Γιατί το νέο εργατικό κίνημα πασχίζει να γεννηθεί...

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

Το Παλιό πεθαίνει...

Αυτό το γράφημα παρουσιάζει τη διακύμανση των απεργιών στην καρδιά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, σε διάστημα περίπου 36 χρόνων, πριν τη κρίση του 2008. Όλες και όλοι γνωρίζουμε, λίγο πολύ, αυτά τα στοιχεία. Ωστόσο, αποφεύγουμε πλέον να μιλήσουμε βαθιά πολιτικά για αυτά. Γιατί, αν συζητήσουμε σε βάθος τα συμπεράσματά τους, αυτό που προκύπτει είναι πως οι παραδοσιακοί εργατικοί αγώνες βρίσκονται σε πτωτική τάση, για κάποιους δομικούς λόγους. Όχι ως αποτέλεσμα, απλώς, συγκυριακής ήττας, όχι σαν αποτέλεσμα απλώς της απογοήτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν σαν αποτέλεσμα, απλώς, της πτώσης της ΕΣΣΔ το 1989-1990. Η κατάρρευση του παραδοσιακού εργατικού κινήματος ξεκινά πολύ πριν από όλα αυτά, από το 1970 περίπου. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα η πτώση μάλλον άρχισε από τη δεύτερη, “εκσυγχρονιστική” φάση διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και έπειτα, τέλη δεκαετίας 1980-αρχές δεκαετίας του 1990, δεν αναιρεί αυτό το γενικό συμπέρασμα, αυτή τη γενική δομική τάση.

Η τάση αυτή δεν αναιρείται από την ανάταση των εργατικών αγώνων μετά το 2008-2009. Όπως δείχνουν τα σχετικά στοιχεία, η σχετικά πρόσφατη άνοδος των κλασικών εργατικών αγώνων και ειδικά των απεργιακών κινητοποιήσεων, δημιούργησε έναν κύκλο όξυνσης της ταξικής πάλης που δεν μπόρεσε να ανατρέψει το μεγάλο, μακροχρόνιο και δομικό κύκλο κάμψης τους. Η ταξική και πολιτική ήττα που βιώνουμε, ειδικά από το 2012 και μετά, ουσιαστικά φέρνει σταδιακά και στην Ελλάδα την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος που επικρατεί στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, όμως σε μια κοινωνική συνθήκη μεγαλύτερης φτώχειας και ανεργίας. Οι “αριστερές καταβολές” του ΣΥΡΙΖΑ, η “αγωνιστική παράδοση του ελληνικού λαού και του ΕΑΜ”, οι “καλύτεροι συσχετισμοί της Αριστεράς στο πανεπιστήμιο, τους εργασιακούς χώρους και την υπόλοιπη κοινωνία, σε σχέση με την υπόλοιποι Ευρώπη”, ή, ακόμα, το “ηθικό προνόμιο της Αριστεράς”, όλα αυτά δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την ταξική συντριβή των “μνημονιακών χρόνων”, τη πτώση-ρεκόρ του βιοτικού επιπέδου. Περιττό να προσθέσουμε, πως όλα αυτά είναι αφηρημένος ιδεαλισμός. Η σκληρή και χυδαία υλιστική πραγματικότητα του Κεφαλαίου είναι εδώ.

Θα λέγαμε, μάλιστα, πως οι ταξικοί αγώνες στην Ελλάδα της περιόδου 2009-2012, κλείνουν τον κύκλο του πώς είχε μάθει να αγωνίζεται μαζικά το παραδοσιακό, θεσμοποιημένο εργατικό κίνημα στην περίοδο της μεταπολίτευσης, με ανάλογο τρόπο που αυτός ο κύκλος έκλεισε και στις υπόλοιπες χώρες μέσου και ανώτερου επιπέδου ανάπτυξης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Έχει το ΝΑΡ τα εργαλεία να αναλύσει αυτή την κατάσταση? Ναι, τα έχει, στο πρώτο του συνέδριο. Πολλά από αυτά τα εργαλεία βυθίζονται στη λήθη, με την άτυπη αφήγηση ότι “μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε πλέον”. Ίσως όμως εκείνη η νεότητα του ΝΑΡ, μέσα στη φωτιά των καταρρεύσεων και διασπάσεων, έφερε περισσότερη αλήθεια από τη σημερινή συλλογική μας πολιτικοθεωρητική στασιμότητα.

Αρχικά, το ΝΑΡ διαφοροποιήθηκε από τη κλασική μαρξιστική παράδοση, μιλώντας για τάση υποταγής και τάση χειραφέτησης στην ίδια την υλική συγκρότηση της εργατικής τάξης. Δέχτηκε τότε κριτική, από “μαρξιστική-λενινιστική σκοπιά”, από κάποιους αποχωρήσαντες και, αργότερα, από τον Κώστα Μπατίκα και την Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη, πως αποποιείται τον φύσει ενιαίο επαναστατικό ρόλο και χαρακτήρα της εργατικής τάξης, αναζητώντας “μεταμοντέρνα” υποκείμενα, με επιρροές από την Αυτονομία, κ.ο.κ. Η θέση του ΝΑΡ ήταν (και είναι) σωστή. Η εργατική τάξη, από τη μια πλευρά, συγκροτείται από το ίδιο το κεφάλαιο ως “μεταβλητό κεφάλαιο”, οι θέσεις εργασίας της είναι θέσεις εκμετάλλευσης που δημιουργούν οι επενδύσεις και οι επιχειρήσεις. Έτσι, στην ίδια την υλική ύπαρξή της, η εργατική τάξη τείνει “αυθόρμητα” να βλέπει μια σύγκλιση με τα συμφέροντα των εργοδοτών και των επιχειρήσεων, μέσα στα στενά πλαίσια του “οικονομικού αγώνα” αύξησης των μισθών, βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, κ.ο.κ. Αυτή είναι η τάση υποταγής. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη τείνει, επίσης “αυθόρμητα’’, να αντιπαρατίθεται με τους εργοδότες και τις επιχειρήσεις, αφού τα συμφέροντά τους ποτέ δεν ταυτίζονται, και πάντα, ειδικά σε περίοδο κρίσης, αντιφάσκουν. Η εργατική τάξη είναι η πρώτη που θα απολυθεί, που θα της ρίξουν το μισθό, και όχι οι μηχανές, η πρώτη που θα αποτελέσει την “αναγκαία μείωση του κόστους” και το μέσο εντατικοποίησης των ρυθμών παραγωγής. Αυτή η τάση προς σύγκρουση, είναι η τάση χειραφέτησης. Η τάση υποταγής δεν είναι προπαγανδιστικό-ιδεολογικό κόλπο των καπιταλιστών, πατάει στην ίδια την ταξική πραγματικότητα, και αυτό εκμεταλλεύεται η κυρίαρχη ιδεολογία για να ηττηθεί η τάση χειραφέτησης.

Τί σημαίνουν όλα αυτά, όμως, για το συνδικαλισμό? Όπως τονίζει πάλι στο 1ο συνέδριό του το ΝΑΡ, ο θεσμικός, γραφειοκρατικοποιημένος συνδικαλισμός, στο πλαίσιο του οικονομικού του αγώνα, στηρίζεται στην τάση υποταγής. Η θεσμοποίηση του συνδικαλισμού είναι και νίκη της εργατικής τάξης, και ενσωμάτωσή της, εξελίσσοντας και κάνοντας εξυπνότερη την καπιταλιστική κυριαρχία. Ο “εργοδοτικός συνδικαλισμός” αλλά και ο “θεσμικός-γραφειοκρατικός συνδικαλισμός” είναι αντικειμενική υλική τάση υποταγής του συνδικαλισμού, όσο αντικειμενική είναι και η τάση υποταγής στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Η διπλή ταυτότητα της εργατικής τάξης είναι η διπλή ταυτότητα του συνδικαλισμού. Με αυτή την έννοια, ο θεσμικός συνδικαλισμός ήταν μορφή διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης της τιμής της εργασιακής δύναμης με το κεφάλαιο και το κράτος, και προσπάθησε να ενσωματώσει αποτελεσματικά την εργατική τάση χειραφέτησης.

Τί γίνεται, όμως, όταν η κορπορατιστική τριγωνική σχέση κεφάλαιο-εργασία-κράτος καταρρέει, υπό το βάρος της κρίσης του καπιταλισμού και του “κράτους πρόνοιας”? Τότε, ο παλιός τρόπος θεσμικής, συνδικαλιστικής διεκδίκησης λειτουργεί λιγότερο. Υπάρχουν λιγότεροι εργοδότες που θέλουν να διαπραγματευτούν, λιγότερες παροχές που θέλουν να δώσουν, λιγότερα περιθώρια κερδοφορίας μέσα στον διακλαδικό ανταγωνισμό, και, επιπλέον, το καπιταλιστικό κράτος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και ως “συλλογικός κεφαλαιοκράτης” στοχεύει, για την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης, στη διάλυση του “κοινωνικού συμβολαίου” με την εργατική τάξη, στην επιτάχυνση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης προς όφελος της αστικής τάξης, ελλείψει μάλιστα “αντίπαλου δέους” οργανωμένων ταξικών αγώνων ή κρατοκεντρικών, εργατικής αναφοράς σχηματισμών όπως η ΕΣΣΔ. Αποκαλύπτεται έτσι πως, στη βάση του “κοινωνικού συμβολαίου” πάντα βρισκόταν η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης και ο ταξικός-κοινωνικός πόλεμος πέρα από την πολιτική-δημοκρατική διαμεσολάβηση, διαπραγμάτευση, διάλογο. Σε αυτές τις συνθήκες γίνεται όλο και πιο ανορθολογικό και αναποτελεσματικό να παλεύεις απλώς θεσμικά-συνδικαλιστικά, και γραφειοκρατικά, στον ορίζοντα μιας διαπραγμάτευσης που το καπιταλιστικό κράτος δεν επιδιώκει, οικονομικά και πολιτικά, να την κάνει.

Στην Ελλάδα, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ ανταποκρίνονται με σχεδόν τέλειο τρόπο σε όλα αυτά τα δομικά συμπεράσματα. Είναι κορυφαία παραδείγματα γραφειοκρατικού και αστικοποιημένου συνδικαλισμού, όχι λόγω των “ξεπουλημένων ηγεσιών”, αν και, όμως κάθε λογική “προδοσίας”, η αφήγηση αυτή έχει μια στιγμή αλήθειας, αφού οι διάφοροι καπιταλιστές ηγέτες με αριστερό πρόσημο, είτε είναι ο Τσίπρας είτε είναι ο Παναγόπουλος προσπαθούν να εξαπατήσουν την εργατική τάξη. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το βασικό. Το βασικό είναι ότι η ίδια η εργατική τάξη δεν θέλει να παρέμβει δυναμικά σε αυτούς τους θεσμούς, των οποίων την αποτελεσματικότητα και την τιμιότητα για την καθημερινή της ζωή έχει απαξιώσει. Δεν θέλει να ελέγξει αυτούς τους γραφειοκράτες, να δαπανήσει χρόνο για να αλλάξει μια σάπια δομή. Και καλά κάνει που δεν ενδιαφέρεται γενικά για την αντιπροσώπευσή της στους θεσμούς αυτούς. Η γραφειοκρατικοποίηση του συνδικαλισμού δεν είναι μόνο η αιτία, αλλά και το αποτέλεσμα της αποστράτευσης των εργαζομένων από τις παραδοσιακές δομές διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης. Η φυγή των εργαζομένων από τον αναποτελεσματικό γραφειοκρατικό συνδικαλισμό οδηγεί στην εδραίωση του ανεξέλεγκτου γραφειοκρατικού ελέγχου του, όπως η απονέκρωση της δραστηριότητας των σοβιέτ οδηγεί στη γραφειοκρατία στην ΕΣΣΔ. Η ‘’Γραφειοκρατία’’ δεν μπορεί ποτέ να είναι ένας μηχανισμός ισχυρότερος από την κίνηση των μαζών. Όσον αφορά τον θεσμικό συνδικαλισμό, όλα αυτά είναι φυσιολογικά και αναμενόμενα, όσο αναμενόμενο είναι ότι θα υπάρχουν διαχρονικά, μέσα στην ταξική κοινωνία, ταξικοί αγώνες. Οι πρώτοι σκληροί και παράνομοι εργατικοί αγώνες νίκησαν και ενσωματώθηκαν σε διαφόρων ειδών δομές “πρόνοιας”, οι οποίες, πλέον, έχουν φάει τα ψωμιά τους, και χρειάζονται νέοι αγώνες που δεν θα επιχειρούν επανάληψη της ήττας μια ηρωικότερο τρόπο, αλλά μια ταξική τομή στον συσχετισμό δυνάμεων. Και επειδή στον καπιταλισμό, πάντοτε, ο ιδιωτικός τομέας φέρνει την υλική πραγματικότητα και το πνεύμα κάθε νέας μορφής ταξικής εκμετάλλευσης, στον ιδιωτικό τομέα, είναι γνωστό σε όλους και όλες μας, η συνδικαλιστική συμμετοχή της αναπτυσσόμενης και μεταβαλλόμενης εργατικής τάξης είναι κάτω του 15% στον ιδιωτικό τομέα, συνυπολογίζοντας τις διαφορές ανά κλάδο. Ο συνδικαλισμός στο δημόσιο τομέα, σε τομείς όπως η Υγεία και η Εκπαίδευση, στους οποίους έχουμε σημαντική παρέμβαση, να κρατιέται ψηλά. Όμως ο ιδιωτικός τομέας στο χώρο εργασίας παίζει ανάλογο ρόλο με τα ΤΕΙ στα πανεπιστήμια-δείχνει καθαρά, καθαρότητα, τα όρια του τρόπου που κάνουμε πολιτική.

Τί χαρακτηρίζει λοιπόν τους αγώνες του σήμερα, απέναντι στις αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου? Σύμφωνα με την Beverly Silver, μελετήτρια του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, το κεφάλαιο, για να αντιμετωπίσει τους εργάτες µπορεί:

1.Να µεταφέρει την παραγωγή (spatial fix), την επιχείρηση, σε χώρες που υπάρχει απουσία αγώνα και διεκδικήσεων, που υπάρχουν πολλά χέρια προς προλεταριοποίηση, που υπάρχει χαµηλό εργατικό κόστος.

2.Να αναδιαρθρώσει τεχνολογικά την παραγωγή, την επιχείρηση (technological fix),

3.Να µεταπηδήσει σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσµένους κλάδους παραγωγής προϊόντων (product fix)

4. Να «φύγει» στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), δηλαδή να πουλήσει µονάδες παραγωγής, να γίνει χρήµα που θα χρησιμοποιείται σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες επενδύσεις.

Η Silver διακρίνει δύο ειδών εργατικούς αγώνες, τους επιθετικούς εργατικούς αγώνες τύπου “Κάρλ Μάρξ”, όπου (νέες) εργατικές τάξεις διεκδικούν, και τους αμυντικούς εργατικούς αγώνες τύπου “Κάρλ Πολάνυι”, όπου οι εργατικές τάξεις αμύνονται για να μη χάσουν τα προηγούμενα “κοινωνικά συμβόλαια”. Είναι φανερό ότι αυτοί οι δεύτεροι, αμυντικοί αγώνες, χαρακτηρίζουν το σήμερα, και μάλιστα, όπως προβλέπει το μοντέλο της Σίλβερ, με πρωταγωνίστρια την παλιά εργατική βάρδια, η οποία τείνει να προσφεύγει, όπως είναι αναμενόμενα, πιο εύκολα στο θεσμικό, γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Αντίθετα, η νέα εργατική βάρδια, ούτε αντιπροσωπεύεται στα προγράμματα πάλης της παραδοσιακής εργατικής τάξης σε ιδιωτικό και δημόσια τομέα, ούτε νιώθει ότι αντιπροσωπεύεται.

Τα παραπάνω σημεία, είναι τυπικά κεκτημένο του ΝΑΡ, όχι όμως συλλογικό κεκτημένο. Εκείνο που δεν είναι κεκτημένο όμως, ούτε με τυπικό τρόπο, είναι μια άλλη αντίφαση, ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, την εργατική και καταναλωτική ταυτότητα, την αντίφαση, σήμερα, ανάμεσα στην εντεινόμενη εργασιακή (αυτο)πειθαρχία και την εκτεινόμενη καταναλωτική επιθυμία. Σε έναν όλο και πιο πολύπλοκο και σύνθετο καταμερισμό εργασίας και κατανάλωσης, τα νέα εργασιακά υποκείμενα διαμορφώσουν διαφορετικούς χαρακτήρες, ανάγκες και επιθυμίες, σε βαθμό ευθέως ανάλογο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άρα και της ανάπτυξης νέων καταναλωτικών, εμπορευματοποιημένων αγαθών/υπηρεσιών. Στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, βλέπουμε στον ανεπτυγμένο πυρήνα του μια ραγδαία τριτογενοποίηση της τάξεως του 1970, που συνιστά ποιοτική τομή (όσο και αν κάποιοι επιμένουν να μιλούν για ‘’νέες βιομηχανίες” επισημαίνοντας ομοιότητες στην οργανωτική μορφή και τις διασυνδέσεις των κλάδων μεταξύ τους), και μια μετατόπιση των βιομηχανιών στην περιφέρεια του καπιταλισμού, που δεν ανακόπτει τη γενική τάση-είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στην βιομηχανοκεντρική Κίνα, η τριτογενοποίηση είναι η βασική τάση[1], ενώ και η Ινδία χαρακτηρίζεται από τη δυναμικότητα του τριτογενούς τομέα που συνυπάρχει με έναν μαζικό παραδοσιακό αγροτικό τομέα.

 Δημιουργείται έτσι ένα σοβαρό πολιτικό και ταξικό πρόβλημα, αυτό της ουσιαστικής συνάντησης και σύνδεσης της νέας εργατικής βάρδιας με την παλιά εργατική βάρδια, ώστε να υπάρξει κοινή ταύτιση και κοινός αγώνας αντίστοιχος με τα υλικά τους συμφέροντα, όσο και πρόβλημα εκπροσώπησης της νέας εργατικής βάρδιας από τους παραδοσιακούς φορείς των εργατικών κομμάτων. Η πολιτισμική ταυτότητα της νέας εργατικής βάρδιας είναι ηγεμονική σε όλη την κοινωνία, και αν σε αυτό προσθέσει κανείς μια πιο σύνθετη εθνοτική και πολιτισμική κοινωνική σύνθεση της εργατικής τάξης στους κοινωνικούς σχηματισμούς του σύγχρονου καπιταλισμού, τότε το τοπίο οργάνωσης της νέας εργατικής τάξης γίνεται όλο και δύσκολο. Εδώ ριζώνει το “μεταμοντέρνο” ως κυρίαρχη ιδεολογία, και ο υλιστικός, απελευθερωτικός του πυρήνας. Στην ανάπτυξη των καταναλωτικών, υλικών επιθυμιών της ίδιας της εργατικής τάξης, στον ιστορικό επαναπροσδιορισμό των αναγκών της, στην διεθνοποίησή της που αντιστοιχεί στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

...Ενώ το Νέο πασχίζει να γεννηθεί

 Αυτή είναι η νέα υλική κατάσταση που αντανακλάται στην ταξική και κοινωνική σύνθεση της εργατικής τάξης, στη διεθνοποίησή της, στην αδυναμία της να διεξάγει αποτελεσματικούς, έστω αμυντικούς αγώνες. Απέναντι σε ένα Επιχειρηματικό Κράτος που δεν διαπραγματεύεται και στο οποίο η “Πρόνοια” είναι απλώς “μορφή επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο”, απέναντι έναν επιθετικό, σε κρίση ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Σε αυτές τις κοινωνικές και πολεμικές συνθήκες, το Νέο πασχίζει να γεννηθεί. Τί θα ήταν το Νέο, με διαλεκτικό τρόπο? Θα ήταν η ενσωμάτωση του παλιού σε ένα νέο μοντέλο αγώνων, που δεν θα το αναιρούσε, αναιρώντας έτσι αφηρημένα και καταστροφικά όλη την ιστορία των εργατικών αγώνων, αλλά θα το ενσωμάτωσε ως στιγμή της νέας μεθοδολογίας κοινωνικής-ταξικής αντίστασης, που θα απαντούσε στη νέα μεθοδολογία κυριαρχίας του καπιταλισμού και του κράτους του.

Νομοτελειακά σχεδόν, έχουμε ήδη αυτή την εμπειρία αγώνων. Και αυτό γιατί, σε συνθήκες τρομαχτικών υλικών εξελίξεων σε εργασία, κατανάλωση, τεχνολογία, άρα και υποκείμενο, σε συνθήκες επιταχυνόμενης πτωτικής τάσης της αποτελεσματικότητας των παλαιών συνδικαλιστικών θεσμικών φορέων διεκδικήσεων και αιτημάτων, είναι λογικό και αναγκαίο να πολλαπλασιάζονται οι νέες μορφές και τα νέα περιεχόμενα των αγώνων. Οι ντελιβεράδες σε Ελλάδα, Αγγλία και αλλού, οι συγκρούσεις στις μεγάλες αλυσίδες του κλάδου του επισιτισμού και των τηλεπικοινωνιών σε όλο τον κόσμο, το τεράστιο κίνημα των 15 δολαρίων, το διεθνές συνεταιριστικό κίνημα, με πιο ριζοσπαστική πτέρυγα τις καταλήψεις εγκαταλειμμένων εργοστασίων και με διαρκές διακύβευμα τη διαμάχη για τη θεσμική ή αντιθεσμική συνεταιριστική μορφή τους, οι απεργίες και οι αγώνες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και οι παραδοσιακοί αγώνες όπως ο αγώνας της Χαλυβουργίας και η διαδικτυακή προπαγάνδισή του, η συγκρότηση ταμείου οικονομικής αλληλεγγύης μέσα από τραπεζικό λογαριασμό. Πάνω από όλα, εκατοντάδες και χιλιάδες παρεμβάσεις “έξω” από τα σωματεία αλλά και σε συνεργασία με σωματεία για την ανάκληση απολύσεων, την επιβολή παροχής αποζημιώσεων, το σπάσιμο του εργοδοτικού τσαμπουκά και των απλήρωτων υπερωριών. Τοπικά εγχειρήματα, όπως είναι στην Ελλάδα οι Εργατικές Λέσχες, εγχειρήματα διαδικτυακής αντιπληροφόρησης, αλληλέγγυοι των ταξικών αγώνων που συμβάλλουν οικονομικά αλλά και βάζοντας μπροστά οδόφραγμα τα ίδια τους τα σώματα για να περιφρουρήσουν αυτούς τους αγώνες. Οι αγώνες ενάντια στην κατάργηση της Κυριακάτικης Αργίας, οι αγώνες και η αντιπληροφόρηση για το δολοφονικά “εργατικά ατυχήματα” στα Everest, τα Mikel, οι αγώνες ενάντια στα “κοινωφελή προγράμματα” και τους θεσμούς των “ωφελούμενων” ημιεργαζόμενων-ημιανέργων, οι αγώνες ενάντια στη συγκαλυμμένη εξαρτημένη εργασία που κρύβεται με τη μορφή των “συνεργατών” στους πιο διαφορετικούς κλάδους, από τους Τεχνικούς μέχρι τους Νομικούς.

Κατά κανόνα, οι μορφές αυτές ταξικών αγώνων βρίσκονται μπροστά από τους παραδοσιακούς φορείς. Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο υποκειμενικός παράγοντας υστερεί σε σχέση με τις αντικειμενικές συνθήκες, και ίσως έτσι δεν διακρίνουμε καθαρά ανάμεσα στην υστέρηση του πολιτικού υποκειμενικού παράγοντα να παρέμβει αποτελεσματικά σε εξελίξεις που ήδη συμβαίνουν, στους αγώνες.

Γιατί, λοιπόν, διαλύθηκε τότε η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων, και γιατί δεν μπόρεσε ουσιαστικά ποτέ να ανασυγκροτηθεί? Γιατί φτιάξαμε την Attack, και γιατί τώρα θέλουμε να την υπερβούμε σε μια νέα πανελλαδική συλλογικότητα για την ανεργία και την επισφάλεια? Ποιά αποτίμηση έχει γίνει, ή δεν έχει γίνει? Πώς βλέπουμε το δίκτυο των εργατικών λεσχών και των λαϊκών συνελεύσεων, σε μόνιμη, σταθερή, πανελλαδική σύνδεση με τα εγχειρήματά μας στην Ανεργία/Επισφάλεια και με τα σωματεία, με τον κλασικό συνδικαλισμό? Νομίζουμε πως όλα αυτά τα εγχειρήματα της οργάνωσής μας, που απορρέουν από τη στρατηγική της αντίληψη για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και τις τομές του, όμως βρισκόμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι σε αυτό το οποίο έμαθε να κάνει η παραδοσιακή, και ηττημένη, Αριστερά. Οφείλουμε να εντοπίσουμε, σε μια συλλογική αποτίμηση του εργατικού κινήματος που δεν έχει εξειδικευμένα γίνει, όχι απλά τις αρνήσεις του γραφειοκρατικού επίσημου συνδικαλισμού, αλλά και τις καταφάσεις των αγώνων του. Να συγκεκριμενοποιήσουμε ποιά είναι, κωδικοποιημένα, τα βασικά περιεχομενικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του νέου εργατικού κινήματος, που εξειδικεύουν το ΝΕΚ όπως αποτυπώνεται στα συλλογικά ντοκουμέντα μας.

Κατά τη γνώμη μας, είναι τουλάχιστον τα εξής

1. Διαλεκτική ενότητα οικονομικού και πολιτικού στο περιεχόμενο του αγώνα

2. Σωματειακές και μη σωματειακές μορφές παρέμβασης

3. Διαδικτυακά μέσα παρέμβασης και συντονισμού

4. Υλική-οικονομική αλληλεγγύη στους αγώνες

5. Έμπρακτη περιφρούρηση των αγώνων

6. Νομική βοήθεια και όρια του θεσμικού με το μη θεσμικό

7. Σύνδεση των εργατικών με τους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες σε αντιπολεμική, διεθνιστική, διαθεματική κατεύθυνση.

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δομούνται κυρίως γύρω από το αντι-, το μπλοκάρισμα της μηχανής κερδοφορίας. Για αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ένα ακόμα, πιο καταφατικό.

8. Εργατική αυτοδιαχείριση και εργατικός- κοινωνικός έλεγχος με την κατάληψη των όρων παραγωγής σε ριζοσπαστική κατεύθυνση.

Υποστηρίζουμε ότι αυτά τα νέα χαρακτηριστικά, θέτουν ως ορίζοντα ενός ταξικά ανασυγκροτημένου νέου εργατικού κινήματος τους εξής άξονες ενός αντιεργοδοτικού συντονισμού

1. Οικονομικοί αγώνες με στοχοποίηση της ιδιωτικής, κρατικής και υπερεθνικής εργοδοσίας (βλ. Ε.Ε), ως πολιτικού εχθρού

2. Αντιεργοδοτικό δίκτυο σωματειακών και μη σωματειακών μορφών ταξικής παρέμβασης (πρωτοβουλία αγωνιστικών, αντιγραφειοκρατικών σωματείων, εργατικά σχήματα, εργατικές λέσχες, κοινωνικά κέντρα και στέκια, πολιτικές οργανώσεις, άτομα-αλληλέγγυοι κ.α)

3. Παρατηρητήριο καταγγελιών της εργοδοτικής τρομοκρατίας, με δημοσίευση καταγγελιών και πολύμορφη παρέμβαση του αντιεργοδοτικού δικτύου στη βάση αυτών.

4. Ταμείο οικονομικής αλληλεγγύης των αγώνων από αλληλέγγυους

5. Ομάδες περιφρούρησης-αυτοάμυνας των εργατικών αγώνων απέναντι στην εργοδοσία και την καταστολή της κυβέρνησης

6. Ομάδα νομικής βοήθειας επί των εργατικών διαφορών και των νόμιμων δικαιωμάτων.

7. Συντονισμός των εργατικών αγώνων με άλλους αγώνες για την οικοδόμηση κοινού, κινηματικού συντονιστικού κέντρου και μιας Συνέλευσης Αγώνα των κινημάτων, με αντιπολεμικό, διεθνιστικό και διαθεματικό χαρακτήρα.

8. Οργάνωση ενός αυτοργανωμένου-συνεργατικού προτάγματος σε στρατηγική σύγκρουση με τις αντιλήψεις περί “κοινωνικής οικονομίας’’ της Ε.Ε και των κυβερνήσεων, αλλά με τακτική χρήση των θεσμικών μορφών τους.

Στη διαλεκτική του παλιού με το νέο, δεν έχει νόημα να τονίζει κανείς την “αλληλεπίδραση”, αλλά τί γενικά θα δώσει τον τόνο, τη μαχητικότητα, το στίγμα. Προσπαθώντας να συμβάλλουμε στην κουβέντα, θέλουμε να περιγράψουμε μια διαδικασία, την οποία, αφηγηματικά, μπορούμε να τη φανταστούμε ως εξής. Μια καταγγελία φτάνει στην συνέλευση του αντιεργοδοτικού συντονισμού, δημοσιεύεται και διακινείται διαδικτυακά ξεφτιλίζοντας την εργοδοσία, οργανώνεται παρέμβαση του αντίστοιχου σωματείου και του εργατικού σχήματος, συντονίζεται η ομάδα νομικής βοήθειας των εργαζομένων, επιστρατεύονται οι ομάδες αυτοάμυνας της δίκαιης διεκδίκησης, ενεργοποιείται το ταμείο οικονομικής αλληλεγγύης, συντονίζεται ο εργατικός αγώνας αυτός με άλλους κοινωνικός αγώνες, “κοινωνικοποιείται” η αδικία και η απαίτηση δικαιοσύνης. Ο αγώνας αυτός στοχοποιεί την εργοδοσία της συγκεκριμένης επιχείρησης, την κυβέρνηση-εργοδότη και δήθεν εγγυητή των εργασιακών δικαιωμάτων, και οποιονδήποτε άλλο μηχανισμό εμπλέκεται νομικά ή υλικά, λ.χ το αντεργατικό θεσμικό οπλοστάσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλη αυτή η παρέμβαση του αντιεργοδοτικού συντονισμού “απέξω” επιδιώκει να δημιουργήσει όρους ενίσχυσης και της παρέμβασης “μέσα” στον εργασιακό χώρο, με την ίδρυση νέων σωματείων, την ριζοσπαστικοποίηση ή αποκοπή παλιών από τον εργοδοτικό κορμό, κ.ο.κ. Επιδιώκει να σταθμίζει κάθε φορά συγκεκριμένα την κάθε περίπτωση, τα εργαλεία αγώνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, επιδιώκει να δημιουργήσει μια σταθερή, μόνιμη, πανελλαδική αναφορά που να αντιστοιχεί στη διαλεκτική σταθερότητας-νομαδισμού και την ελαστασφάλεια του σύγχρονου εκμεταλλευόμενου υποκειμένου. Ένα ευέλικτο αλλά και ισχυρό, διακλαδικό και αντιγραφειοκρατικό “σωματείο όλων των εργαζομένων’’. Πρέπει να επανεξετάσουμε τις μορφές πάλης του εργατικού κινήματος απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου. Πέρα από τις θεσμοθετημένες απεργίες των συνδικάτων πρέπει να επεξεργαστεί και άλλες μορφές πάλης όπως αποκλεισμοί καταστημάτων (Γκαζοχώρι, Revolt) από το ίδιο το σωματείο σε συνεργασία με μη-θεσμικές δομές. Ακόμα πρέπει να αντλήσουμε συμπεράσματα από τα ιστορικά παραδείγματα εργατικών αγώνων μπλοκαρίσματος της παραγωγής και εκβιασμού της εργοδοσίας με μη θεσμικές μορφές όπως οι Λευκές Απεργίες, οι Απεργίες Κανονισμού κ.α. Θεωρούμε πως το Δίκτυο Ελευθέρων Φαντάρων Σπάρτακος και η Attack αποτελούν πραγματικές στιγμές αναζήτησης αυτού του νέου και ταξικού που πασχίζει να γεννηθεί.

Περί Συνεργατισμού

Όσον αφορά την κατάφαση και τα όρια του συνεταιρισμού, θεωρούμε το παγκόσμιο συνεταιριστικό-συνεργατικό κίνημα εξαιρετικά αντιφατικό. Η διπλή καπιταλιστική αδυναμία ιδιωτικής οικονομίας και κρατικών οικονομικών να καταπολεμήσουν την δομική ανεργία σε συνθήκες αποβιομηχάνισης, και να χρηματοδοτήσουν προνοιακές παροχές, οδηγεί στη προσπάθεια από τον καπιταλισμό ενσωμάτωσης της μορφής του συνεταιρισμού στο αστικό μπλοκ εξουσίας. Όμως αυτό δεν είναι απλώς μια “παγίδα’”, δηλώνει μια βαθιά αδυναμία. Ο καπιταλισμός αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι “οι εργάτες μπορούν χωρίς αφεντικά”, και να θεσμοποιήσει αυτή την αλήθεια, περιορίζοντάς την και εντάσσοντάς την στην παραγωγή του ΑΕΠ, αντί να έχει κλειστές επιχειρήσεις και ακόμη περισσότερους ανέργους. Η κοινωνική οικονομία αφορά περίπου 10% του ΑΕΠ πολλών ευρωπαϊκών χωρών, και η Ε.Ε έχει συγκεκριμένη γραμμή οικειοποίησης και ελέγχου της[2]. Ωστόσο, σε κάθε ιστορική εποχή που αναπτυσσόταν το συνεταιριστικό κίνημα, προέκυψε και μια κομμουνιστική αυτο-κριτική εντός του. Πριν τους Μάρξ-Ένγκελς και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, επικρατούσαν οι ιδέες του Φουριέ, του Μπένθαμ, του Προυντόν, ο “μικροαστικός σοσιαλισμός” και ο ενσωματωμένος συνεταιρισμός. Για αυτό, στο πλαίσιο της Πρώτης Διεθνούς, ο Μάρξ έγραψε το εξής[3].

5. Συνεργατική εργασία

Είναι υπόθεση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών να συνδυάσει και να γενικεύσει τις αυθόρμητες δράσεις της εργατικής τάξης,αλλά όχι να υπαγορεύσει ή να επιβάλλει κάποιο δογματικό σύστημα. Το συνέδριο,λοιπόν,δεν πρέπει να διακηρύξει κάποιο ειδικό συνεργατικό σύστημα,αλλά να περιορίσει τον εαυτό του στην έκφραση κάποιων γενικών αρχών

α) Αναγνωρίζουμε το συνεργατικό κίνημα ως μία από τις μετασχηματιστικές δυνάμεις της τωρινής κοινωνίας που βασίζεται στον ταξικό ανταγωνισμό.Το μεγάλο πλεονέκτημά του είναι ότι δείχνει πρακτικά, ότι το τωρινό εξαθλιωτικό και δεσποτικό σύστημα υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο μπορεί να αντικατασταθεί από το δημοκρατικό σύστημα των ελεύθερων και ίσως συνεταιρισμένων παραγωγών

β) Περιορισμένο, όμως, στις ''νανοειδείς'' μορφές στις οποίες μπορούν να το επεξεργαστούν οι μεμονωμένοι μισθωτοί δούλοι με τις ατομικές προσπάθειές τους, το συνεργατικό σύστημα δεν θα μετασχηματίσει ποτέ την καπιταλιστική κοινωνία.Για τη μετατροπή της κοινωνικής παραγωγής σε ένα μεγάλο και αρμονικό ελεύθερης και συνεργατικής εργασίας,απαιτούνται γενικές κοινωνικές αλλαγές,αλλαγές των γενικών συνθηκών της κοινωνίας,οι οποίες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την μεταφορά των οργανωμένων δυνάμεων της κοινωνίας,δηλαδή,της κρατικής εξουσίας,από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες στους ίδιους τους παραγωγούς.

γ) Προτείνουμε στους εργαζομένους να στραφούν στη συνεργατική παραγωγή αντί για τα συνεργατικά καταστήματα.Τα τελευταία αγγίζουν μόνο την επιφάνεια του παρόντος οικονομικού συστήματος,ενώ η πρώτη επιτίθεται στο θεμέλιό του."

Πρέπει στο σήμερα να δούμε και να επανεξετάσουμε τα παραδείγματα της εργατικής αυτοδιαχείρισης όπως αυτά ξεπροβάλουν παγκοσμίως. Στην Ελλάδα το εγχείρημα της ΒΙΟΜΕ που κατάφερε να απαντήσει υλικά στης ανάγκες των εργαζομένων και συγχρόνως να είναι εικόνα από το μέλλον, μιας άλλης κοινωνίας που η παραγωγή θα ανήκει στα χέρια των εργαζομένων. Η ΒΙΟΜΕ αποτελεί ένα παράδειγμα που ενώ γενικά έχει λοιδορηθεί από την πλειοψηφία της αριστεράς ως κομμάτι μιας λογικής κοινωνικής οικονομίας και ενσωματώσιμη διεκδίκηση η εργοδοσία και το κράτος την πολεμά, όπως βλέπουμε και με την τελευταία κίνηση για τον πλειστηριασμό του εργοστασίου. Όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα παγκόσμια όπως οι καταλήψεις γης σε Βραζιλία, Ουρουγουάη ,Χιλή από εργάτες γης ,το κίνημα των αυτοδιαχειριζόμενων εργοστασίων στην αργεντινή και ειδικά της πρωτοπόρας ομοσπονδίας αυτοοργανωμένων εργοστασίων ΜΙR και το πιο πρόσφατο παράδειγμα στην Γαλλία της κατάληψης του εργοστασίου της LIPTON -με δυναμικό 400 εργαζομένων..Πάντα αντιλαμβανόμασταν πως ο οικονομικός αγώνας αν δεν διαπερνιέται και πλαισιώνεται από αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά μπορεί να ενσωματωθεί και να διευρύνει την κυριαρχία του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας. Με τον αντίστοιχο κίνδυνο που κάποια οικονομικά αιτήματα απέναντι στο κράτος μπορούν να ενσωματωθούν στην διαχείριση κάποιας φιλολαϊκής αριστερής κυβέρνησης υπάρχει ο κίνδυνος και τα εγχειρήματα αυτά να ενσωματωθούν στην λογική της κοινωνικής οικονομίας. Για αυτό είναι ζήτημα του ίδιου του εργατικού κινήματος και των πρωτοποριών του πως αυτά τα εγχειρήματα 1ον θα πολλαπλασιαστούν ώστε να είναι συνολική πρόταση για την εργατική τάξη 2ον θα έχουν αυτή την μορφή και αυτό το πολιτικό πλαίσιο που θα τα καθιστούν εκ γενετής εχθρικά σε κράτος και στο κεφάλαιο.

 Αντί Συμπεράσματος, για τον Ελληνικό Κοινωνικό Σχηματισμό

Ο ελληνικός καπιταλισμός ανήκει, από τη σκοπιά της ανάπτυξής του, στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, δηλαδή στο κέντρο του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί περιφέρεια του κέντρου. Η συνισταμένη των διαφορετικών θέσεών του σε διαφορετικές δομές και κλίμακες (παγκόσμια, δυτική, περιφερειακή), τον καθιστά έναν από τους ασθενείς κρίκους του πρώτου καπιταλιστικού κόσμου. Ακριβώς αυτή η συνδυασμένη θέση δημιουργεί αντιφατικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και αντιφατική κοινωνική συνείδηση, που συνδυάζει χαρακτηριστικά ''περιφέρειας'' και ''κέντρου''. Αποτελεί την υλική βάση των διαφορετικών θεωριών γύρω από τον ελληνικό καπιταλισμό, τον χαρακτήρα της ελληνικής αστικοποίησης και την ένταξη της Ελλάδας σε Ε.Ε και ευρωατλαντικό άξονα. Αυτή η ένταση ανάμεσα στην περιφερειακή και την κεντρική θέση του ελληνικού καπιταλισμού, προσδιορίζει και τις αντιφάσεις του στη διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Επιπλέον, ο ελληνικός καπιταλισμός, αν εκφράσουμε πιο μαρξιστικά το πρώτο σημείο, χαρακτηρίζεται από μέση προς υψηλή παραγωγικότητα εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας σε ευρωπαϊκή-υπειρωτική και δυτική κλίμακα. Αποτελεί δηλαδή καπιταλισμό όπου κυριαρχεί αφενός η άντληση σχετικής υπεραξίας (που εξαρτάται από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, το επίπεδο της τεχνολογικής ανάπτυξης και διακλαδικής διάχυσης των τεχνολογικών καινοτομιών, το θεσμικό περιβάλλον κ.α), αν συγκριθεί με τα μέτρα του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, αφετέρου η άντληση απόλυτης υπεραξίας (που εξαρτάται από το χρόνο της εκμεταλλευόμενης υπερεργασίας σε σχέση με την πληρωμένη εργασία, και την εντατικοποίηση της εργασίας στη μονάδα του χρόνου), αν συγκριθεί με τους ανταγωνιστικούς καπιταλισμούς του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχει πρόβλημα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας αν συγκριθεί με το κυρίαρχο ευρωπαϊκό πλαίσιο αγοράς μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Ταυτόχρονα, η συνθήκη αυτή δεν παύει να ισχυροποιεί τα πλέον πρωτοπόρα κομμάτια της ελληνικής αστικής τάξης. Τέλος, ο ελληνικός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται, επιπλέον, από την ''μικρομονοπωλιακή'' παραγωγή του εθνικού καπιταλιστικού πλούτου, αλλά ταυτόχρονα από την κυρίαρχα ''μικροεπιχειρησιακή'' κατανομή της μάζας απασχόλησης του εργατικού δυναμικού[4]. Με άλλα λόγια, ο αριθμός των μικρών επιχειρήσεων και της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε αυτές είναι σχετικά μεγάλος στην ελληνική οικονομία σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές δυνάμεις, ωστόσο οι μεγάλες επιχειρήσεις παράγουν πολύ μεγαλύτερο πλούτο αναλογικά με τον μικρότερο αριθμό τους στην ελληνική οικονομία. Υπό αυτή την έννοια, ο ελληνικός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από (μικρο)-μονοπωλιακή συγκεντροποίηση ως προς την παραγωγή του κεφαλαίου (μεγαλοαστική τάξη) αν συγκριθεί με άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά και μεγάλο αριθμό μικροεπιχειρήσεων (μικροαστική τάξη) και άρα πολύπλοκη κατανομή και διασπορά του εργατικού υποκειμένου. Ανάλογα με το τί θεωρείται σε κάθε μελέτη ''μεσαία'' και ''μεγάλη'' επιχείρηση αλλάζει ο συσχετισμός των δύο. Οι τάσεις συγκεντροποίησης κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία ενισχύονται, όπως είναι αναμενόμενο, την εποχή της κρίσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συνολικά κυριαρχούν και στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο όσον αφορά την απασχόληση

Συνέπεια όλων των παραπάνω, είναι ότι στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα πρέπει να προσλάβει μια μορφή που θα συνδυάζει σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό παλιές και νέες μορφές αντιστάσεων, αφού η ελληνική οικονομία συνδυάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό μορφές απόλυτης και σχετικής υπεραξίας, και λόγω της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην παγκόσμια παραγωγή, όσο και λόγω της ημιπεριφερειακής του θέσης σε αυτήν. Τέλος, ο μεγάλος αριθμός των απασχολούμενων στην Ελλάδα σε μικρές επιχειρήσεις που δεν αναιρεί, όπως είπαμε, τη μονοπωλιακή συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, σημαίνει ότι ένα αντιεργοδοτικό μπλοκ δεν πρέπει να επικεντρωθεί απλώς στους μεγάλους χώρους επιχειρήσεων, αλλά πρέπει να οικοδομήσει δίκτυο αντιστάσεων στις μικρές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζεται η πλειοψηφία του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν γενικά τον ολοκληρωτικό καπιταλισμού, μόνο που στην Ελλάδα προσλαμβάνουν παροξυμμένη και ιδιαίτερη μορφή.

Πάντα οι εργατικοί αγώνες δεν διεξάγονται μόνο με ένα τρόπο, μόνο με μια μορφή, αλλά μέσα από τους πολλούς δρόμους της πραγματικής κίνησης του κομμουνισμού. Στην εποχή μας αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο, και θα ισχύει όλο και περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Η καπιταλιστική εργοδοτική ηγεμονία χτίζεται με πολύμορφο τρόπο. Πρώτα από όλα, μέσα στους χώρους δουλειάς, αλλά και έξω από αυτούς, στον έλεγχο της κατανάλωσης και της αγοραστικής δύναμης, στην οικογένεια, τις εθνικής αφηγήσεις, την προπαγάνδα των ΜΜΕ, την τρομοκρατία και το φόβο. Τόσο πολύμορφα και αποφασιστικά, θα πρέπει να απαντήσει το εργατικό κίνημα, παλεύοντας για την κατάργηση της ίδιας της εργασιακής εκμετάλλευσής του.

  • Χρήστος Μουλός ΟΝΕ, ΟΒ Κέντρου 1
  • Πέτρος Μανιάτης ΟΒ Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΝΑΡ
  • Γιάννης Ευσταθίου ΟΝΕ, ΟΒ Κέντρου 1
  • Δήμος Λουκάς ΟΝΕ, ΟΒ Ζωγράφου
  • Δημήτρης Χρήστου ΟΒ Κέντρου 2 ΝΑΡ

Υποσημειώσεις-Παραπομπές:


[2]. Βλ. ‘’Η Κοινωνική Οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση’’ http://www.eesc.europa.eu/sites/default/files/resources/docs/a_ces11042-2012_00_00_tra_etu_el.pdf

[3]. Για πρωτότυπη ελληνική μετάφραση βλ. https://bestimmung.blogspot.gr/2014/01/o-m.html , και παραπομπή στο αγγλικό κείμενο, βλ. https://www.marxists.org/archive/marx/works/1866/08/instructions.htm. Για την τοποθέτηση του Λένιν σε σχέση με τον συνεταιρισμό ως μορφή, βλ. https://bestimmung.blogspot.gr/2014/07/blog-post_25.html