Για το επαναστατικό υποκείμενο και το κόμμα

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

Ας μιλήσουμε λίγο πιο αποφασιστικά πάνω στις μορφές που αντιστοιχούν στο σύγχρονό επαναστατικό υποκείμενο. Πολλοί σύντροφοι εντός και εκτός της οργάνωσης προσδοκούν στην έννοια του κόμματος τη μαζικότητα, τη σοβαρότητα και τη συνέπεια σε κάθε πτυχή της ταξικής πάλης. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι χρειαζόμαστε ένα άλλο επίπεδο οργανωτικής συγκρότησης με διαδικασίες και όργανα που θα λειτουργούν πραγματικά; Ποιος δε βλέπει τα οργανωτικά μέτρα που απαιτούνται για την προστασία από τις επιθέσεις του κράτους, ποιος μπορεί να αρνηθεί το βήματα που πρέπει να γίνουν για πλήρη οικονομική ανεξαρτησία; Κανείς δε θέλει να ξαναζήσει καταστάσεις με πανό που δεν έρχονται, με ασάφεια στις χρεώσεις, με κείμενα και αφίσες που σαπίζουν στα γραφεία. Αν όλα αυτά λυθούν με το ‘κόμμα’ τότε έχουμε ήδη αργήσει. Αν μείνουμε όμως σε αυτά η κουβέντα θα είναι πραγματικά ρηχή. Η προσέγγιση της έννοιας του κόμματος δε μπορεί να αποτελεί ένα ευχολόγιο ξεπεράσματος των αδυναμιών της οργάνωσης. Η λέξη κόμμα έχει κακοποιηθεί όσο λίγες, ωστόσο παραπέμπει σε συγκεκριμένη συζήτηση για την αλήθεια και το μέτωπο, για την ενότητα και για τις βαθύτερες επεξεργασίες.

Βασικό στοιχείο στην ανάλυση μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό είναι ο πλήρης κατακερματισμός της εργατικής τάξης στις εργασιακές σχέσεις, στον τόπο και στο χρόνο εργασίας. Το παλιό μοντέλο της συγκέντρωσης χιλιάδων εργατών σε συγκεκριμένες μονάδες, αποτελεί σήμερα μια πλευρά μόνο της πραγματικότητας. Η αντίληψη του παραδοσιακού κινήματος καταρρέει, γιατί καμία πρωτοπορία δε μπορεί να διατηρήσει σταθερούς μόνιμους δεσμούς με το σύνολο της τάξης. Σε αυτό το μωσαϊκό της εργατικής τάξης, πάντα θα ξεπηδούν αγωνιστικές διαθέσεις και νέες πρωτοπόρες δυνάμεις που είτε δεν έχουν καμία επαφή με την «παλιά πρωτοπορία», είτε έρχονται σε επαφή με παλιές οργανώσεις δίνοντάς τους ένα εντελώς νέο περιεχόμενο στη φυσιογνωμία τους. Για παράδειγμα σήμερα με το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αναδειχτεί νέο αγωνιστικό δυναμικό είτε με τη μορφή μεμονωμένων αγωνιστών, είτε ως συλλογικότητες λιγότερο η περισσότερο πολιτικά συγκροτημένες. Νέες πρωτοπορίες πάντα θα έρχονται στο προσκήνιο. Όπως ειπώθηκε και στο κλείσιμο του σώματος ‘μόνο εμείς είμαστε; Και αν είμαστε μόνο εμείς δε θα δημιουργηθεί κανένας άλλος;’

Την εποχή που γράφτηκαν τα κλασικά κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού, η εμπειρία από αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις ήταν ελάχιστη. Η επαναστατική εμπειρία οδήγησε το κομμουνιστικό κίνημα σε πολυάριθμα ιστορικά ρεύματα, τα οποία εκφράζονται σχεδόν όλα και στη χώρα μας(μαοϊκοί, μ-λ χώρος, τροτσκιστές, αλτουσεριανοί, σταλινικοί κ.τ.λ.). Η στρατηγική σύγκληση αυτών των ρευμάτων είναι αδύνατη. Δυστυχώς δεν έχουμε κάθε μέρα επαναστάσεις για να επιβεβαιώνονται ή να διαψεύδονται επαναστατικές θεωρίες. Επίσης δεν είναι δεδομένο το πώς το κάθε ρεύμα, προσλαμβάνει την ιστορική εμπειρία και κάνει την αυτοκριτική του. επιπλέον κάθε ρεύμα έχει στρατηγική αναφορά στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό και όχι μόνο την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Άρα και η δικάιωσή τους αφορά την πορεία μετά την επανάσταση (κάτι ιστορικά ακόμη πιο σπάνιο). Ζητούμενο στο σήμερα, είναι η ενότητα σε ένα σύγχρονο επαναστατικό πρόγραμμα, στις σύγχρονες «θέσεις του Απρίλη». Μετά την επανάσταση κάθε αντίληψη του επαναστατικού κινήματος θα μπορεί να αναπτύσσεται ολόπλευρα και ισότιμα, με τελικό κριτή την εργατική δημοκρατία, σε πλήρη αντιδιαστολή με τα μονοκομματικά καθεστώτα του «υπαρκτού».

Η ιστορική προσφορά του ρεύματος μας σε μια νέα αντίληψη για το μέτωπο και τη διαλεκτική ενότητα με την οργάνωση και το κίνημα, δε μπορεί να συμβιβαστεί με την αντίληψη του κόμματος κατόχου της απόλυτης αλήθειας. Στο μέτωπο δεν κάνουμε έκπτωση στην πολιτική μας γραμμή, έτσι ώστε να πετύχουμε μια ευρύτερη συσπείρωση γύρω από αυτή. Το μέτωπο παράγει νέα πολιτική γραμμή. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει οι πρωτοπορίες που το απαρτίζουν να είναι έτοιμες να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους, να αρνηθούν τη θέση τους, για να έρθει η σύνθεση και η νέα θέση. Φυσικά η πολιτική αντιπαράθεση δεν είναι ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Παίζουν τα πάντα: προσωπικές αντιπαλότητες, οργανωτικές αντιπαραθέσεις, τυχοδιωκτισμοί. Όλα αυτά θολώνουν τη θέση του μετώπου στο επαναστατικό υποκείμενο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ένα απλοϊκό χρονικά σχήμα που να περιγράφει πότε μιλάει η οργάνωση και πότε το μέτωπο. Είναι ουσιαστικά μια αδιάσπαστη αμφίδρομη σχέση. Σε κάθε διαδικασία οποιασδήποτε οργάνωσης, υπάρχει η εμπειρία και ο διάλογος του μετώπου. Η αντίληψη του κόμματος που ‘υπερέχει πολιτικά’ έναντι των άλλων, μοιραία αλλάζει και την αντίληψη για το μέτωπο. Πρέπει να μείνουμε σταθεροί στην μετωπική κουλτούρα μας, με εμμονή στον πολιτικό διάλογο και τη σύνθεση, με διάθεση να αναζητήσουμε τη σχέση που έχουν άλλα πρωτοπόρα ρεύματα με την τάξη. Ας μην ξεχνάμε ότι εξελισσόμαστε σε πολιτικά ανώτερο βαθμό, ενσωματώνοντας τα πιο μαχητικά, ριζοσπαστικά στοιχεία του μετώπου. Δεν υπάρχει μέτωπο που να συγκροτείται μόνο από τις τελικές αποφάσεις των οργανώσεων. Δεν συζητάμε ισότιμα με συντρόφους κρύβουμε τις πραγματικές μας απόψεις. Ακόμα όμως κι αν δούμε τα πράγματα με την μπακαλίστικη λογική της απλής συνεργασίας, μπορεί να οδηγηθούμε σε φοβερά παράλογα αποτελέσματα. Η σωστή εφαρμογή δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στις οργανώσεις μπορεί να οδηγεί πολύ εύκολα σε πλασματικές πλειοψηφίες σε πολλές αποφάσεις του μετώπου.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε δεδομένη μια παράδοση σε διαφωνίες και αντιπαραθέσεις, που οδηγούν πολλές φορές σε μη κοινό βηματισμό. Είναι αφέλεια όμως να νομίζει κανείς, ότι στο δρόμο προς τη συγκρότηση του κόμματος και με σειρά οργανωτικών μέτρων, θα ξεπεραστούν βαθιές ιστορικές διαφωνίες. Στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγήσουν σε παραγκωνισμό συντρόφων, στη χειρότερη σε νέες αποχωρήσεις ή διασπάσεις. Αυτό που είναι πραγματική πληγή για την οργάνωση , είναι οι διαφορετικές πρωτοβουλίες που παίρνονται στο κίνημα, χωρίς καν να έχουν περάσει από κάποια διαδικασία της οργάνωσης. Εκεί χρειάζεται μια νέα αφετηρία. Το ζήτημα δεν είναι στο πως θα κρύψουμε τις διαφωνίες που μας εκθέτουν. Το ζήτημα είναι κάθε φορά μετά από εσωτερικό διάλογο και εξάντληση των περιθωρίων σύνθεσης, να είναι σαφής η θέση της οργάνωσης και η θέση της όποιας μειοψηφίας, που μόνο ως τέτοια μπορεί να παρουσιαστεί στο μέτωπο και στο κίνημα. Λέγεται συχνά το επιχείρημα ότι μόνο η κοινή δράση μπορεί να έχει κοινή αποτίμηση. Όσο και αν έχουμε πληγωθεί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βασικό κριτήριο αποτίμησης είναι η προσφορά στην ταξική πάλη. Είναι επικίνδυνη η αντίληψη που ψάχνει την αποτυχία σε εσωτερικούς δάκτυλους, σε συντρόφους που δεν έτρεξαν όπως έπρεπε. Αν μια πολιτική γραμμή δε μπορεί να εμπνεύσει τη μεγάλη πλειοψηφία μιας οργάνωσης τότε το πρόβλημα το έχει η γραμμή και όχι η μειοψηφία. Ας πάρουμε το παράδειγμα της συμπόρευσης. Είναι πραγματικότητα ότι πολλοί σύντροφοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δε μπόρεσαν να την υπερασπιστούν. Αν στην αποτίμηση δεν πάμε στην πολιτική ουσία τότε ουσιαστικά δεν κάνουμε αποτίμηση και πάντα θα επιβεβαιώνεται η άποψη της οργάνωσης.

Συνήθως στη συζήτηση για την κοινή αποτίμηση έρχονται παραδείγματα που υποσκάπτουν τη δράση της οργάνωσης. Κανένας όμως δε μιλάει για το ανάποδο. Τι πρέπει να γίνει όταν η μειοψηφία θέλει να προχωρήσει σε ένα πολιτικό σχέδιο που κόβεται στις αποφάσεις τις οργάνωσης. Πώς τελικά η μειοψηφία έχει δικαίωμα να γίνει πλειοψηφία αν δε δοκιμάσει και αυτή τη γραμμή της στο μέτωπο και το κίνημα; Και τελικά τι είναι τα πολιτικά σχέδια για να παίρνουν αριθμό πρωτοκόλλου; Αν αποτύχει το δικό μου, θα πάμε στο δικό σου και δοκιμάζουμε με τη σειρά μέχρι να βρούμε πιο μας κάνει. όλα ωραία και καλά αλλά τα σχέδια γίνονται για τη συγκεκριμένη στιγμή της ταξικής πάλης (πχ δεκέμβρης, πλατείες), μετά ‘καληνύχτα’.

Πάμε τώρα και στο ζήτημα της βαθύτερης προγραμματικής συμφωνίας και των βαθύτερων επεξεργασιών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνώση της τάξης αλλά και του αντιπάλου είναι δύναμη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χρειάζεται πιο αναβαθμισμένη και συστηματική δουλειά. Πρέπει να είμαστε όμως καθαροί. Τι είναι πιο σημαντικό ένα κόμμα που θα κάνει επεξεργασίες και θα τις δίνει στην τάξη ή μία αντίστοιχη δουλειά σε όλο το επαναστατικό υποκείμενο. Καλό θα ήταν να γνωρίζαμε περισσότερα για τη χαλυβουργία, για την εξόρυξη του χρυσού, για την ενημέρωση και την τηλεόραση. Αυτό που μας λείπει όμως περισσότερο είναι να βάλουμε πιο αποφασιστικά την αντίληψη του εργατικού ελέγχου στα αντίστοιχα κινήματα. Μια συζήτηση που αναγκαστικά συναντιέται με το ρόλο ενός κλάδου μέσα σε μια παραγωγή και μια κοινωνία που θα υπηρετεί τις εργατικές ανάγκες. Να διαβάσουμε, να ερευνήσουμε , να δουλέψουμε … πρέπει όμως να πείσουμε και άλλους να κάνουν το ίδιο, αυτό είναι το κριτήριο που σε κάνει πρωτοπορία.

Στην πορεία για το κόμμα υπάρχει ακόμα μία πιο άμεση προβληματική. Ο κομμουνιστικός φορέας εμφανίζεται ως ένα επιπλέον τέταρτο επίπεδο πριν από το μέτωπο και μετά από την οργάνωση. Έχουμε ουσιαστικά μια μόνιμη συμμαχία μέσα στο μέτωπο. Η στρεβλή αντίληψη που στο μέτωπο μόνο μάχες συσχετισμών οδηγεί στην ανάγκη συμμαχιών για να ‘βγει η ηγεμονία’. Όλη πορεία της ανταρσύα το τελευταίο διάστημα αυτό δείχνει. Επιπλέον στο διάλογο για το φορέα επιλέγουμε συνομιλητές ( οργανώσεις και ανένταχτους) με τουλάχιστον πιο ‘πατριωτική’ στο εθνικό ζήτημα. Σίγουρα δε μπορούν να συμφωνούν όλοι στο πως βλέπουμε εμείς τη σύνδεση εθνικού διεθνικού αλλά είναι προβληματικό να συνομιλούμε προνομιακά με αντιλήψεις που μπατάρουν στην ‘πατριωτική’ μεριά. Είναι το λιγότερο άχρηστο και χαζό να δημιουργήσουμε ένα ανύπαρκτο δίπολο με τις τροτσκιστικές οργανώσεις.

Ναι σύντροφοι να σοβαρευτούμε, να αλλάξουμε, να γίνουμε κάτι ποιοτικά ανώτερο. Επειδή όμως οι λέξεις έχουν συγκεκριμένο ιστορικό φορτίο, ας γίνουμε πιο καθαροί στο τι εννοούμε. Από αυτή τη σκοπιά υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις στο αν η έννοια κόμμα αποδίδει σωστά την κατεύθυνση που πρέπει να πάρουμε.

Ματίκας Σταύρος

ΟΒ Νοτίων Συνοικιών Οργάνωσης Αττικής ΝΑΡ