Για την σύγχρονη εργατική τάξη

Εισηγητική ομιλία του Βασίλη Μηνακάκη, μέλους της Π.Ε. του ΝΑΡ στην εκδήλωση για την σύγχρονη εργατική τάξη, Αθήνα 7 Μάρτη 2012:

Το Κείμενο Εργασίας του ΝΑΡ για το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομουνιστικής απελευθέρωσης τοποθετείται με σαφήνεια και εξαρχής απέναντι στο ζήτημα της εργατικής τάξης. Την αντιμετωπίζει ως κοινωνική ατμομηχανή της επανάστασης, ως τη βασική δύναμη αλλαγής της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, τοποθετεί τα ζητήματα που την αφορούν στο κέντρο της συζήτησης για το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας.

Γιατί αντιμετωπίζουμε έτσι την εργατική τάξη; Γιατί της δίνουμνε τέτοιο ρόλο στην πολιτική μας; Μόνο γιατί είναι η πιο πολυπληθής κοινωνική ομάδα στον πλανήτη και ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο; Ή γιατί είναι η ομάδα που υποφέρει πιο πολύ από τις συνέπειες της κρίσης και της αντιδραστικής στρατηγικής για την υπέρβασή της; Είναι κι αυτοί, κυρίως όμως δεν είναι αυτοί οι λόγοι που την αντιμετωπίζουμε ως τον βασικό κοινωνικό κινητήρα της επαναστατικής πάλης. Κυρίως είναι τρεις ποιοτικοί λόγοι, τρία ποιοτικά στοιχεία.

 ΠΡΩΤΑ ΑΠ' ΟΛΑ, η εργατική τάξη συγκροτείται ως η άλλη πλευρά της σχέσης κεφάλαιο, του δίπολου κεφάλαιο-εργασία. Συγκροτείται πάνω στο θεμελιακό, το ειδοποιό χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού τρόπο παραγωγής: την εκμετάλλευση απλήρωτης δουλειάς, την απόσπαση υπεραξίας, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχει καπιταλισμός. Από εδώ προκύπτουν δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι η εργατική τάξη και η πάλη της σχετίζεται με τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος ως τέτοιου και δεύτερον ότι εκ φύσεως υπάρχει και συγκροτείται ως τάξη-αντίπαλος της αστικής, της άλλης κοινωνικής ομάδας που συνδέεται με την καρδιά του συστήματος. Από αυτή την άποψη, όποιοι υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη έπαψε να υπάρχει ή την αντικαθιστούν με το ακαθόριστο «πλήθος» δεν εξορμούν άδολα από το έδαφος μιας αυστηρά κοινωνιολογικής ανάλυσης. Επιδιώκουν η σκέψη να κάνει και το επόμενο λογικοφανές βήμα: αφού δεν υπάρχει εργατική τάξη, άρα η κοινωνία δεν είναι ανταγωνιστική, είναι μια κοινωνία συνύπαρξης των κοινωνικών συντελεστών της παραγωγής, κι επομένως για να προοδεύσει πρέπει αυτοί να συνεννοηθούν, να συνεργαστούν και όχι, όπως λέει η Αριστερά, οι εργάτες να ξεμπερδεύουν με τους εργοδότες, τις αγορές, την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Δεύτερο, η σημερινή εργατική τάξη -ιδιαίτερα η νέα της βάρδια- έχει μια άλλη ποιότητα, μορφωτική, πολιτισμική, κοινωνική. Κατέχει τα μυστικά της έρευνας και των σύγχρονων επικοινωνιών, του προγραμματισμού και της ρύθμισης των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων, της κοινωνικά συνδυασμένης εργασίας και της διεύθυνσης πολύπλοκων παραγωγικών διαδικασιών, της διεθνικής συνεργασίας και της ισόρροπης σχέσης ανθρώπου-φύσης. Κι όλα αυτά με δυναμικό κι όχι στατικό τρόπο. Είναι, με άλλα λόγια, μια εργατική τάξη η οποία ανταποκρίνεται -πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή- στο χαρακτηρισμό των μαρξιστών του 19ου και 20ού αιώνα: «κύρια παραγωγική δύναμη», «φλόγα της παραγωγής». Χωρίς αυτήν στην κυριολεξία γρανάζι δεν γυρνά. Χωρίς αυτήν κανένα από τα μοντέρνα τεχνολογικά μέσα που έχουν το λογότυπο της Apple ή της Microsoft δεν θα υπήρχε και δεν θα μπορούσε να παράγει κέρδη. Από μια άλλη άποψη, αυτό υπογραμμίζει και η σημερινή κρίση: μια καπιταλιστική ευρωστία που στηρίζεται στη χρηματοπιστωτική μόχλευση και όχι στο ασφαλές πεδίο της άντλησης υπεραξίας από τους εργάτες αργά ή γρήγορα οδηγεί τους δείκτες κερδοφορίας στο βούρκο. Επειδή, όμως έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, η εργατική τάξη μπορεί σήμερα -περισσότερο από ποτέ- να οργανώσει, να διευθύνει και να διαχειριστεί τις τύχες της κοινωνίας συλλογικά, χωρίς καπιταλιστές, προς όφελος του κοινού καλού -και είναι αυτός ένας από τους βασικούς λόγους που κάνουν την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση αντικειμενική, υλική δυνατότητα- και επιπλέον δικαιούται μια κατανομή με βάση τις ανάγκες της του κοινωνικού πλούτου που η ίδια παράγει με το χέρι και το μυαλό της – και είναι αυτός ένας από τους λόγους που κάνουν την επανάσταση, τον κομμουνισμό πιεστική αναγκαιότητα.

Υπάρχει και μια τρίτη πλευρά, που σχετίζεται με τη μαζικότατη συντριβή των μεσαίων στρωμάτων, παραδοσιακών και νέων, από την κρίση και την αστική πολιτική για το ξεπέρασμά της. Τόσο η ουσία των μέτρων αυτών όσο και η άτεγκτη τακτική προώθησής τους δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι για τα στρώματα αυτά δεν υπάρχει οδός επιστροφής προς τα πίσω, οι γέφυρες επικοινωνίας με την παλιά κατάσταση έχουν κοπεί οριστικά. Οπότε το δίλημμα τίθεται ως εξής: ή συμμαχία με το προλεταριάτο για μια καλύτερη ζωή μέσα από την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, την εργατική εξουσία και την κομμουνιστική χειραφέτηση ή συντριβή κάτω από τη σιδερένια μπότα των πολυεθνικών και των τραπεζών. Η εργατική τάξη -ιδιαίτερα σε χώρες με σχετικά πολυπληθή μεσαία στρώματα- οφείλει να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση οικοδομώντας με τολμηρό τρόπο ένα νέο ιστορικό μπλοκ αντικαπιταλιστικής κι επαναστατικής ανατροπής, σε μια εποχή μάλιστα όπου ο καπιταλισμός στερείται ενός θετικού κι ελπιδοφόρου προτάγματος, εξαντλεί τα καύσιμα του παραδοσιακού κεϊνσιανισμού της χρυσής τριακονταετίας και του τραπεζικού κεϊνσιανισμού της προηγούμενης δεκαετίας και βυθίζεται σε ένα εφιαλτικό τούνελ απροσδιόριστης διάρκειας και πρωτοφανούς αγριότητας. Ενόσο, λοιπόν, συμβαίνουν όλα αυτά, η εργατική τάξη αναδεικνύεται ως η μόνη κοινωνική δύναμη που -απελευθερώνοντας τον εαυτό της- απελευθερώνει και όλη την κοινωνία από τη δυναστεία του κέρδους, των αγορών, της ΕΕ, του ΔΝΤ, η μόνη που μπορεί να προβάλλει οράματα μιας καλύτερης ζωής με καθολική κοινωνική ισχύ, η μόνη που μπορεί να εμφυσήσει στοιχεία συλλογικής αισιοδοξίας στις σύγχρονες κοινωνίες της μαζικής κοινωνικής κατάθλιψης.

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ήδη το επίθετο σύγχρονη πλάι στον όρο εργατική τάξη. Δεν είναι τυχαίο. Στο Κείμενο Εργασίας επιχειρούμε να προσεγγίσουμε την εργατική τάξη με τους όρους του 21ου αιώνα, όχι με όρους του 1850 ή των αρχών του 20ού αιώνα, έχοντας βέβαια ως πεδίο αναφοράς, ως μεθοδολογικό εργαλείο και πολιτικοστρατηγικό κλειδί τις θέσεις του μαρξισμού για την εργατική τάξη και την πάλη των τάξεων.

Λέμε σύγχρονη, γιατί όποιος κοιτάει την εργατική τάξη με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω, προς την καπιταλιστική παραγωγή άλλων εποχών, θα κατατάξει σε αυτήν μόνο τα τμήματα που εργάζονται χειρωνακτικά – αν υποθέσουμε ότι υπάρχει καθαρά χειρωνακτική εργασία. Όμως η έννοια της εργατικής δύναμης δεν είναι ταυτισμένη μόνο με τη χειρωνακτική εργασία ούτε με τη μονότονα επαναλαμβανόμενη εργασία της τεϊλορικής αλυσίδας, όπως, άλλωστε, και η έννοια του εμπορεύματος δεν είναι ταυτισμένη μόνο με τα εμπορεύματα που έχουν υλική υπόσταση: περιλαμβάνει και τα εμπορεύματα που είναι άυλα, ικανοποιούν πολιτισμικές ή πνευματικές ανάγκες -όπως ξεκαθαρίζει ο Μαρξ ήδη από τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου-, αλλά και τα εμπορεύματα που δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την πράξη του παράγειν, δεν μπορούν να αποχωριστούν από τον παραγωγό τους, όπως συμπληρώνει στις Θεωρίες για την υπεραξία. Με άλλα λόγια, η εργατική δύναμη συναπαρτίζεται από ένα πλέγμα χεριού και μυαλού, χειρωνακτικών και πνευματικών ικανοτήτων, τυποποίησης και δημιουργικότητας, που τελικά παράγει, όπως λέμε στο κείμενο, τρία σχετικά διακριτά αλλά όχι απόλυτα αποχωριζόμενα τμήματα της εργατικής τάξης.

Λέμε σύγχρονη γιατί δεν είναι δυνατόν να μη δούμε τις αλλαγές που επιφέρει η τέταρτη μεγάλη τεχνολογική επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, η χρήση των νέων τεχνολογικών μέσων. Μέσων που αντικειμενοποιούν-μετατρέπουν σε απονεκρωμένη εργασία ενσωματωμένη σε αυτά όχι μόνο τη χειρωνακτική εργασία (όπως γινόταν με τα ρομπότ παλαιότερων εποχών και την κλασικού τύπου αυτοματοποίηση), αλλά και διευρυνόμενα στοιχεία της πνευματικής εργασίας (όπως γίνεται με τα σύγχρονα πληροφορικά μέσα, τα πολυλειτουργικά και ρυθμιζόμενα ρομπότ, την ευέλικτη αυτοματοποίηση). Κι ακόμη, μέσων που οδηγούν στην πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο όχι μόνο της χειρωνακτικής ή της στοιχειακά διανοητικής εργασίας (όπως έκαναν ο Τέιλορ κι ο Φορντ), αλλά και της σύνθετα διανοητικής κι ακόμη πλευρών της δημιουργικότητας και της φαντασίας καθώς και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που επιδρούν καταλυτικά στο κόστος παραγωγής και την κερδοφορία (όπως η εκπαίδευση, η ασφάλιση και η υγεία). Έτσι, ο τεϊλορισμός μπορεί να υποχωρεί στο παραδοσιακό εργοστάσιο (πράγμα που δεν ισχύει, αν ρίξουμε μια μαπιά στους τεράστιους πάγκους συναρμολόγησης της Κίνας), αλλά διεισδύει δυναμικά και με νέους όρους στο γραφείο, γίνεται ηλεκτρονικός και διανοητικός, καθυποτάσσοντας ασφυκτικά στο κεφάλαιο ευρύτερα τμήματα της εργασίας, προσφέροντας στην ιδιωτική και κρατική εργοδοσία νέα όπλα για την «αξιολόγηση» της παραγωγικότητάς τους και τον έλεγχό τους.

Λέμε, επίσης, σύγχρονη εργατική τάξη σε συσχέτιση με τη σύγχρονη έννοια της μεγάλης βιομηχανίας. Βέβαια ποτέ η έννοια της βιομηχανίας στο μαρξισμό δεν ήταν ταυτισμένη μόνο με τις μονάδες που απασχολούν χειρωνακτική εργασία και παράγουν υλικά προϊόντα. Αυτή ήταν μια χυδαία αντιμετώπιση του μαρξισμού, που την πρόβαλε η αστική ιδεολογία και δυστυχώς την υιοθετούν και δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της εργασίας. Είναι, όμως, μια λάθος προσέγγιση. Πρώτον, γιατί το κεφάλαιο σήμερα, αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που του δίνουν τα νέα τεχνολογικά μέσα και πιεζόμενο να βρει νέα πεδία επικερδούς αξιοποίησής του, βιομηχανοποιεί, καπιταλιστικοποιεί -συχνά βίαια- τομείς που ως χτες δεν εντάσσονταν στη σφαίρα της κλασικής καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας και της διευρυμένης εμπορευματικής παραγωγής. Έτσι, το κεφάλαιο, και μάλιστα το πολυεθνικό, εμφανίζεται να δεσπόζει πλέον σε τομείς όπως το αγροτοδιατροφικό σύμπλεγμα, οι μεταφορές, η υγεία, η ψυχαγωγία, η παιδεία, οι επικοινωνίες (σε τομείς που οι αστικές στατιστικές ονομάζουν συλλήβδην υπηρεσίες) εκχερσώνοντας το έδαφος από τις καταστάσεις που σχετίζονται με τη μικρή καπιταλιστική ιδιοκτησία, την απλή εμπορευματική παραγωγή και τα μικροαστικά στρώματα. Και βεβαίως, όπου εμφανίζεται νέου τύπου βιομηχανικός καπιταλισμός, υπάρχει και νέου τύπου βιομηχανική εργατική τάξη. Επιπλέον, μια σύγχρονη καπιταλιστική επιχείρηση, για να λειτουργήσει κερδοφόρα, οφείλει να ενοποιεί την παραγωγή με την πραγμάτωση της υπεραξίας, το εργοστάσιο με την αγορά, να μειώνει τα προϊόντα που λιμνάζουν στις αποθήκες και να χρησιμοποιεί συστήματα just in time παράδοσης, να ενοποιεί έρευνα-παραγωγή-διαφήμιση-διακίνηση, να μειώνει το χρόνο περιστροφής του κεφαλαίου (δηλαδή τον κύκλο χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα) και να μεγιστοποιεί την άντληση κεφαλαίων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όλα αυτά αρθρώνονται (κάποτε σε εθνικό κι άλλοτε σε υπερεθνικό επίπεδο) αδιάσπαστα στην έννοια της σύγχρονης καπιταλιστικής βιομηχανίας και με αυτή την έννοια στην εργατική τάξη εντάσσονται πλέον κι όλα εκείνα τα μισθωτά κι εκμεταλλευόμενα στρώματα που συμμετέχουν στη λειτουργία της χωρίς να παράγουν άμεσα υλικά προϊόντα. Στην εργατική τάξη, με αυτή την έννοια, εντάσσονται όλοι όσοι συμβάλλουν στο κύκλωμα παραγωγή-πραγμάτωση-υπεξαίρεση-κατανομή υπεραξίας στο επίπεδο της μεμονομένης επιχείρησης ή της οικονομίας γενικότερα, βοηθώντας την αξιοποίηση του κεφαλαίου και τη διευρυμένη αναπαραγωγή του.

Τέλος, μιλάμε για σύγχρονη εργατική τάξη γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε όχι μόνο τις ποσοτικές και ενδοκλαδικές αλλαγές, αλλά και ορισμένα ποιοτικά στοιχεία που καταγράφονται στην κατάστασή της και στη σχέση της με το κεφάλαιο – αυτά δηλαδή που με ιδιαίτερη διορατικότητα και πληρότητα περιέγραψαν ο Μαρξ στο Κεφάλαιο κι ο Ένγκελς στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Στοιχεία που έχουν να κάνουν με τα χαρακτηριστικά και τις ικανότητες του εμπορεύματος εργατική δύναμη, το περιεχόμενο των ικανοτήτων αυτών (που παραπέμπει στην εκπαίδευση), τους όρους αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης (σχέσεις εργασίας, ύψος μισθού, τρόπος απόκτησης κ.λπ.), το είδος της μισθωτής σχέσης (τυπική, μπλοκάκι κ.λπ.), τη σταθερότητα της εργασιακής ένταξης (πλήρης ή μερική απασχόληση), τη σχέση με τα μέσα εργασίας, τους όρους κοινωνικού συνδυασμού και κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, τη σχέση απλής-σύνθετης εργασίας, τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, το χρόνο εργασίας. Τέλος, στοιχεία που ως μεμονωμένες τάσεις υπήρχαν κι άλλοτε, αλλά τώρα γίνονται κανόνας, αποκτούν άλλη ποιότητα και έκταση και κυρίως συνθέτουν μια άλλη ποιότητα στη σχέση κεφάλαιο-εργασία, τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη. Πάρτε για παράδειγμα την ανεργία: πάντα υπήρχε κι αξιοποιούνταν συγκεκριμένα. Όμως τώρα αποκτά άλλη ποιότητα και γιατί αυξάνεται δραματικά, και γιατί γίνεται μακροχρόνια, και γιατί φτάνει στο 50% στην πιο μορφωμένη από ποτέ εργατική βάρδια και γιατί πλάι της υπάρχει ένας ωκεανός μερικής-ελαστικής εργασίας αλλά και γιατί τώρα πια ξέρουμε -το λένε και οι αστοί- ότι, ακόμη κι αν οι ρυθμοί ανάπτυξης γίνουν θετικοί, η ανεργία δεν θα μειώνεται.

ΥΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ αντιμετωπίζουμε και το κριτήρια ένταξης στην εργατική τάξη. Στηριζόμαστε, ασφαλώς, στα κριτήρια που διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Λένιν, αλλά τα τοποθετούμε στο σήμερα, τα «δοκιμάζουμε» απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στα χρόνια τους η διάκριση διευθύνων-διευθυνόμενος ήταν πολύ σαφής. Σήμερα, στις σύγχρονες επιχειρήσεις που έχουν μειωθεί τα επίπεδα ιεραρχίας και έχουν δοθεί σε αρκετούς εργαζόμενους στοιχεία πρωτοβουλίας, δημιουργικότητας, διαχείρισης καταστάσεων, υπάρχει ένα θέμα για το πού ακριβώς πρέπει να μπει αυτή η διαχωριστική γραμμή. Ή επίσης, σε μια εποχή όπου οι κοινωνικές ανάγκες αλλά και οι δυνατότητες είναι τεράστιες κι όπου ο κοινωνικός πλούτος που παράγεται στην Ελλάδα, αν κατανέμονταν ισότιμα, θα έδινε ένα μισθό 2.850 ευρώ σε κάθε εργαζόμενο, είναι ένα ερώτημα αν ένας τέτοιος μισθός κατακυρώνεται στα μεσαία στρώματα ή στη σύγχρονη εργατική τάξη (όπως είναι λογικό). Βέβαια, όλα αυτά προ μνημονίων. Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα πράγμα είναι σίγουρο: όποιοι αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί κι αν γίνουν στα λενινιστικά και μαρξιστικά κριτήρια, ο σκληρός πυρήνας τους διατηρεί στο ακέραιο την ισχύ του: στην εργατική τάξη ανήκει εκείνο το τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού που δεν κατέχει μέσα παραγωγής και ζει πουλώντας την εργατική του δύναμη, που συμμετέχει στη διαδικασία της αξιοποίησης του κεφαλαίου είτε παράγοντας άμεσα είτε συμβάλλοντας στην υπεξαίρεση ενός μέρους της από άλλους παραγόμενης υπεραξίας, που τόσο το ύψος όσο και ο τρόπος απόκτησης του μισθού του καθορίζεται από τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, και που η εργασία του, όσα στοιχεία δημιουργικότητας κι αν έχει τελικά υπόκειται στη διεύθυνση, τον έλεγχο που της επιβάλει ο κάτοχος των μέσων παραγωγής, ο μισθωτής της εργατικής δύναμης.

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΩΝΤΑΣ αυτή την οπτική μιλάμε στο Κείμενο Εργασίας για μια μεγάλη διεύρυνση -και όχι για μείωση- της σύγχρονης εργατικής τάξης. Μια διεύρυνση που τροφοδοτείται παγκόσμια από το τράβηγμα στη μισθωτή εργασία εκατομμυρίων αγροτών από τις φτωχές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και άλλων περιοχών, οι οποίοι εργάζονται είτε στις επιχειρήσεις που μεταναστεύουν στη χώρα τους είτε στις επιχειρήσεις άλλων χωρών όπου μεταναστεύουν οι ίδιοι. Τροφοδοτείται επίσης από την προλεταριοποίηση και συρρίκνωση κλασικών και νέων μεσαίων στρωμάτων, που συνθλίβονται από τις τεχνολογικές και φορολογικές αλλαγές, από την αναδιοργάνωση των επιχειρήσεων και τη μείωση των κλασικού τύπου «υπαξιωματικών» της παραγωγής, αλλά και από την ανοιχτή καπιταλιστικοποίηση των υπηρεσιών και του αγροτοδιατροφικού τομέα, από την εκτατική και εντατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε μια σειρά τομείς.

Πολύ αμφισβητούν την τάση αυτή είτε μένοντας αγκυλωμένοι σε παραστάσεις της έννοιας βιομηχανία και καπιταλιστική επιχείρηση που αντιστοιχούν σε άλλες εποχές – πράγμα για το οποίο ήδη μιλήσαμε. Κι άλλοι γιατί επιμένουν να βλέπουν την εργατική τάξη με στενά «εθνοκεντρική» και ιδιαίτερα με δυτικοκεντρική οπτική. Άποψή μας, όμως, είναι ότι πέπει να αντιμετωπίσουμε την εργατική τάξη με όρους διεθνικής κι όχι εθνικής συγκρότησης. Όχι με την έννοια ότι καταργούνται οι εθνικοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί και η προτεραιόπτητα στο εθνικό πεδίο της ταξικής πάλης. Αλλά με την έννοια ότι σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια, οι αστραπιαίες μετακινήσεις κεφαλαίων, οι μεταναστεύσεις επιχειρήσεων και η πλανητική διάρθρωση των εταιρειών -ώστε να εξασφαλιστεί το μέγιστο κέρδος-, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζουμε το προλεταριάτο στενά εθνικά. Αν ξεπέσουμε σε μια τέτοια θεώρηση, πράγματι θα δούμε την εργατική τάξη να μειώνεται κι ας έχει μετατραπεί η νοτιοανατολική Ασία σε ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων που μπορεί να σχεδιάζονται στην Κοιλάδα της Σιλικόνης, να υποστηρίζονται από λογισμικό Microsoft, να χρηματοδοτούνται μέσω χρηματιστηρίου Φρανκφούρτης, να στηρίζονται σε ρωσική ενέργεια, να διακινούνται από Έλληνες εφοπλιστές, για να δημιουργήσουν τελικά κέρδη που αποθησαυρίζονται στους φορολογικούς παραδείσους των νησιών Καϊμάν.

ΕΧΟΥΜΕ, ΒΕΒΑΙΑ, ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ότι η διεύρυνση του προλεταριακού στρατοπέδου συνδυάζεται και με μια μεγάλη πολυμορφία του. Πολυμορφία που σχετίζεται με το μορφωτικό επίπεδο, τους όρους αμοιβών και εργασίας, τη σταθερότητα της απασχόλησης, την ύπαρξη ή μη προηγούμενων κοινωνικών κι αγωνιστικών παραδόσεων, την εθνικότητα, το αν η εξαρτημένη μισθωτή εργασία είναι αποκλειστική ή συνδυάζεται και με αγροτική εργασία κ.λπ. Κι ακόμη πολυμορφία που επηρεάζει συχνά καθοριστικά τη συνείδηση και τη συμπεριφορά αυτού του προλεταριακού πολυκόσμου. Αυτή ακριβώς η πολυμορφία -κι όχι τόσο ο κατακερματισμός της Αριστεράς- είναι ο κυριότερος παράγοντας που αναγορεύει σε μείζον ζήτημα σήμερα την αγωνιστική ενότητα της εργατικής τάξης. Για να αντιμετωπιστεί τούτη η πολυμορφία -κι όχι τόσο η πολυμορφία της Αριστεράς- μιλάμε για αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής. Και με αυτή την έννοια, η τόσο αναγκαία κοινή δράση της Αριστεράς μέσα στο κίνημα θα έχει νόημα και αποτέλεσμα αν στηθεί με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω κι όχι ανάποδα, αν βάλει μπρος το άλογο κι όχι το κάρο: αν δηλαδή προτάξει το πώς θα ενωθεί η τάξη, το ποια αιτήματα και στόχοι την ενώνουν πραγματικά και σε αυτό υποτάξει και τη δική της κοινή δράση.

Από αυτή την άποψη χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε μια διπλή πραγματικότητα: από τη μια πλευρά υπάρχει αυτή η πολυμορφία που κατακερματίζει, διασπά, αποσυνθέτει, από την άλλη όμως υπάρχει η άγρια επίθεση που στην ουσία πλήττει τους πάντες, καταρρίπτει τους μύθους κάποιων προνομιούχων τμημάτων της εργατικής τάξης και δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για μια πολύ πιο πλατιά προλεταριακή ενότητα και από την άλλη τους όρους για μια πολύ πιο στέρεη αντικαπιταλιστική κι εργατικά ηγεμονευόμενη κοινωνική συμμαχία. Από τη μια η κατάργηση των συμβάσεων, οι ατομικές συμβάσεις, η πολυμορφία των εργασιακών σχέσεων πολυκερματίζει και αποδιαρθρώνει τον υπάρχοντα συνδικαλιστικό ιστό, από την άλλη όμως δίνει τη δυνατότητα οι εργατικές συλλογικότητες, τα συνδικάτα του 21ου αιώνα (παλιά ή νέα) να στηριχτούν όχι μόνο στα άμεσα και στα προφανή αλλά και σε πιο βαθιά στοιχεία. Από τη μια η πολυμορφία που σπρώχνει στον τοπικισμό, το συντεχνιασμό, το επιμέρους και από την άλλη η συνείδηση ότι πλέον η εργατική ενότητα στην εποχή που ανοίγεται μπροστά μας δεν θα κατακτηθεί με αιτήματα χαμηλών πτήσεων, με επιμέρους στόχους αλλά με μια λογική συνολικού πολιτικού χαρακτήρα και μεγάλου βάθους, με μια λογική που αντιπαλεύει την ιερή συμμαχία κυβερνήσεων-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου αλλά και την ίδια την ουσία της εκμεταλλευτικής σχέσης.

ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΣ την εργατική τάξη χωρίς να την αντιμετωπίζουμε θεολογικά, εξιδανικευμένα ή με τη λογική ενός κοσμικού θεού. Δεν ξεχνάμε ότι ίδια η έννοια, η θέση της εργατικής τάξης είναι βαθύτατα διχασμένη: από τη μια είναι τυπικά ελεύθερη αλλά από την άλλη είναι θύμα της σιωπηλής βίας και του οικονομικού καταναγκασμού, που την αναγκάζει να πουλά την εργατική της δύναμη για να επιβιώσει. Από τη μια είναι παραγωγός αξιών χρήσης, κοινωνικού πλούτου και από την άλλη είναι παραγωγός κέρδους, υπεραξίας. Από τη μια έχει ανάγκη την κατάργηση της εκμετάλλευσης αλλά ταυτόχρονα για να επιβιώσει είναι δέσμια της εκμετάλλευσης. Από τη μιά έχει δεκάδες λόγους να κατευθυνθεί ενάντια στο σύστημα κι από την άλλη έχει λόγους που την κρατούν καθηλωμένη σε αυτό. Με αυτή την έννοια μιλάμε για μια τάξη που τόσο στην υλική της υπόσταση όσο και στην κοινωνική και πολιτική της συμπεριφορά διχάζεται ανάμεσα στις τάσεις χειραφέτησης και τις τάσεις υποταγής. Κι όχι για μια τάξη που είναι εξ αντικειμένου επαναστατική και το μόνο που της λείπει είναι να ακολουθήσει, να αποδεχτεί την πολιτική του κόμματος, ώστε να εκπληρώσει την πολυσυζητημένη ιστορική της αποστολή. Μόνο αν καταδυθούμε στην ουσία και τις μορφές που παίρνει τούτη η σύγκρουση σε κάθε εποχή θα μπορέσουμε να βρούμε τους δρόμους μετατροπής της από τάξη καθεαυτήν σε τάξη διεαυτήν. Και μόνο τότε θα δούμε πως η εν λόγω αποστολή δεν είναι γραμμένη σε κάποιους ορειχάλκινους νόμους της ιστορίας, δεν έχει το χαρακτήρα μιας ντετερμινιστικής κοινωνικής προφητείας, αλλά μιας ιστορικής τάσης και δυνατότητας που αντανακλά την τάση χειραφέτησης της εργατικής τάξης και τις πολιτικές μορφές συγκρότησής της.