπεριέχει τον κίνδυνο της χειραγώγησης του κράτους όχι μόνο από τη κυρίαρχη τάξη που το κατέχει αλλά και από το στρώμα που αποκτά ειδικές προνομιακές σχέσεις με αυτό το εργαλείο.

Στην ουσία η απολυτοποίηση του κράτους εργαλείου είναι η απολυτοποίηση μιας εποχής που κατέγραφε την τότε κυρίαρχη, σχεδόν αποκλειστική, κατασταλτική λειτουργία του κράτους – νυχτοφύλακα.

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη πολιτική και το σύνθημα - στόχος για λιγότερο ή ελάχιστο κράτος πρωτίστως σημαίνει άλλη διάταξη στο κράτος, σημαίνει κυρίως ανακατατάξεις στο εσωτερικό του κράτους και δευτερευόντως εκλεκτικό περιορισμό του όγκου των δραστηριοτήτων του.

  • Σημαίνει ιδιαίτερη διεύρυνση των μη στρατιωτικών κατασταλτικών μηχανισμών (φυλακές, αστυνομία) και δημιουργία νέων (ΔΙΑΣ, ΜΑΤ, λευκά κελιά).
  • Σημαίνει ενδυνάμωση, εκσυγχρονισμό και εσωτερική και χωρική αναδιάταξη των στρατιωτικών μηχανισμών ώστε να στρέφονται πιο ευέλικτα εναντίον και του εσωτερικού εχθρού.
  • Σημαίνει ενίσχυση της νομικής λειτουργίας για τη θωράκιση της νομικής κυρίως βίας σε βάρος του εργατικού πόλου του δίπολου εργασία – κεφάλαιο.
  • Σημαίνει ορμητική ανάπτυξη των ιδεολογικών του μηχανισμών με τη δημιουργία ενός πλέγματος εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ινστιτούτων, ερευνητικών κέντρων κ.α. σε όλη την επικράτεια πλέον του κράτους, καθώς πλέον η παραγωγή απαιτεί ένα σχετικά μορφωμένο εργάτη. Απαιτεί τη φαντασία, την αυτενέργεια και τη συνθετική του ικανότητα. Ιδιότητες που πρέπει να καλλιεργηθούν με τέτοιο τρόπο και περιεχόμενο ώστε να υπηρετούν τα συμφέροντα της αγοράς και του κέρδους.
  • Σημαίνει επιπλέον τη δημιουργία νέων κρατικών θεσμών όπως π.χ. το σύνολο των μηχανισμών που στοχεύουν στην εποπτεία συντονισμό και προώθηση των αποκρατικοποιήσεων καθώς η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων δεν είναι αντικρατική αλά μια νεοσυντηρητική παραλλαγή ανάπτυξης του κράτους στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Η σχέση κράτους ΕΟΚικής ολοκλήρωσης είναι πλεγματώδης σχέση ανάμεσα στα δυο μέρη. Πρόκειται για αλληλοτροφοδοτούμενη οργανική και θεσμική διαπλοκή των οργάνων εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα αντίστοιχα εθνικά κράτη που εξελίσσεται σε διαρκή αναδιάταξη των ορίων τους η οποία ενισχύεται από ένα ευρύτερο εσμό ιμπεριαλιστικών μηχανισμών και θεσμών (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, οίκοι αξιολόγησης κ.ά.). Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να δούμε την έλευση της τρόικα στην Ελλάδα.

Η τρόικα ήρθε για να αλλάξει καταθλιπτικά τους συσχετισμούς σε βάρος του εργατικού κινήματος προκειμένου να παρθούν μέτρα που η ελληνική αστική τάξη έχει ανάγκη αλλά από μόνη της δεν μπορούσε να περάσει. Και γι αυτό πληρώνει το αναμενόμενο τίμημα και σε υπεραξία και σε εθνικήν κυριαρχία.

Στην πραγματικότητα λοιπόν το νεοφιλελεύθερο πολιτικό σύνθημα – στόχος για λιγότερο κράτος είναι στόχος – πρόφαση προκειμένου να υπηρετηθεί ο πραγματικός στόχος του καπιταλισμού για αναμόρφωση του αστικού κράτους ώστε αυτό να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου που προκύπτουν:

Από την αδυναμία ανάταξης του ποσοστού καπιταλιστικού κέρδους μετά την κρίση του 73 -85. Από την ιστορικά πρωτόγνωρη κατάσταση του καπιταλισμού ο οποίος αναπτυσσόμενος δεν «χωρά στον εαυτό του» καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις που επαναστατικοποιεί, η αυτοματοποίηση, η σύγχρονη εργατική δύναμη, η βιοτεχνολογία, δεν μπορούν να ενσωματωθούν πλέον ομαλά στο εσωτερικό του δίχως σοβαρές διαταραχές στη λειτουργία του. Γι αυτό και ως νέος Προκρούστης της πετσοκόβει.

Οι νέες ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου συνδέονται επίσης με το γεγονός πως ο καπιταλισμός εγκλωβίζεται σε μια ιστορικά πρωτόγνωρη αδυναμία, που καθορίζει την επιθετικότητα του, καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία των κρίσεων του επιλέγει ως πολιτική εξόδου από την κρίση όχι μια νέα πολιτική, όπως έκανε το 73- 85 που πέρασε στο θατσερισμό – ρηγκανισμό, αλλά την ίδια χρεοκοπημένη νεοσυντηρητική πολιτική σε αντιδραστικότερη έκδοση.

Τα παραπάνω δημιουργούν μια νέα κατάσταση για το κίνημα και την Αριστερά κατά την οποία η κατάκτηση ακόμη και ενός μόνο σύγχρονου δικαιώματος (πχ. συλλογικές συμβάσεις ή χρόνος εργασίας ή μονιμότητα στην εργασία κλπ) η λύση ακόμη και μιας δευτερεύουσας αντίθεσης συνεπάγεται οξύτατη πάλη, απαιτεί σύγχρονους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες.

Επομένως σήμερα, περισσότερο ίσως από ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία του καπιταλισμού, ουτοπία είναι το εφικτό και ρεαλισμός είναι το ανέφικτο.

Ουτοπία και, μάλιστα επικίνδυνη ουτοπία, είναι η απόπειρα μεταρρύθμισης του υπάρχοντος. Ρεαλισμός, προοδευτικός ρεαλισμός, είναι η απόπειρα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Απόπειρα που στηρίζεται στην αντικειμενική δυνατότητα των καιρών, δηλαδή στη δυναμική του πραγματικού, μέσα από μια ισορροπημένη σχέση τακτικής και στρατηγικής.

Έχοντας επίγνωση πως καμιά επαναστατική τάξη δεν «μαθαίνει» χωρίς μικρές η μεγάλες ήττες, αλλά και καμιά δεν προσεγγίζει την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα της επανάστασης μόνο μέσα από ήττες.

Σύντροφοι και συντρόφισσες

Το σύγχρονο αστικό κράτος εξελιγμένο κατά πολύ από το κράτος νυχτοφύλακα της εποχής του Μαρξ ή του Λένιν πρέπει να δώσει τη θέση του στο εργατικό κράτος.

  • Να αντικατασταθεί ο στρατός από τον ένοπλο Λαό,
  •  η αστυνομία από νέες δομές λαϊκής δικαιοσύνης,
  • να καταργηθούν τα ιδιωτικά και να αντικατασταθούν τα δημόσια από δημοκρατικά λαϊκά δημόσια εκπαιδευτήρια της ενιαίας γνώσης,
  • να αντικατασταθούν οι δημόσιοι οικονομικοί μηχανισμοί,
  • να διαχωριστεί πλήρως η εκκλησία από το κράτος,
  • να αντιστραφεί η σχέση νομοθετικής – εκτελεστικής εξουσίας (Βουλής – κυβέρνησης), με τη ουσιαστική δημόσια και διαφανή υποταγή της κυβέρνησης στη Βουλή στη βάση των αιρετών και ανά πάσα στιγμή ανακλητών αντιπροσώπων που θα αμείβονται με το μέσο εργατικό μισθό.
  • Ο Αϊνστάιν έλεγε πως όταν τα πράγματα γίνονται κρίσιμα, καλό είναι να αφήνουμε την κομψότητα στους ράφτες και να τα αποτυπώνουμε «ξερά».

Μια πολιτική μεταρρυθμιστικής και σταδιακής κατάκτησης της εξουσίας και οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δεν είναι μόνο μια άπιαστη ουτοπία και με τεράστιους κινδύνους για το εργατικό κίνημα. Επηρεάζει καθοριστικά και τον αγώνα «για να φάει ψωμί ο εργάτης», την καθημερινή πάλη. Ποτέ στην Ιστορία φιλολαϊκές αλλαγές, ακόμα και σχετικές, δεν πραγματοποιήθηκαν με επισκέψεις, διακηρύξεις, δηλώσεις, διαβεβαιώσεις προς τους ισχυρούς, συνεχόμενο περιορισμό του ριζοσπαστικού λόγου και των συνθημάτων, συμμετοχής στο κίνημα με τη γραμμή του τεχνητού οφ σάιντ. Μια τέτοια πολιτική διαδρομή ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με την πολιτική δράση του, τη πολιτική στάση και τις μεταλλάξεις του οι οποίες δεν έχουν σταματημό.

Το αστικό κράτος λοιπόν με την επανάσταση συντρίβεται. Αυτή η συντριβή, το τσάκισμα της κρατικής μηχανής, υπογραμμίζεται ιδιαίτερα από το Μαρξ, για να αποκαλυφθεί ο νέος του ρόλος:

Η επανάσταση, αυτή η πλέον δημοκρατική πράξη αποκατάστασης της θέσης της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων στην κοινωνία, δημιουργεί το δικό της πρωτόγνωρο κράτος. Μια νέα δομή στοιχείο αυτενέργειας και απελευθέρωσης των απέραντων κρυμμένων και παραμορφωμένων δημιουργικών δυνατοτήτων του εργάτη.

Το ζήτημα κυβέρνηση, εξουσία και Αριστερά προκύπτει με ιδιαίτερη οξύτητα από την άμεση ανάγκη ανακοπής και αναστροφής της λυσσαλέας εκμετάλλευσης του λαού που αγγίζει τα όρια μιας γενοκτονίας.

Η ειδική βαρύτητα του ζητήματος προκύπτει σταθερά από την ιστορική ευθύνη που βαραίνει τη σύγχρονη εργατική τάξη για το πώς μπορεί να συνδεθεί ταυτόχρονα το παρόν με το μέλλον ώστε και να ικανοποιούνται οι πιεστικές ανάγκες του παρόντος και να επωφελείται το κομμουνιστικό μέλλον της κοινωνίας.

Το κυβερνητικό ζήτημα συνοδεύεται επίσης όχι μόνο από το σύγχρονο προβληματισμό που αναπτύσσεται αλλά και από το ιστορικό φορτίο που φέρει.

Η εργατική κυβέρνηση, ως ένας ενδιάμεσος στόχος ανάμεσα στον καπιταλισμό και την επανάσταση με στόχο την προσέγγιση της επανάστασης, εμφανίστηκε με την ανάλογη επεξεργασία στο εσωτερικό της Αριστεράς από την ίδια την Αριστερά, με την ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1920-19231.

Μορφοποιήθηκε στο τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Αποσύρθηκε και εμφανίσθηκε με άλλη μορφή με τα Λαϊκά Μέτωπα. Και τελικά υποκατέστησε την επανάσταση με διαρκείς παραλλαγές της διεκδίκησης κυβέρνησης, οι οποίες κατέληξαν να γίνουν τελικός στόχος.

Η Αριστερά πλέον αυτοπεριορίζεται στην ανιστόρητη και μάταιη επιδίωξη ενός μεταρρυθμιζόμενου καπιταλισμού με διαρκώς πιο ανθρώπινο πρόσωπο. Για δεκαετίες είτε πρόβαλλε ως στόχο, είτε στήριξε, είτε συμμετείχε σε προοδευτικές αστικές κυβερνήσεις εντός του καπιταλισμού.

Οι στόχοι στήριξης προοδευτικών κυβερνήσεων που εμφανίστηκαν ιστορικά στην Ελλάδα (σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου το 1944, στήριξη ξανά του Γ. Παπανδρέου το ΄63, 17% και άθροισμα δημοκρατικών δυνάμεων το ΄81, κυβερνήσεις ΄89) αποδείχτηκαν στόχοι χωρίς ουσιαστική δυνατότητα ευρύτερης συσπείρωσης αγωνιζόμενων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων.

Αποδείχτηκαν στόχοι χωρίς προοπτική, που προσέθεταν τελικά ένα ακόμα φράγμα απέναντι στην αναγκαία άμεση αντικαπιταλιστική πολιτική ενωτική γραμμή. Στόχοι που περιόριζαν την Αριστερά στο επίπεδο της γενικής πολιτικής και επικοινωνιακής διαμαρτυρίας. Μετέτρεψαν σε πεμπτουσία της εργατικής πολιτικής, την ανάδειξη των εκλογικών στόχων της Αριστεράς για τη «διεμβόλιση» της αστικής εξουσίας

Η αναγκαία και αναζητούμενη αντικαπιταλιστική πολιτική με γενικό στόχο μια εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση είχε διαστρεβλωθεί και ξεχαστεί ουσιαστικά για δεκαετίες.

Παραμένει παραμελημένη και «υπανάπτυκτη» ακόμα και στις σημερινές δραματικές όσο και κοσμογονικές συνθήκες και δυνατότητες.

Ναι, η Αριστερά οφείλει να επιστρέψει και θα επιστρέψει ως δύναμη εξουσίας.

Η επιστροφή όμως αυτή θα γίνει κάτω από τη λύση της σημερινής αντίθεσης ανάμεσα στο ότι οι «επάνω δυσκολεύονται να κυβερνούν όπως πριν» καθώς αποδομείται το αστικό κομματικό σύστημα, οι κάτω δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως μέχρι τώρα και στο ότι το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν βρίσκονται στο επίπεδο εκείνο ώστε να μπορούν να αναχαιτίσουν σε όφελος του Λαού την αστική πολιτική και πολύ περισσότερο να ανοίξουν το δρόμο για την επανάσταση και τον κομμουνισμό.

Η αντίθεση αυτή θα λυθεί. Επιδιωκόμενο όμως είναι να λυθεί υπέρ των λαϊκών δυνάμεων.

Με νου και γνώση πως για τη μαρξιστική πολιτική το ζήτημα της εξουσίας είναι βαθύτερο, γενικότερο και ποιοτικά διαφορετικό από το επίσης σοβαρό και αναγκαίο κυβερνητικό ζήτημα που το συνοδεύει. Η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εξουσίας. Επομένως δεν έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών.

Πολυτεχνείο, Αθήνα, 15 Νοέμβρη 2014

_________________________________________________________________________________________

1* ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ:

1. Στο τέταρτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δημοσιεύεται η απόφαση για μια “κυβέρνηση του ενιαίου μετώπου” ή “εργατική κυβέρνηση” «με στήριξη, ή και συμμετοχή των κομμουνιστών, ενδεχομένως και υπό την ηγεμονία των ρεφορμιστών, η οποία θα μπορούσε να προκύψει μέσα από το γενικό εκλογικό δικαίωμα, προτού κριθεί με επαναστατικό τρόπο το πρόβλημα της πραγματικής εξουσίας». Στην απόφαση σημειώνεται πως

 «…Η εργατική κυβέρνηση (ενδεχόμενα και η εργατοαγροτική κυβέρνηση) πρέπει παντού να μας χρησιμεύσει σαν γ ε ν ι κ ό προπαγανδιστικό σύνθημα. Αλλά σαν άμεσο πολιτικό σύνθημα αποκτάει σημασία στις χώρες όπου ηκατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη. Σ' αυτές τις χώρες το σύνθημα της «εργατικής κυβέρνησης» αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια όλης της τακτικής του ενιαίου μετώπου». Η απόφαση προσδιορίζει και τους στόχους της κυβέρνησης: «…Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής μπουρζουαζίας.

Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεζομένων εργατικών μαζών.»

Στη συνέχεια η ίδια απόφαση «ανοίγει» :

«Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Είναι όμως αυτονόητο ότι η δημιουργία μιας πραγματικά εργατικής κυβέρνησης και η διατήρηση μιας κυβέρνησης που κάνει επαναστατική πολιτική θα οδηγήσουν αναγκαστικά στον πιο λυσσασμένο αγώνα και, ίσως, και σε εμφύλιο πόλεμο εναντίον της μπουρζουαζίας. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης επομένως μπορεί να εξαπολύσει επαναστατικούς αγώνες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις (ασάφεια) οι κομμουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομμουνιστικά εργατικά κόμματα και οργανώσεις (όριο : εργατικά κόμματα). Αυτό όμως μπορούν να το κάνουν μόνο αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικά αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας με την έννοια που μιλήσαμε παραπάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση οι κανονικοί όροι της συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια τέτοια κυβέρνηση είναι: 1) Η συμμετοχή στην εργατική κυβέρνηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την έγκριση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. 2) Οι κομμουνιστές που θα αποτελέσουν μέλη της εργατικής κυβέρνησης θα ελέγχονται με τον πιο αυστηρό τρόπο από μέρους του κόμματος τους. 3) Τα κομμουνιστικά μέλη της εργατικής κυβέρνησης παραμένουν σε στενή επαφή με τις επαναστατικές οργανώσεις των μαζών. 4) Το κομμουνιστικό κόμμα διατηρεί απόλυτα τη φυσιογνωμία του και την πλήρη ανεξαρτησία της ζύμωσης και προπαγάνδας του….»

Τι είδους κίνημα όμως είναι αυτό που μπορεί ως γενικό κανόνα να επιβάλλει κυβέρνηση κομμουνιστών, η οποία ως το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα έχει τον ο εξοπλισμό του προλεταριάτου, τον αφοπλισμό των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, την εφαρμογή του ελέγχου στην παραγωγή, αλλά δεν μπορεί να οργανώσει και προωθήσει την επανάσταση; Στηρίζεται μάλιστα πάνω σε εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα που έχουν ήδη δημιουργηθεί - για να υπάρχουν - από τα πιο πλατιά στρώματα των καταπιεζομένων εργατικών μαζών αλλά «μια τέτοια κυβέρνηση δεν θα είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, ούτε καν μια αναγκαία μεταβατική μορφή προς αυτήν. Αποτελεί ωστόσο μια αφετηρία για την κατάκτησή της”. Αλλά αν δεν είναι ούτε καν μεταβατική μορφή τότε τι είναι; Και πως μπορεί να μην είναι ούτε μεταβατική μορφή αλλά να οπλίζει το λαό και να αφοπλίζει την μπουρζουαζία, να έχει όργανα άσκησης εργατικής πολιτικής;

Ως γνωστόν ένα περίπου χρόνο πριν το Γ’ Συνέδριο της ΚΔ (1921) ρίχνει τη γραμμή του ενιαίου εργατικού μετώπου. Η πολιτική αυτή δεν προχωρά κυρίωςλόγω της άρνησης της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και λόγω των αριστεροδέξιων απότομων στροφών των ΚΚ.

Στο τρίτο συνέδριο δεν υπάρχει αναφορά περί εργατικής ή άλλης κυβέρνησης.

 «Το 3ο Συνέδριο, αναφέρεται στην απόφαση του, απευθύνεται στους κομμουνιστές όλου του κόσμου για να τους καλέσει να ακολουθήσουν το δρόμο που έχουν πάρει και να κάνουν ό,τι μπορούν για να συγκεντρώσουν στις γραμμές της Κομμουνιστικής Διεθνούς νέα εκατομμύρια εργατών και εργατριών. «…Γιατί η εξουσία του κεφαλαίου δεν θα τσακιστεί παρά μόνο αν η ιδέα του κομμουνισμού γίνει η δύναμη που κεντρίζει τη μεγάλη πλειοψηφία του προλεταριάτου καθοδηγούμενου από μαζικά κομμουνιστικά κόμματα (Θέσεις επάνω στην τακτική με εισηγητή τον Ράντεκ) και με κεντρικό σύνθημα «Προς τις μάζες»! «Μην ξεχνάτε πως απλά πρόκειται να πάρετε καλά τον παλμό για να κάνετε το επαναστατικό άλμα. Η πάλη για την κατάκτηση των μαζών είναι η πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, συμπληρώνει αμέσως ο Λένιν.

Σκοπός κατά το συνέδριο είναι «η ανατροπή του καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου». Αλλά συνεχίζει στο ίδιο « Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα που μόνον αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στον τελικό σκοπό».

 «Το 3ο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς καλεί τα κομμουνιστικά κόμματα όλου του κόσμου, τους κομμουνιστές που δουλεύουν στα συνδικάτα, να εντείνουν τις προσπάθειες τους και όλες τους τις δυνάμεις για να αποσπάσουν τις πιο μεγάλες εργατικές μάζες από την επίδραση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της προδότρας συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.» …«Αυτός ο σκοπός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν οι κομμουνιστές σε όλες τις χώρες αναδειχτούν σε μαχητές της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε τούτη τη δύσκολη εποχή, όπου κάθε καινούργια μέρα φέρνει στις εργατικές μάζες νέες στερήσεις και νέα εξαθλίωση, παρά μόνο αν μπουν επικεφαλής του αγώνα για ένα κομμάτι ψωμί πάρα πάνω, για την ανακούφιση από τα ολοένα και πιο αφόρητα βάρη που φορτώνονται στις πλάτες των μαζών».

Και παρακάτω:

«… Το αίτημα της κοινωνικοποίησης ή εθνικοποίησης των τραπεζών, αίτημα που προωθούν τα κεντριστικά κόμματα, αποτελεί κι αυτό μια απάτη γιατί δεν συνοδεύεται από το αίτημα να νικηθεί η αστική τάξη.»

«Δημιουργήστε το Ενιαίο Μέτωπο. Αν γίνει δυνατό να οδηγηθεί το προλεταριάτο στον αγώνα σε ενιαίο μέτωπο, το κεφάλαιο, γενικά η μπουρζουαζία θα χάσει τις πιθανότητες της νίκης, την πίστη στη νίκη που μόνο η προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας, η διαίρεση της εργατικής τάξης μπορούν να της εξασφαλίσουν...»

Το ζήτημα λοιπόν της εργατικής κυβέρνησης ως ενδιάμεσος στόχος- κρίκος προς την επανάσταση δεν υπάρχει στο τρίτο συνέδριο ούτε είναι αυτονόητη ή η μοναδική συνεπαγόμενη – χωρίς να αποκλείεται-πρόταση που οδηγεί στην ανάλογη απόφαση του 4ου συνεδρίου.

Οι αποφάσεις του 4ου συνεδρίου συνιστούν μια αλλαγή πλεύσης στο επαναστατικό κίνημα που αιτιολογείται από την εκτίμηση – γενικά αποδεκτή από όλα τα σώματα και όλους τους επιφανείς επαναστάτες πλην Κάμενεφ – ότι το κίνημα τότε ήταν σε υποχώρηση μετά την ιστορικής σημασίας ήττα της γερμανικής, αυστριακής και ουγγαρέζικης επανάστασης.

Η ιστορία επηρεάζει. Το αποτέλεσμα στο σήμερα, το πολιτικό δια ταύτα μπορεί να μην συμπίπτει με καμιά θέση του παρελθόντος, να τις υπερβαίνει δημιουργικά, ή να ταυτίζεται εν μέρει ή εν όλω επειδή έτσι πρέπει, χωρίς αντιγραφές και αγιοσκαλίσματα.

Το κυβερνητικό ζήτημα όπως τίθεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, με τις περιπέτειες και τις μεταμορφώσεις του, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα παραπάνω.