Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ, 20 Ιουλίου 2019

 

Συνεδρίασε στις 20 Ιούλη 2019 η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ με θέμα μια πιο ολοκληρωμένη συζήτηση για το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου και το κοινωνικό – πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται. Στη συνεδρίασή της, που ήταν ουσιαστική και γόνιμη, η Π.Ε. υπερψήφισε Απόφαση στην οποία τίθενται τα πρώτα στοιχεία και οι κατευθύνσεις του πολιτικού και οργανωτικού προγραμματισμού για την επόμενη περίοδο και παράλληλα ορισμένες πλευρές μιας ευρύτερης συζήτησης που πρέπει να ανοίξει σε όλο το μήκος και το πλάτος των οργανώσεων του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και της νΚΑ, αλλά και συνολικά της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής αριστεράς, μπροστά στη νέα πολιτική περίοδο. Με στόχο την ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, του ΝΑΡ και της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Η Π.Ε. αποφάσισε αυτή η διαδικασία αυτή να αποκρυσταλλωθεί σε Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ μέχρι το τέλος του 2019.

Παρακάτω δημοσιεύονται βασικά αποσπάσματα από την Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ:

Κεφάλαιο Α: Τα αποτελέσματα των εκλογών και το νέο πολιτικό τοπίο

  1. Οι βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου ολοκλήρωσαν τη φάση των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων του τελευταίου διαστήματος, αποτυπώνοντας σε εκλογικό επίπεδο τις διεργασίες και τους συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν όλη την προηγούμενη περίοδο στην Ελληνική κοινωνία. Το αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Μάη, εκφράζει έναν βαθύτερα αντιλαϊκό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων. Σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα πολιτική περίοδο, με το κλείσιμο του κύκλου των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών των τελευταίων χρόνων και με μια συντηρητική πολιτική στροφή. Το αστικό πολιτικό σύστημα πραγματοποίησε ένα σημαντικό βήμα για τη σχετική σταθεροποίησή του (που είχε δρομολογηθεί από την έναρξη της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), με την ανάδειξη ενός νέου δικομματισμού (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ με 71%), με το 80% να καταλαμβάνεται από τα τρία κόμματα των μνημονίων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ και με τη συμπίεση των δυνάμεων της Αριστεράς, αλλά και άλλων μικρότερων κομμάτων.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική σταθεροποίηση, στο επίπεδο του κομματικού πολιτικού συστήματος δεν έχει τη διάσταση που θέλει η αστική τάξη, ούτε αντιστοιχεί σε μια κοινωνική σταθερότητα. Αυτό γιατί: α) ένα σημαντικό τμήμα της αυξημένης αποχής εκφράζει μια συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος και ένα άλλο απογοήτευση από την κατάληξη του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγές στην κυρίαρχη πολιτική, αλλά και συνολικά για την κατάληξη του κύκλου των μεγάλων αναταραχών της περιόδου 2008-2015, β) ένα σημαντικό τμήμα ψήφων που πήραν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπροσωπεί μια σοβαρή πολιτική συμφωνία με τα κόμματα αυτά, είναι ψήφοι «με βαριά καρδιά», περισσότερο δίνονται ως «τιμωρία» ή «αντίδραση» στο άλλο κόμμα και στη λογική του μικρότερου κακού και γ) Το σύστημα δεν έχει ξεπεράσει την κρίση του, ενώ και η Ελλάδα βρίσκεται δεμένη στις ασφυκτικές ευρωμνημονιακές υποχρεώσεις και στο μηχανισμό εξυπηρέτησης του άδικου δημόσιου χρέους, την ίδια ώρα που και το ιδιωτικό χρέος είναι εκρηκτικό. Είναι μόνιμες οι ανησυχίες των αστικών think tanks για νέο «κρισιακό σπασμό», «βάθεμα της ύφεσης» κλπ. Οι πληγές της κρίσης του καπιταλισμού παραμένουν ανοιχτές στο σώμα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων. Η όποια αναιμική ανάπτυξη του συστήματος δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή βάση για τις μεγαλοστομίες της ΝΔ περί «επενδύσεων», «ποιοτικών δουλειών», «τσουνάμι ανάπτυξης» και αυτό που περιμένει το κόσμο της εργασίας και τη νεολαία είναι οι περαιτέρω χαμηλοί μισθοί, τα ξεχειλωμένα ωράρια, οι μειωμένες συντάξεις και χτύπημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορεί να έχει αυτοδυναμία στη βουλή, δεν έχει όμως στην κοινωνία και θα αντιμετωπίσει - νωρίτερα από ότι πιστεύει - τις λαϊκές αντιδράσεις στην πολιτική της. Αντιδράσεις οι οποίες μπορούν να αντιστρέψουν τη σημερινή κατάσταση, εφόσον βέβαια οι μαχόμενες δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της αριστεράς δράσουν με λογική εργατικής και λαϊκής, ανατρεπτικής αντιπολίτευσης.

  1. Βασική, πρωταρχική αιτία, για τη διαμόρφωση αυτού του νέου συντηρητικού πολιτικού σκηνικού είναι το προχώρημα των αντεργατικών και αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, διαμέσου των μνημονίων και όχι μόνο, που χρειάζεται ο Ελληνικός καπιταλισμός για να ξεπεράσει τη κρίση του. Το προχώρημα αυτής της διαδικασίας και η αδυναμία αποτροπής – ανατροπής τους, από το μαζικό κίνημα και τη μαχόμενη αριστερά, έχει ενισχύσει σε πλατιά τμήματα των εργαζομένων και της νεολαίας τις τάσεις υποταγής και προσαρμογής στο «μνημονιακό κεκτημένο», τάσεις που είχαν την αντανάκλαση τους στο αποτέλεσμα των εκλογών και συνολικά στο πολιτικό συσχετισμό. Ειδικά ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχτηκε πολιτικά καθοριστικός στη συντηρητική στροφή αυτής της περιόδου. Με τη συνέχιση και το βάθεμα της μνημονιακής αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής, μέσα από την αντίληψη του «δεν υπάρχει εναλλακτική» στον ευρωμονόδρομο των αιματηρών πλεονασμάτων, της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων, της καπιταλιστικής κερδοφορίας, της βαθύτερης πρόσδεσης στον Αμερικάνικο παράγοντα και την ΕΕ, ευτέλισε την έννοια της αριστεράς στις λαϊκές συνειδήσεις και στην πράξη επανάφερε τη ΝΔ σε ρόλο πρώτου βιολιού στην αστική πολιτική ορχήστρα, νομιμοποιώντας την στις συνειδήσεις χιλιάδων ανθρώπων. Εντός του πλαισίου αυτού, ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε πολιτική «πτωχοκομείου», πετυχαίνοντας να συγκρατήσει εκλογικά σημαντικά τμήματα φτωχών λαϊκών στρωμάτων (αξιοποιώντας και την αντίθεση στη ΝΔ και τον Κ. Μητσοτάκη). Η ενσωμάτωση του ριζοσπαστικού αριστερόστροφου ρεύματος του 2010-15 στην κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ και από εκεί στην απογοήτευση του ΤΙΝΑ και στην υποχώρηση του μαζικού κινήματος οδήγησε με τη σειρά του στη λογική του μικρότερου κακού που πάντα φέρνει το μεγαλύτερο.
  2. Έτσι, τώρα, το κεφάλαιο με τον Κ. Μητσοτάκη στο τιμόνι επιχειρεί τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντεργατικής και αντιλαϊκής επίθεσης σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Έχει εξασφαλίσει μία κατά βάση «υπεύθυνη» και συστημική αντιπολίτευση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ που ήδη προβάρει κουστούμια της «νέας» δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης. Τα πρώτα δείγματα της κυβέρνησης της ΝΔ είναι χαρακτηριστικά. Άμεση κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών, πέρασμα του μεταναστευτικού στο υπουργείο ΠΡΟ.ΠΟ του Χρυσοχοΐδη, «σωτηρία της ΔΕΗ» μέσα από τη διάλυση και το ξεπούλημά της, αναγνώριση του πραξικοπηματία Γκουαϊδό, ασφαλιστικό τριών πυλώνων, νέος εκλογικός νόμος με κατάργηση της απλής αναλογικής σε δήμους και περιφέρειες, είναι ορισμένα μόνο από τα σημεία των άμεσων κυβερνητικών προτεραιοτήτων, ενώ το περιβόητο φορολογικό που υποτίθεται πως θα είναι win-win για επιχειρήσεις και απλούς φορολογούμενους, θα πρέπει να έχει τα απαραίτητα «αντίμετρα» για να εγκριθεί από τους θεσμούς. Η ίδια η σύνθεση της κυβέρνησης με «αξιοποίηση» σε καίριες θέσεις «τεχνοκρατών» και «δοκιμασμένων στελεχών της αγοράς», δηλαδή ανθρώπων βαθιά διαπλεκόμενων με τα μεγάλα επιχειρηματικά κέντρα και συμφέροντα, προδιαγράφει τις επόμενες κινήσεις στο τρίπτυχο ιδιωτικοποιήσεις – καταπάτηση εργατικών δικαιωμάτων – καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.

Είναι προφανές ότι το κεφάλαιο επιχειρεί να κλειδώσει τις «κατακτήσεις» της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και πατώντας πάνω σε αυτές να προωθήσει όλες τις απαιτούμενες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις, επιτυγχάνοντας μια στροφή στη κερδοφορία και την υποταγή της εργατικής τάξης για πάρα πολλά χρόνια, αξιοποιώντας τη συγκυρία, τη κατάσταση του μαζικού κινήματος και το βαθύ πολιτικό τραύμα που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ στο κόσμο της αριστεράς. Αυτή η αντεργατική αντιλαϊκή επίθεση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με γενικές επικλήσεις για αγώνες, ούτε βέβαια με αριστερό συμπλήρωμα στην «υπεύθυνη αντιπολίτευση» του ΣΥΡΙΖΑ, θα χρειαστούν βαθιές τομές τόσο στο μαζικό κίνημα όσο και στην ίδια την αντικαπιταλιστική αριστερά.

  1. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τεθεί σε διαδικασία ολοκλήρωσης και εμβάθυνσης του αστικού μετασχηματισμού του, στη κατεύθυνση μονιμοποίησης και ολοκλήρωσης των πολιτικών χαρακτηριστικών που απέκτησε μέσα από την κυβερνητική του θητεία, με στόχο ένα «σύγχρονο κόμμα της κεντροαριστεράς», δηλαδή μιας σοσιαλδημοκρατίας προσαρμοσμένης στις σημερινές απαιτήσεις του συστήματος. Πρόκειται για την πολιτικό-θεωρητική έκφραση των σύγχρονων σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων που προωθούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, για την αποτύπωση και στο πεδίο του κομματικού σχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ της λογικής του ΤΙΝΑ και τη συγκρότηση ενός κόμματος που μαζί με την πρόσδεση σε νέα επιχειρηματικά "τζάκια" και την ΕΕ, θα προωθεί τα συμφέροντα του συστήματος με δόσεις φιλανθρωπίας στους "ακραία φτωχούς" και περισσότερες δόσεις κοινωνικά ευαισθητοποιημένου λόγου στο αξιακό–πολιτιστικό πεδίο. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πατώντας πάνω στο υψηλό για αυτήν αποτέλεσμα της 7ης Ιούλη και στην εκλογική – πολιτική ηγεμονία του πάνω στην αριστερά (παρά την εκλογική ήττα και απώλεια της κυβέρνησης) επιχειρεί μια «εκκαθάριση» στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, επιδίωξη που αν επιτευχθεί θα μιλάμε για μια κατάσταση στην αριστερά αντίστοιχη της γειτονικής Ιταλίας. Η αναφορά στην αναγκαία οργανωτική συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη «σύγκλιση της εκλογικής επιρροής με την κοινωνική οργάνωση» εκφράζει την προσπάθεια του να διαμορφώσει μόνιμη οργανωτική και πολιτική επιρροή στους εργαζόμενους και τη νεολαία (συνδικάτα, δήμους κλπ.)
  2. Σημαντικές είναι οι εξελίξεις στο χώρο της ακροδεξιάς. Η μεγάλη πτώση των νεοναζί της Χρυσής Αυγής και η μη είσοδος στη βουλή αποτελεί θετικό γεγονός. Σε αυτό συνέτεινε η διαρκής παρέμβαση του αντιφασιστικού κινήματος, αλλά και η αλλαγή προτεραιοτήτων κύκλων του συστήματος που προέκριναν την αυτοδυναμία της ΝΔ με εθνικιστική ατζέντα (βλ. μακεδονικό) και υιοθέτηση σημαντικών πλευρών των ακροδεξιών θέσεων, καθώς και η ανάδειξη του κόμματος Βελόπουλου (με ακροδεξιές, χουντικές και έντονα ρατσιστικές θέσεις), το οποίο μπορεί να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά υπέρ του συστήματος στη νέα φάση. Το αποτέλεσμα των εκλογών έχει δημιουργήσει αποσυσπείρωση στη Χρυσή Αυγή, ήδη ο Λαγός και άλλα στελέχη έχουν προαναγγείλλει νέα ακροδεξιά κίνηση και μπορεί να ακολουθήσουν και άλλες, ενώ η διακοπή των κοινοβουλευτικών και ειδικά των οικονομικών προνομίων θα εντείνει τις αποσυσπειρωτικές τάσεις. Είναι γεγονός ότι οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις τραυμάτισαν πολύ βαθιά το πιο ακραίο και επικίνδυνο κομμάτι της ακροδεξιάς. Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρξει καμιά επανάπαυση, καθώς τα ποσοστά του νεοναζιστικού μορφώματος παραμένουν υψηλά και η νέα κατάσταση μπορεί να στρέψει τμήματα της φασιστικής ακροδεξιάς σε λογικές επιθέσεων στην αριστερά, σε κοινωνικούς χώρους και σε αγωνιστές, στην προσπάθεια της να αποδείξει ότι συνεχίζει να είναι αναγκαίο στο σύστημα, ή να επαναξιοποιηθεί γι αυτό το ρόλο από κύκλους του κράτους και του κεφαλαίου σε ενδεχόμενη έξαρση των μαζικών αγώνων. Το εργατικό, λαϊκό και αντιφασιστικό κίνημα χρειάζεται να συνεχίσει τους αγώνες του για να μπουν στη φυλακή οι φασίστες, για την οριστική εξαφάνιση της Χ.Α. από τον πολιτικό χάρτη, αλλά και για το κτύπημα και την ήττα των κάθε λογής ακροδεξιών, ρατσιστικών και νεοφασιστικών πολιτικών και δυνάμεων.
  3. Το ΜΕΡΑ25 κατάφερε να μπει στη βουλή, εκφράζοντας μια τάση διαμαρτυρίας για τη σημερινή κατάσταση και θολής αναζήτησης διεξόδου. Πατώντας πάνω σε νέες αυταπάτες, το συστημικό φιλόΕΕ και τεχνοκρατικό κόμμα του Βαρουφάκη, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δύναμη της Αριστεράς, δεν μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων, καθώς θέλει να στηρίξει την «υγιή επιχειρηματικότητα» και τη συνεργασία (sic) των εργοδοτών και των εργαζομένων, δηλαδή μια «μοντέρνα» εκδοχή της ταξικής ειρήνης και συνεργασίας, πάντα εντός της ΕΕ. Το ΜΕΡΑ25 θα δοκιμαστεί στις νέες συνθήκες, όπου θα πρέπει να πάρει συγκεκριμένες θέσεις στην πολιτική και ταξική αντιπαράθεση.
  4. Το ΚΚΕ παραμένει καθηλωμένο στα επίπεδα των ευρωεκλογών και των βουλευτικών του 2015. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι παγιώνεται η μεγάλη πτώση των ποσοστών του ΚΚΕ στα χρόνια της κρίσης. Από το 7,54% των βουλευτικών εκλογών του 2009 και το 8,35% των Ευρωεκλογών του ίδιου έτους στο 5,30% – 5,5% των 4 τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων. Μπορεί να φαίνεται σαν η μόνη υπαρκτή αριστερά με πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς όρους, ωστόσο δεν κατάφερε ούτε αυτό να καρπωθεί από την πεντάχρονη μνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική «αγώνες τώρα για τα άμεσα και κάποτε θα ωριμάσουν οι συνθήκες για την λαϊκή εξουσία» δεν εμπνέει για «κάτι παραπάνω», πολύ περισσότερο για την αναγκαία προγραμματική, κινηματική και συνολική ανασυγκρότηση της αριστεράς. Παρόλα αυτά η λογική του κόμματος «αποκούμπι στα δύσκολα», η οργανωτική του συγκρότηση και η παρουσία του, αν και φθίνουσα, σε κρίσιμους χώρους της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα, εκφράζει μια λογική συνεχούς αντοχής και άμυνας, και τελικά για αρκετό κόσμο που είχε δεσμούς και θα μπορούσε να διεκδικηθεί και από την αντικαπιταλιστική αριστερά, αποτέλεσε μια επιλογή ψήφου «για να υπάρχει και κάτι αριστερό μέσα στη βουλή».

Η ΛΑΕ πέφτει ακόμη περισσότερο, χάνοντας το μισό των ψήφων της από τις ευρωεκλογές στις 26 Μάη. Η τυπική αλλαγή ηγεσίας χωρίς αλλαγή φυσιογνωμίας και πολιτικής την οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα. Ο χώρος αυτός είναι σε στρατηγικό αδιέξοδο και ερώτημα. Η «πλατιά αντιμνημονιακή, πατριωτική γραμμή» και οι υποχωρήσεις στο εθνικιστικό ρεύμα οδήγησαν σε μια φυσιογνωμία που αντικειμενικά δεν μπορεί να σταθεί με αυτοτέλεια ανάμεσα στον βασικό και συγκροτημένο ρεφορμιστικό πόλο, του ΚΚΕ, τα υπόλοιπα ΣΥΡΙΖογενή ρεύματα και την αντικαπιταλιστική αριστερά. Αντικειμενικά η οριακή του κρίση θα το οδηγήσει σε μια πορεία στρατηγικού επαναπροσανατολισμού. Ωστόσο, κομμάτι του κόσμου της ΛΑΕ θέλει μια βαθύτερη ανατρεπτική ενότητα. Ανοίγονται ορισμένες δυνατότητες κοινής δράσης με τμήματα αυτού του κόσμου, τόσο στα μέτωπα της πάλης, όσο και διαλόγου για την αναγκαία ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής αριστεράς.

Άλλες οργανώσεις και κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς είχαν καθηλωτικά εκλογικά αποτελέσματα. Συνολικά, ο χώρος της αριστεράς συμπιέστηκε και λεηλατήθηκε (και αυτή τη φορά) από τα εκβιαστικά διλλήματα και τη θεωρία της χαμένης ψήφου που έθεσε ο δεξιός και κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατώντας να πετύχει μια αντίρροπη κίνηση. Οπωσδήποτε για τα αποτελέσματα συνολικά της αριστεράς, η υποχώρηση του μαζικού κινήματος (παρά ορισμένες σημαντικές έως και ηρωικές μάχες του) έπαιξε σοβαρό ρόλο και στα εκλογικά αποτελέσματα. Είναι φανερό όμως πως αναδεικνύονται κρίσιμα ελλείμματα, στο στρατηγικό, πολιτικό, κοινωνικό-ταξικό και οργανωτικό πεδίο, από τα οποία κανείς δεν μπορεί να «δραπετεύσει» χωρίς ουσιαστική συζήτηση, αυτοκριτική επανεξέταση και μάχιμη ανασυγκρότηση.

Κεφάλαιο Β: Για τα αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την επόμενη ημέρα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του μαζικού κινήματος

8. Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 7/7 είναι αρνητικό, όπως και το πρόσφατο αποτέλεσμα του Μαΐου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχασε το 1/3 των ψήφων της από τις ευρωεκλογές, αδυνατώντας να εκφράσει μια διαφορετική ποιότητα παρέμβασης για την αντικαπιταλιστική αριστερά και συνολικά για την αριστερά.

Προκύπτει ένα βασανιστικό ερώτημα: Γιατί οι ψηφοφόροι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς παρουσιάζονται πολιτικά ευάλωτοι στο ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα σε μια εκλογική μάχη όπου το θέμα της κυβέρνησης είχε κριθεί; Απώλειες βέβαια υπήρχαν και προς άλλες κατευθύνσεις (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25) και προς την αποχή. Αποδεικνύεται ότι το αντικαπιταλιστικό δυναμικό δεν είναι πολιτικά συγκροτημένο σε τέτοιο βαθμό που να το καθιστά ισχυρό απέναντι στα πολυποίκιλα διαχειριστικά και ρεφορμιστικά ρεύματα. Φαίνεται πως οι πολιτικοί μας δεσμοί με τον κόσμο της ευρύτερης μαχόμενης και ανατρεπτικής αριστεράς είναι χαμηλοί. Το ερώτημα αυτό πρέπει να μας απασχολήσει πιο σοβαρά και αυτοκριτικά. Σημειώνουμε παρακάτω κάποιες πρώτες σημαντικές πλευρές.

Τα αποτελέσματα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα πρέπει να τα δούμε:

Στην πολιτική εξέλιξή τους εντός, αφενός της «στενής» πολιτικής περιόδου των τετραπλών εκλογών Μαΐου – Ιουλίου 2019 και αφετέρου στο ευρύτερο πλαίσιο της δεκαετίας 2009-2019.

Σε συνδυασμό με την γενικότερη εξέλιξη του συνόλου των πολιτικών συσχετισμών για όλα τα πολιτικά κόμματα, ρεύματα και αντιλήψεις και ειδικότερα την διαμόρφωσή τους εντός της αριστεράς. Σε συσχέτιση με την πορεία των κοινωνικών αγώνων και γενικά το βαθμό και τις μορφές εμπλοκής του λαϊκού παράγοντα στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων.

Σχετικά με τις τετραπλές εκλογές (Μαΐου – Ιουλίου 2019). Σε ότι αφορά τη σημερινή πολιτική περίοδο και ειδικότερα την αποτύπωση της επιρροής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι σαφές ότι αποτυπώθηκαν δύο εικόνες για την απήχησή της και τον τρόπο πρόσληψης της πολιτικής φυσιογνωμίας της από τον ευρύτερο κόσμο της αριστεράς:

9. Από τη μια, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, αποτυπώθηκε με τις αντικαπιταλιστικές, αντιδιαχειριστικές αριστερές κινήσεις περιφερειών και δήμων ένα διακριτό κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα της τάξης του 1,5-2,5% με αντικαπιταλιστικό πολιτικό προσανατολισμό και αγωνιστική ριζοσπαστική στάση, το οποίο οριοθετήθηκε από την αστική πολιτική και τα νεορεφορμιστικά ρεύματα ποικίλης μορφής, που απλώνεται και γειώνεται σε περισσότερες περιοχές. Το αποτέλεσμα αυτό (και παρά τη μείωση κατά 25% σε σχέση με το 2014), έχει μεγάλη σημασία για την προοπτική του πόλου της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, καθώς αποτυπώθηκε σε συνθήκες όχι μόνο των γνωστών δυσκολιών από την απογοήτευση που σκόρπισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ανοιχτής και άμεσης διαπάλης με άλλα ρεύματα που επεδίωκαν να εκφράσουν την «αριστερή αντιπολίτευση» στον ΣΥΡΙΖΑ (ΚΚΕ και ΛΑΕ).

10. Από την άλλη, τόσο το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών όσο και των βουλευτικών, σαφώς καταδεικνύει ότι στο επίπεδο της συνολικής πολιτικής λύσης και πρότασης για την ελληνική κοινωνία, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το αντικαπιταλιστικό ρεύμα έχουν σαφώς μικρότερη επιρροή και απήχηση. Αυτό δεν έχει να κάνει με το «πως μας βλέπει ο κόσμος», αλλά και με αυτό που πράγματι είμαστε ή δεν είμαστε. Όπως επισημαίνεται και στην πρώτη ανακοίνωση του Γραφείου της ΠΕ για τα αποτελέσματα των βουλευτικών, αποτυπώνονται σε αυτό κυρίως οι «προγραμματικές και πολιτικές μας ανεπάρκειες».

11. Για τον απολογισμό δεκαετίας (2009-2019). Τα παραπάνω γίνονται πιο φανερά, αν κάνουμε απολογισμό με όρους δεκαετίας ή του πολιτικού κύκλου «μνημόνια - κοινωνική οργή και πολιτικές αναταράξεις, ηγεμονία και διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επάνοδος ΝΔ», όπως καταγράφτηκε η προσπάθεια της αστικής πολιτικής να αναδιαρθρώσει συνολικά το σύστημα, οι αντιστάσεις του κόσμου, η ενσωμάτωση τους στο σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ και η διαμόρφωση του τωρινού συσχετισμού.

Έχει σημασία επίσης να δούμε τους ενδιάμεσους σταθμούς αυτού του πολιτικού κύκλου όπως την κορύφωση της μνημονιακής οργής τον Μάιο του 2012, την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη κυβέρνηση το Γενάρη του 2015, το δημοψήφισμα τον Ιούλη του 2015 και την επάνοδο της ΝΔ τον Ιούλιο του 2019.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που δημιουργήθηκε το 2009, δηλαδή στο μεταίχμιο και έχοντας μόνο δει τα προεόρτια της ερχόμενης καπιταλιστικής κρίσης και κοινωνικής καταιγίδας (Δεκέμβρης 2008), παρά την ευρύτητα συμμετοχής δυνάμεων σε αυτήν, καταγράφει χαμηλή πολιτική επιρροή (ευρωεκλογές Ιουνίου 2009 21.988 ψήφους/βουλευτικές Οκτωβρίου 2009 24.687 ψήφους). Η ενότητα και μετωπική συσπείρωση που αντιπροσώπευσε τότε, δεν αποτέλεσε από μόνη της την τομή, παρά την αδιαμφησβήτητη σημασία της, όσο το πεδίο εντός του οποίου θα μπορούσε αυτή να υπάρξει. Η έλευση της κρίσης και των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών μετατοπίσεων, με τη μαζική είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα, «σήκωσε» την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο απόγειό της τον Μάιο του 2012 (75.432 ψήφοι), όπως απογείωσαν (κυρίως) και τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ. Δύο ήταν τα ατού αυτής της ανόδου:

Το πρώτο είχε να κάνει με την προβολή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης σε συνολικό πολιτικό επίπεδο και την προσπάθεια σύνδεσής του με την «αντικαπιταλιστική ανατροπή». Παρά τις πραγματικές ανεπάρκειες και αντιφάσεις ή/και τις διαφορετικές ερμηνείες αυτού του προγράμματος, τόσο και κυρίως από τα δεξιά (ανέφικτο, μαξιμαλιστικό, δεν περιέχει κυβερνητική λύση κλπ), όσο και «από τα αριστερά» (καλλιέργεια αυταπατών κλπ), έδωσε πολιτική υπόσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Το δεύτερο στοιχείο, ήταν το γεγονός ότι η επίκληση της ανάγκης και του καθοριστικού ρόλου των κοινωνικών αγώνων και η μαχητική και πρωτοπόρα συμμετοχή της στους μεγάλους αγώνες της περιόδου, αποτελούσε πραγματικό, υλικό επιχείρημα μέσα στην κινηματική αναταραχή, παρά την προφανή έλλειψη νέων οργανωτικών και πολιτικών μορφών που θα την καθιστούσαν μακροπρόθεσμα βιώσιμη και ανεξάρτητη από τον εκλογικό χειρισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ενσωμάτωση της μνημονιακής οργής στην κυβερνητική λύση ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της γενικότερης ηγεμονίας της πολιτικής στρατηγικής του για διακυβέρνηση εντός του καπιταλιστικού και ευρωενωσιακού πλαισίου με «αριστερό πρόσημο» στα πεδία της διανομής, της κοινωνικής ευαισθησίας και της δημοκρατίας, ανέδειξε ταυτόχρονα τα όρια του πολιτικού προγράμματος, της κοινωνικό-ταξικής αναφοράς και της πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι κύριες διαφοροποιήσεις της σε επίπεδο οργανώσεων (ΚΑΝ) και ρευμάτων (Πρωτοβουλία 1000, τμήματα της ΑΡΑΝ κλπ), είναι σαφώς προς τον ΣΥΡΙΖΑ όπως και οργανώσεων εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Ανασύνταξη). Ένα μήνα μετά, στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιστρέφει στα επίπεδα του 2009 παίρνοντας 20.391 ψήφους, ενώ και το ΚΚΕ καταγράφει τεράστιες απώλειες (-236.480 ψήφους, σχεδόν το 45% της δύναμής του). Αντίστοιχα φάνηκαν και τα όρια των βασικών κινηματικών εμπειριών και μορφών της περιόδου (πλατείες, γενικές απεργίες κλπ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς) και κυρίως η αδυναμία μόνιμης συγκρότησης μορφών οργάνωσης του λαού και βέβαια το καθοριστικής σημασίας όριο των περιορισμένων βημάτων στην πολιτική και ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.

Η θετική και αρνητική εμπειρία του δημοψηφίσματος του Ιούλη του 2015, θετική από την άποψη της κίνησης και συμπεριφοράς της πλειοψηφίας του λαού, την αναβαθμισμένη παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα στο γενικό ρεύμα του ΟΧΙ, αρνητική από τη σκοπιά της αδυναμίας αντίστασης και ανατροπής της κωλοτούμπας του ΣΥΡΙΖΑ, αδυναμίας που ανέδειξε και τα προγραμματικά όρια του «άλλου δρόμου» που με το τριπλό ΟΧΙ εξέφρασε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και την περιορισμένη δυνατότητα κινητοποίησης δυνάμεων σε αυτή τη κατεύθυνση, έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη συνέχεια.

12. Έχει σημασία να δούμε ότι στην περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με την παράλληλη υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα από το πολιτικό προσκήνιο, την απομάκρυνση της προοπτικής της ριζικής αλλαγής και των στόχων που την συμπύκνωναν (αμφισβήτηση του χρέους, ρήξη με την ΕΕ κλπ), η αφομοίωσή του σε σημαντικό βαθμό στην λογική του «μικρότερου κακού» της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τη φθορά κάθε έννοιας «ανατροπής», η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως και το ΚΚΕ) δεν ανακτά τις δυνάμεις της από την υποχώρηση της προηγούμενης περιόδου, συνεχίζοντας στην ίδια καθήλωση. Να σημειώσουμε μόνο μια μικρή άνοδο το Σεπτέμβρη του 2015 της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε συνεργασία με το ΕΕΚ σε 0,85% (μετά την καταπάτηση του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος από το ΣΥΡΙΖΑ) από το 0,64 % του Γενάρη του 2015 σε αντίθεση με το ΚΚΕ που είχε και τότε μικρή πτώση σε ποσοστό και ψήφους. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χάνει φέτος τις μισές ψήφους από τον Σεπτέμβρη του 2015 (45.000).

Στο ίδιο διάστημα (της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όπως και το ΝΑΡ), δεν έχει μείνει η ίδια από άποψη σύνθεσης και πολιτικής φυσιογνωμίας. Από μεγάλο τμήμα των δυνάμεών της (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ και τμήμα του ΝΑΡ μετέπειτα Κ-Σχέδιο, Αναμέτρηση κ.λπ.), προβάλλεται σε πολιτικό επίπεδο κυρίως η ανάγκη πολιτικής συμμαχίας με τη ΛΑΕ (κάποιοι προσχωρούν άμεσα), ενώ σε προγραμματικό επίπεδο τίθεται η ανάγκη ενός προσαρμοσμένου και χωρίς αντικαπιταλιστικές αιχμές προγράμματος και οι ισοπεδωτικές αντιλήψεις μιας καταστροφικής «αποτυχίας όλης της αριστεράς» που οδηγεί κατά βάση σε μια λογική «υπέρβασης από τα δεξιά» και «να ενωθούμε να σώσουμε ότι μπορούμε».

Την ίδια περίοδο δυναμώνουν τα προβλήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στα ρεύματα που την συγκροτούν και η «στασιμότητα» για την οποία μιλάγαμε στο 4ο Συνέδριο παίρνει τα χαρακτηριστικά υποχώρησης και κρίσης.

Το ΣΕΚ κλιμακώνει μια λογική δήθεν «ενιαίου μετώπου» ακόμη και με τον ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα της αντιφασιστικής πάλης. Παράλληλα, αναπαράγονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα προβλήματα με τις διαφορετικές αντιλήψεις στο εργατικό κίνημα, το αντιφασιστικό κλπ., αναδεικνύονται τα πιο αρνητικά οργανωτικά χαρακτηριστικά ορισμένων ρευμάτων και η σταθερά εργαλειακή αντίληψη του μετώπου. Η πρόταση συμπερίληψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα θολό «μέτωπο ανατροπής», βασικά σε συνεργασία με τη ΛΑΕ, (ΜΕΤΑΒΑΣΗ, Κ-σχέδιο), και η προσπάθεια επιβολής της λίγες ημέρες πριν τις εθνικές εκλογές από την ευκαιριακή πλειοψηφία (ΣΕΚ, ΑΡΙΣ, ΜΕΤΑΒΑΣΗ) δημιουργούν σοβαρές συγχίσεις και υπονομεύουν την προοπτική του ανεξάρτητου αντικαπιταλιστικού πόλου.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι τυχαία. Πρόκειται για αντανακλάσεις στο πολιτικό – οργανωτικό επίπεδο της υποχώρησης των αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, των μη σημαντικών βημάτων στη συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού πόλου και των αντίστοιχων βημάτων στο εργατικό κίνημα.

Έτσι παροξύνθηκαν τα μονιμότερα προβλήματα «στασιμότητας» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που σημειώναμε ήδη από το 4ο Συνέδριο του ΝΑΡ. Τόσο το πρόβλημα του στρατηγικού προσανατολισμού δηλαδή το «αν θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός αυτοτελούς κοινωνικοπολιτικού ρεύματος με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και επαναστατική ηγεμονία, που φυσικά θα επικοινωνεί και θα συνδέεται με τις πιο πλατιές λαϊκές διαθέσεις και θα οικοδομεί τις συμμαχίες του– ή θα καθηλώνεται στην αναζήτηση κάποιου ρεφορμιστικού πολιτικού ρεύματος ως οχήματος για να «αναρριχηθεί» προς το πολιτικό σκηνικό, με «συμμαχίες κορυφής» χωρίς αρχές και προοπτική», το ζήτημα μιας σχετικά ενιαίας παρέμβασης στην εργατική τάξη ώστε να οικοδομείται μια στοιχειωδώς σταθερή πολιτική βάση μέσα στην εργατική τάξη και τέλος το ζήτημα μιας δημοκρατικής, ενιαίας λειτουργίας με βάση τις επιτροπές και τους αγωνιστές της.

Το ΝΑΡ διέγνωσε σχετικά έγκαιρα τόσο την ανάγκη για προγραμματική αναβάθμιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσο και την επιτακτικότητα της προωθημένης συσπείρωσης δυνάμεων γύρω από το αναγκαίο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα και έκανε μικρά αλλά ασταθή και κυρίως ανεπαρκή βήματα προς αυτή τη κατεύθυνση και στα τρία επίπεδα. α) Στο επίπεδο του αναγκαίου κομμουνιστικού μετασχηματισμού του ίδιου του ΝΑΡ και της νΚΑ και στη συγκέντρωση και ενοποίηση δυνάμεων στην υπόθεση του νέου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, β) στην προγραμματική ανάπτυξη και στη συσπείρωση δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (4η συνδιάσκεψη), γ) στην ανασυγκρότηση και αναζωογόνηση του κινήματος.

Η ένταση της αντιπαράθεσης γύρω από την ανάγκη ή μη αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης και αυτοτελούς παρουσίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της συζήτησης για το ίδιο το περιεχόμενο και πολύ περισσότερο την ανάγκη της εμβάθυνσης και μαχητικής λαϊκής προβολής αυτής της κατεύθυνσης. Η καθυστέρηση της εξέλιξης της πρωτοβουλίας για κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, οι ταλαντεύσεις και υπαναχωρήσεις για αυτό, είχαν ακόμη πιο ορατές εκφάνσεις στο επίπεδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου την ίδια στιγμή που κυριαρχούσαν τα αναγκαία συνθήματα για «άλλη αριστερά», «εργατική αντιπολίτευση» και «κοινωνικούς αγώνες», ήταν εξαιρετικά αδύναμη η προβολή ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού προγράμματος, ανεπτυγμένου τόσο σε ότι αναφορά τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα (εργασία, δημοκρατία, ειρήνη, οικολογία κλπ) όσο και σε ότι αφορά την προοπτική του ως εναλλακτική στον καπιταλισμό (επανάσταση, εργατική δημοκρατία, κομμουνισμός στη σύγχρονη εποχή), όπως και αντίστοιχα του υποκείμενου και των μέσων με τα οποία μπορεί να υπηρετηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης του Ιούλη αποκρυστάλλωσε ανάμεσα στα άλλα και τα όρια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την περίοδο αυτή. Ωστόσο με το αποτέλεσμα αυτό η «ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν γύρισε στο 2009» όπως υποστηρίζουν άλλες δυνάμεις, γιατί αποτελεί ένα σχετικά συγκροτημένο και αναγνωρίσιμο πόλο, με σημαντική κοινωνική και πολιτική διασύνδεση, με διακριτές θέσεις πάνω σε πολύ κρίσιμα ζητήματα του πολιτικού αγώνα (ΕΕ, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, «εθνικά» κα), ενώ σημαντικό τμήμα αγωνιστών αναγνωρίζει ότι έχει αναντικατάστατο ρόλο στις διαδικασίες ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντί ΕΕ και αντιδιαχειριστικής αριστεράς.

13. Είναι προφανές ότι η κατάσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να μείνει «ως έχει». Έχουν υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό τα μετωπικά της στοιχεία με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί στη πράξη σε συμπαράταξη οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών/αγωνιστριών. Ως ΝΑΡ επιδιώκουμε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση στηριγμένη στη θέληση της πλειοψηφίας των μελών της και να διαμορφώσει το δρόμο της ανάπτυξης, του μετασχηματισμού και τελικά της υπέρβασής της στην κατεύθυνση ενός προγραμματικά, πολιτικά, ταξικά και οργανωτικά ανώτερου, αυτοτελούς σύγχρονου αντικαπιταλιστικού πόλου.

Η διαδικασία αυτή δεν είναι μονόπρακτο. Το καθήκον που τίθεται μπροστά στο ΝΑΡ είναι να δράσει άμεσα και πρακτικά με μια σχεδιασμένη οικοδόμηση των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων μιας τέτοιας πορείας η οποία, σύμφωνα και με τις θέσεις του Συνεδρίου και των μετέπειτα αποφάσεών της ΠΕ περιλαμβάνει συγκεκριμένα βήματα για:

α) την οικοδόμηση μιας νέας ανώτερης κοινωνικής και ταξικής βάσης, προσανατολισμένης στην εργατική τάξη και στα πιο εκμεταλλευόμενα κομμάτια της, που θα υπερβαίνει τα σημερινά κοινωνικά της όρια και την υπερβολική επίδραση των μικροαστικών στρωμάτων στις γραμμές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

β) μια νέα προγραμματική συμπύκνωση, το βάθεμα, η τεκμηρίωση, η προβολή και η εκλαΐκευση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, που υπερβαίνει το ρεφορμισμό και τις λογικές «συμπόρευσης με δυνάμεις του», στην εποχή της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, της εμβάθυνσης του ευρωμνημονιακού μονόδρομου, της αντιδραστικής στροφής και των πολέμων.

γ) την ένταξη νέων αγωνιστών και πολιτικών δυνάμεων και ρευμάτων στην διαδικασία του αντικαπιταλιστικού μετώπου με τις κατάλληλες κάθε φορά μορφές.

δ) μια σχεδιασμένη, συλλογική πορεία στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με στόχο τη συσπείρωση της πλειοψηφίας του δυναμικού της, και τη δημοκρατική λειτουργία του μέσα από τις ΤΕ, τόσο στις επερχόμενες μάχες όσο και στην πορεία ανασυγκρότησης και υπέρβασής της στην κατεύθυνση του «αντικαπιταλιστικού πόλου».

14. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλουμε ώστε να αναληφθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες τόσο στα όργανα όσο και στις ΤΕ, ώστε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

α) να μπει αμέσως στον αγώνα ενάντια στην κλιμάκωση της επίθεσης που θα επιχειρηθεί άμεσα από την κυβέρνηση της ΝΔ. Επείγει η οργάνωση της εργατικής λαϊκής, ανατρεπτικής αντιπολίτευσης. Μόνο που για να είναι κοινωνικά και πολιτικά αποτελεσματικοί αυτοί οι αγώνες πρέπει να περνούν στα χέρια των ίδιων των αγωνιζόμενων και όχι του αστικοποιημένου, κυβερνητικού συνδικαλισμού τύπου ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, να «σπάνε» τα πολιτικά όρια που θα επιχειρήσει να βάλει στο μαζικό κίνημα η ψευτοαντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι σε πλήρη ανεξαρτησία από αυτόν και σε αντίθεση με την πολιτική του. Η αντιπολίτευση στην ΝΔ και την αστική πολιτική πρέπει να γίνεται από τις θέσεις του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, της αμφισβήτησης των θεμελιακών ευρωμνημονιακών πολιτικών στις οποίες συμφωνούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και όχι με λογικές «αντιδεξιών μετώπων», «ενιαίου μετώπου με τον ΣΥΡΙΖΑ» κλπ που απλά ρίχνουν νερό στο μύλο ενός νέου γύρου αυταπατών.

β) να πάρει πρωτοβουλίες για το άνοιγμα μιας πλατιάς συζήτησης τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο πλατύ μάχιμο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που επιμένει στην ανάγκη αυτοτελούς μετωπικής συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς για το περιεχόμενο, τους δρόμους και τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας πορείας. 

Στην συζήτηση αυτή δεν ξεκινάμε από το μηδέν, όπως αρκετές δυνάμεις υποστηρίζουν υπεκφεύγοντας από τα βασικά σημεία – αιχμές ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Στηριζόμαστε πάνω στις πολιτικές και προγραμματικές κατακτήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και τη γνώση ότι αυτές δεν επαρκούν, στην εμπειρία από την «άνοδο και την πτώση» της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ, από την κρίση των ρεφορμιστικών σχεδίων που επιχείρησαν να κάνουν κριτική από «αριστερά», χωρίς να υπερβούν τον πολιτικό και προγραμματικό τους ορίζοντα, στις ανάγκες της ταξικής πάλης στην νέα περίοδο. Είμαστε αντίθετοι με το κλίμα παραίτησης, υποχώρησης, αγνωστικισμού και τελικά μιας νέας «ενωτολογίας», που καταλήγει στο «να ενωθούμε για να υπάρχουμε» που τελικά αναπαράγει την ηγεμονία του αστικά ανασυγκροτημένου ΣΥΡΙΖΑ.

Στην συζήτηση αυτή δεν περισσεύει κανένας. Ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που παλεύει, αλλά και αυτός που δεν συμμετέχει πια ενεργά, δυνάμεις και αγωνιστές που στήριξαν τα περιφερειακά και δημοτικά σχήματα, αλλά και αυτοί που τελικά δεν συμπαρατάχθηκαν μαζί μας, κόσμος από το πρωτοπόρο δυναμικό των αγώνων και την βάση της αριστεράς που αναζητά σε αριστερή, ανατρεπτική κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την στάση που τήρησε σε αυτές τις εκλογές που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται οριστική.

Άλλωστε, η διάταξη των δυνάμεων στην αριστερά έχει ήδη αλλάξει και θα αλλάξει ακόμα περισσότερο. Η σύγκρουση με την ΝΔ και το αστικό πολιτικό σύστημα, η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, η κρίση του ενός ρεφορμιστικού πόλου της ΛΑΕ δημιουργούν νέα δεδομένα και υπονομεύουν τον υπάρχοντα συσχετισμό και διάταξη δυνάμεων. Πολύ σημαντικά τμήματα εργαζόμενων και αριστερών που θέλουν να παλέψουν θα αναζητήσουν εκείνη την πολιτική δύναμη, το πρόγραμμα και τον πολιτικό –οργανωτικό ιστό που θα τον βοηθήσει στην πάλη του και αυτό είναι το καλύτερο έδαφος για την πορεία προς μια νέα βαθμίδα συγκέντρωσης δυνάμεων για τον αντικαπιταλιστικό πόλο.

Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως αναφέρεται και στην απόφαση του ΠΣΟ των 51, είναι η δημοκρατική λειτουργία και η οργανωτική ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με στόχο την επανασυσπείρωση του δυναμικού της και τη συμμετοχή τους στον καθορισμό της πολιτικής και της δράσης της. Είναι ο μόνος δρόμος για να μην μετεξελιχθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα άθροισμα οργανώσεων και μια φανέλα που θα την χρησιμοποιεί κάθε οργάνωση κατά το δοκούν. Είναι ο μόνος δρόμος για να υλοποιούνται συλλογικά και αποτελεσματικά οι αποφάσεις της και να εξελίσσεται σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο, με αυτοτελή δομή/ιστό, δημοκρατία, σεβασμό στις συλλογικές αποφάσεις και «αυτοπειθαρχία» των οργανωμένων τάσεών της.

16. Βασικά ζητήματα για την επόμενη μέρα του κινήματος και της αριστεράς που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλείται να επεξεργαστεί βαθύτερα και να τα προβάλει στο πλατύ δυναμικό και τις δυνάμεις που απευθύνεται είναι:

α) η στάση ριζικής αντίθεσης στην κυβέρνηση της ΝΔ και συνολικά στο αστικό πολιτικό σύστημα στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η αποφασιστική αντίσταση στην επίθεση που θα εξαπολύσει η κυβέρνηση της ΝΔ, από θέσεις συνολικής απόρριψης και πάλης για την ανατροπή του ευρωμνημονιακού πλαισίου. Η απόρριψη των «αντιδεξιών μετώπων», της «μετωπικής απεύθυνσης» στον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του. Ωστόσο δεν ταυτίζουμε τον κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Παλεύουμε στα πλαίσια των αγώνων του μαζικού κινήματος να κερδηθούν από την αντικαπιταλιστική αριστερά. Όρος για αυτό είναι η πολιτική κριτική και αποκάλυψη του ΣΥΡΙΖΑ και όχι το «ενιαίο μέτωπο» μαζί του.

β) Ο πολιτικός αγώνας για την ήττα της πολιτικής και των στόχων του συμφωνημένου «προγράμματος» μεταμνημονιακής επιτροπείας μέχρι το 2060, (αιματηρά πλεονάσματα, αποπληρωμή του χρέους κλπ) σαν προϋπόθεση για την ικανοποίηση λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων. Η επαναφορά στην «ημερήσια διάταξη» των βασικών στόχων της «εξόδου από ευρώ / ΕΕ» και της «στάσης πληρωμών / μη αναγνώρισης / μονομερούς διαγραφής του χρέους.

γ) Η πάλη για άμεση εδώ και τώρα βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης και του λαού με μέτρα που στοχεύουν στο «να χάσει πλούτο και δύναμη το κεφάλαιο». Η απόρριψη αντιλήψεων «ταξικής συνεργασίας», «κοινωνικών εταίρων» και αταξικής «παραγωγικής ανασυγκρότησης» μέσα στον καπιταλισμό. Η προβολή του στόχου των εθνικοποιήσεων του τραπεζικού συστήματος και στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση με εργατικό και λαϊκό έλεγχο.

δ) Η πάλη για την ειρήνη, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το ΝΑΤΟ, τον ευρωστρατό, την αυταρχικοποίηση και στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, τον εθνικισμό και τον επιθετικό ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης, με την δημιουργία των τυχοδιωκτικών αξόνων στην περιοχή.

ε) Η απόρριψη των κυβερνητικών και ευρύτερα των διαχειριστικών αυταπατών γύρω από νέες εκδοχές «αριστερών» ή άλλων κυβερνήσεων και «εκδημοκρατισμού του κράτους» και η σύνδεση του ζητήματος της κυβέρνησης με το ζήτημα της επανάστασης και της εξουσίας.

στ) Η στήριξη μορφών συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, συνελεύσεων από τις μάχιμες, ταξικές δυνάμεις σε σχέδιο αγώνων πέρα και ενάντια από τον υποταγμένο συνδικαλισμό.

Αυτές οι έξι βασικές οριοθετήσεις αποτελούν κομβικές θέσεις που προκύπτουν από την εμπειρία όλου του προηγούμενου διαστήματος. Την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, την κρίση της ΛΑΕ κλπ. Επιδιώκουμε να υιοθετηθούν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες με βάση αυτές. Σε κάθε περίπτωση θα αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες από το ΝΑΡ.

Σε αυτά τα πλαίσια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμβάλει σε πρωτοβουλίες διαλόγου για την ευρύτερη ανασυγκρότηση, κοινή δράση και βηματισμό της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής αριστεράς.

Τα παραπάνω αποτελούν ζητήματα που πρέπει να προταχτούν «εδώ και τώρα» στην άμεση δράσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα ολοκληρωθούν και θα καταληχθούν στην ερχόμενη Συνδιάσκεψη της.

17. Η παρέμβαση μας ως ΝΑΡ για τη διαμόρφωση νέου προωθητικού συσχετισμού είναι ανάγκη να αναπτυχθεί και εκτός του μετώπου, τόσο στο επίπεδο ταξικής ανασυγκρότησης του κινήματος όσο και της συσπείρωσης της στρατηγικής πρωτοπορίας. Το ζήτημα «κρίκος», εκεί από όπου πρέπει να ξεκινήσουμε είναι τα βήματα στην συγκρότηση των πρωτοπόρων εργατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων. Πράγματι μια πορεία στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου προϋποθέτει πρώτα από όλα μια πολύ ανώτερη συγκρότηση των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων, ώστε να σταθεροποιείται η ταξική βάση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και να υπερβαίνει την «υπερβολική» επίδραση των μικροαστικών αντιλήψεων στο εσωτερικό της.

Οι πρωτοβουλίες αυτές που διαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται με την υπόθεση του κομμουνιστικού φορέα είναι απόλυτα αναγκαίες και εφικτές. Εκτός των άλλων γιατί σήμερα υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι ανένταχτου δυναμικού τόσο εντός όσο και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αναζητά μια συσπείρωση δυνάμεων ανώτερη από αυτή που σε αυτή την περίοδο «προσφέρει» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ή και απόσταση τις ριζικά διαφορετικές απόψεις και πρακτικές ορισμένων δυνάμεων (πχ ΣΕΚ στο εργατικό/ αντιφασιστικό) και θέλουν να συσπειρωθούν σε πιο συνεκτικές πολιτικά και μάχιμες μορφές συσπείρωσης. Σε αυτό το καθήκον μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα το ΝΑΡ, ώστε οι δυνάμεις αυτές, συγκροτημένα πλέον, να συμβάλλουν στην υπόθεση του αντικαπιταλιστικού μετώπου.

18. Εργατική και λαϊκή αντιπολίτευση για ανατροπές και κλονισμούς της πολιτικής κεφαλαίου-ΕΕ-κυβέρνησης-αστικού πολιτικού συστήματος.

Δεν είναι δεδομένο ότι αυτόματα και "αυθόρμητα" θα δημιουργηθούν μαζικές αντιδράσεις απέναντι στη ΝΔ και τους νόμους που θα φέρει. Έχει εξηγηθεί εκτενώς προηγούμενα, ότι και ο νέος συσχετισμός δυνάμεων και οι δομικές ανεπάρκειες του μαζικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αριστεράς δεν συνηγορούν εύκολα υπέρ αυτού. Πέρα λοιπόν από εύκολες προσδοκίες και προσεγγίσεις, ως ΝΑΡ πρέπει να επικεντρωθούμε στα παρακάτω:

-Μακρόπνοο σχέδιο που δεν θα περιορίζεται σε "παρακολούθηση" ή απλή συμμετοχή σε ότι κινείται, αλλά θα παρεμβαίνει προωθητικά και πολιτικά μέσα στο μαζικό κίνημα και τους αγώνες, αλλά και θα δημιουργεί τα δικά της πεδία σύγκρουσης, τις δικές της πρωτοβουλίες μέσα από την παρέμβαση των ταξικών, αντικαπιταλιστικών και σύγχρονα κομμουνιστικών δυνάμεων για την πολιτική ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος. Η μάχη για τις ΣΣΕ, θα πρέπει να συνοδεύεται από το αίτημα της λιγότερης δουλειάς, του να πάρουμε από τα κέρδη, να σπάσουμε τα ματωμένα πλεονάσματα για να έχουμε ουσιαστικές αυξήσεις και όχι μόνο από την αμυντική λογική "να έχουμε σύμβαση, για να σπάσουμε τη μαύρη εργασία και να έχουμε την τυπική προστασία της επιθεώρησης εργασίας. Η μάχη για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη στέγαση για τα λαϊκά νοικοκυριά και τους σπουδαστές να συνδέεται με την πάλη ενάντια στις αυξήσεις των ενοικίων, τις εξώσεις, τους πλειστηριασμούς, τη πολλαπλή φορολόγηση της λαϊκής κατοικίας, το φαινόμενο της έλλειψης στέγης με την τουριστική βιομηχανία και την εμπορευματοποίσηση της κατοικίας με τη χρονομίσθωση (airbnb) θα τα βάζει με το τοπικό και κεντρικό κράτος/κυβέρνηση και του κεφαλαίου, θα μιλάει από τη σκοπιά της λαϊκής κατοικίας για όλους ενάντια στην εκμετάλλευση τραπεζών, κράτους και μεγαλοϊδιοκτητών, να απαιτεί μαζικά προγράμματα για φοιτητικές εστίες και εργατικές κατοικίες, απαλλοτριώσεις κενών κατοικιών κλπ.

Ειδική πλευρά πρέπει να αποτελέσει η απόκρουση της συνεχούς και αναβαθμισμένης προσπάθειας των εργοδοτών να ποινικοποιήσεων την εργατική αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα και τους αγώνες, μέσα από μια βιομηχανία αγωγών, διώξεων και καταγγελιών περί «συκοφαντικής δυσφήμησης» (χαρακτηριστική η περίπτωση της Vresnet στη Θεσσαλονίκη) που επιδιώκει να καταστείλει δικαστικά και οικονομικά τις μαχόμενες δυνάμεις του εργατικού κινήματος.

- Το ΝΑΡ θα παλέψει ώστε τα σχήματα-κινήσεις να κατακτούν αιχμηρό πολιτικό προσανατολισμό, να αντιπαλεύουν από θέσεις εργατικές ανατρεπτικές την πολιτική της κυβέρνησης και του συστήματος, να στρέφεται η δράση τους απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ (όπως και πριν ως κυβέρνηση και από και δω και μπρος ως αντιπολίτευση), ενάντια σε λογικές που στην πράξη επιδιώκουν στην ουσία την μετατροπή των σχημάτων σε "ριζοσπαστικές, αντιδεξιές κινήσεις", στην υποταγή στον σχεδιασμό και τις αντιδραστικές πρωτοβουλίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, υπονομεύοντας τον ανεξάρτητο, μαζικό συντονισμό της βάσης. Τα σχήματα και οι κινήσεις μπορούν να γίνουν η κινητήρια δύναμη μιας σύγχρονης εργατικής, αριστερής αντιπολίτευσης με την ηγεμονία του εργατικού, ριζοσπαστικού και αντικαπιταλιστικού προγράμματος και τακτικής. Σε διαφορετική περίπτωση θα περιορίζονται σε μορφές εκλογικών παρεμβάσεων χωρίς συνέχεια και προοπτική.

-Στήριξη και συμμετοχή στους πολιτικούς ή συνδικαλιστικούς αγώνες και τις πρωτοπόρες συσπειρώσεις, του πλατιού κόσμου "εκεί έξω", της παλιάς και νέας πολιτικοποίησης ή/και της αδιαμόρφωτης πολιτικά νέας, ταξικής μαχητικότητας. Με στροφή στον αχαρτογράφητο κόσμο των σύγχρονων εργοστασίων, της "σεζόν", των ναυπηγείων και του επισιτισμού, των νοσηλευτών και των δασκάλων, των αποκλειστικών νοσοκόμων και των εργολαβικών, των 12μηνιτών, των τραπεζοϋπαλλήλων και της πληροφορικής, των ναυτεργατών και της ΔΕΗ. Σε κρίσιμες επιλογές, δηλώνει παρών και πρέπει να τον οργανώσουμε στις ανώτερες μάχες που έχουμε μπροστά μας.

-Μόνιμη και ισχυρή παρουσία των πρωτοβάθμιων οργάνων (σωματείων, επιτροπών βάσης κλπ) στις μάχες. Με αξιοποίηση της κοινής δράσης, χωρίς συμβιβασμούς με τον ακολουθητισμό σε ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ κλπ. Ανοιχτή πλέον καταγγελία και προσανατολισμός σε ανεξάρτητο σχέδιο δράσης και συγκρότησης δυνάμεων, με ειδικό μέτωπο και στο ΠΑΜΕ, με ταυτόχρονη διαρκή πίεση για κοινή δράση. Σε αυτό καλούμε ευρύτερες δυνάμεις να συμβάλλουν. Η ΔΕΘ θα είναι το πρώτο πεδίο δοκιμασίας αυτών των επιλογών.

Κεφάλαιο Γ. Σημεία για την προγραμματική αναβάθμιση της παρέμβασης του ΝΑΡ

18. Βασική ευθύνη για την αδυναμία να πραγματοποιηθεί ένα σημαντικό πολιτικό βήμα της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής αριστεράς αυτή τη περίοδο, όπως αυτή εκφράστηκε και στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, φέρει το ίδιο το ΝΑΡ για τη Κομμουνιστική Απελευθέρωση.

Παρά τις θετικές παρεμβάσεις του ΝΑΡ και της νΚΑ για μια ανώτερη συγκρότηση των πρωτοποριών σε όλα τα επίπεδα, παρά την διακηρυγμένη στροφή μας στην απεύθυνση των δυνάμεων μας στην εργατική τάξη και τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα και παρά την κεντρικής σημασίας προσπάθεια για τη συσπείρωση δυνάμεων για ένα νέο πρόγραμμα και κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης, είναι γεγονός ότι έχουν γίνει πολύ μικρά βήματα.

Καταρχάς στο θεμελιακό ζήτημα του εργατικού κινήματος. H εμπειρία των προεκλογικών μας παρεμβάσεων σε σημαντικούς χώρους δουλειάς έδειξε τις δυνατότητες, αλλά περισσότερο υπογράμμισε την αποσπασματικότητα, την μερικότητα και κυρίως τον μη συγκεκριμένο σχεδιασμό για ρίζωμα και ανάπτυξη του ΝΑΡ, της νΚΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε κρίσιμους κλάδους της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας και αντίστοιχα σε κρίσιμα τμήματα της εργατικής τάξης. Η απεύθυνση μας παραμένει περιορισμένη κυρίως σε τμήματα της μισθωτής διανόησης (έστω και στα πιο προλεταριοποιημένα), της σπουδάζουσας και μετασπουδάζουσας νεολαίας και οι όποιες προσπάθειες για βήματα στη ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος περιορίζονται σε συγκεκριμένους κλάδους και χώρους δουλειάς, σε λίγα σωματεία με αποτέλεσμα ένα πολύ συγκεκριμένο και τελικά στενό κύκλο δράσης, στον οποίο επανέρχονται συνεχώς προτάσεις συνδικαλιστικής ενότητας (της αριστεράς, της αυτονομίας κοκ) και τελικά την στασιμότητα. Αντίστοιχα ελλείμματα παρουσιάζονται στη σύνδεση και αναφορά μας με κομμάτια των πιο καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, με τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τις γυναίκες και την εργατική νεολαία.

Στο επίπεδο της προώθησης της πρωτοβουλίας για το νέο πρόγραμμα και κόμμα της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης, δηλαδή της βασικής ιδέας του 4ου συνεδρίου και των επεξεργασιών που κάναμε τόσο στο ίδιο το 4ο συνέδριο όσο και στην προγραμματική συνδιάσκεψη, χαρακτηριζόμαστε από ασυνέχειες και υποτίμηση.

Το πιο βασικό έλλειμμα για το ΝΑΡ και τη νΚΑ, είναι η αργή, αντιφατική και σε κάθε περίπτωση μη επαρκής υπηρέτηση της στροφής που αποφασίσαμε στο 4ο συνέδριο και επιχειρήσαμε να σηματοδοτήσουμε και με την προγραμματική συνδιάσκεψη. Πρώτα από όλα υπογραμμίζουν την καθυστέρηση στον αναγκαίο κομμουνιστικό μετασχηματισμό του ίδιου του ΝΑΡ και της νΚΑ, ώστε να μπορέσει να συμβάλλει αποτελεσματικά στις νέες απαιτήσεις της ταξικής πάλης.

19. Χρειαζόμαστε μια στροφή στην πράξη και όχι στις διακηρύξεις γύρω από τα βασικά θεμέλια της πολιτικής μας πρότασης: νέο ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, συσπείρωση των δυνάμεων της κομμουνιστικής αναζήτησης, προγραμματική υπέρβαση της σημερινής αριστεράς, αντικαπιταλιστικός πόλος με αναβαθμισμένο προγραμματικό περιεχόμενο και δημοκρατική λειτουργία.

Πρώτο βήμα είναι ο συνδυασμός της δουλειάς με τη προγραμματική διακήρυξη και τη συσπείρωση των δυνάμεων της κομμουνιστικής αναζήτησης. Αυτό σημαίνει τη παράλληλη δουλειά σε 2 αλληλένδετα επίπεδα:

α) Οργάνωση της συζήτησης για την επόμενη ημέρα στην αντικαπιταλιστική αριστερά και την αναγκαία προγραμματική ανασυγκρότηση της. Απευθυνόμαστε στους αγωνιστές που θέλουμε να ενταχτούν στις οργανώσεις του ΝΑΡ και της νΚΑ, καθώς και στο δυναμικό που ενδιαφέρεται για την υπόθεση του νέου προγράμματος και κόμματος, στα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στον κόσμο των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, στο δυναμικό των σχημάτων της πτέρυγας και σε αγωνιστές και αγωνίστριες του κινήματος. Όπλο μας σε αυτή τη διαδικασία αποτελεί η προγραμματική μας διακήρυξη. Επιχειρούμε κάθε ΟΒ του ΝΑΡ και της νΚΑ να οργανώσει μια τέτοιου βάθους παρέμβαση, στόχος που συμβάλλει και στην ανώτερη πολιτικό – θεωρητική συγκρότηση των ΟΒ.

β) Ξαναπιάνουμε το νήμα τις συζήτησης με τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της σύγχρονης κομμουνιστικής αναζήτησης. Με την οργάνωση αντίστοιχου χαρακτήρα συσκέψεων και τη συγκρότηση πρωτοβουλιών όπου αυτό είναι ώριμο ή άλλες μορφές έκφρασης συμφωνίας με την ιδέα ενός νέου προγράμματος και κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης (κείμενα υπογραφών, αρθρογραφία, εκδηλώσεις διαλόγου κλπ.).

γ) Αναβαθμίζουμε την θεωρητική μας παρέμβαση και δουλειά. Βήματα για αυτό είναι:

1.H αναβαθμισμένη συμμετοχή μας στο εγχείρημα των Τετραδίων Μαρξισμού, τόσο στα πλαίσια της συγγραφικής συμβολής του δυναμικού μας, όσο και σε αυτά της διακίνησης τους και της μελέτης του από το δυναμικό της οργάνωσης.

2. Συνεχίζουμε το εγχείρημα της νΚΑ και της λέσχης των Αναιρέσεων, το Μαρξιστικό εργαστήρι, επιδιώκοντας την εξέλιξη του σε ένα μαζικό εγχείρημα μαρξιστικού διαφωτισμού στο χώρο της νεολαίας.

3. Επαναφέρουμε το θεσμό της «διάλεξης του μήνα» στις οργανώσεις του ΝΑΡ, θέτοντας στο επίκεντρο της συζήτησης κρίσιμα ζητήματα της πολιτικό – θεωρητικής αντιπαράθεσης. Συνολικά ως ΝΑΡ για τη Κομμουνιστική Απελευθέρωση χρειαζόμαστε στροφή στην θεωρητική διαπάλη και στην αντιπαράθεση με την αστική προπαγάνδα και παρέμβαση στο επίπεδο των αξιών, του πολιτισμού και της ιστορίας. Σε αυτά τα πλαίσια προσανατολιζόμαστε σε αντίστοιχες θεωρητικές πρωτοβουλίες τόσο για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 όσο και για τα 100 χρόνια από τα γεγονότα στη Μικρά Ασία, επέτειοι που θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει η αστικά τάξη κάνοντας αντίστοιχη θεωρητική παρέμβαση.

δ) Το ΝΑΡ και η νΚΑ πρωταγωνιστούν στην υπόθεση της συγκρότησης της ταξικής κίνησης που περιγράφεται στο σημείο 16 της εισήγησης. Μονιμοποιούμε τη παρέμβαση μας στους χώρους δουλειάς που επισκεφτήκαμε όλη τη προεκλογική περίοδο. Επεκτείνουμε αυτό το προσανατολισμό καταρχάς στις εργατικές ΟΒ αλλά και στις συνοικιακές με αντίστοιχες επιλογές σημαντικών εργασιακών χώρων.

20. Για τα 30-χρονα της ανταρσίας της ΚΝΕ και της συγκρότησης του ΝΑΡ

Τον Σεπτέμβριο 2019 κλείνουν 30 χρόνια από την ανταρσία της ΚΝΕ και το «Δεν θα υπακούσουμε» (21 Σεπτ. 1989), ενώ τον Φεβρουάριο 2020 κλείνουν 30 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΡ (ιδρυτική 1η Συνδιάσκεψη, 10-11/2/1990).

Προτείνεται να αξιοποιήσουμε την διπλή αυτή επέτειο όχι μόνο «ιστορικά», γεγονός που έχει την αυτοτελή αξία και σημασία του, αλλά και πολιτικά-αξιακά, ως μία ακόμα πλευρά που θα ανοίγει και θα διευρύνει τη συζήτηση για την αναγκαιότητα τομών και ρήξεων στην αριστερά κάθε εποχής, για την ανώτερη συγκρότηση και παρέμβαση των πιο συνειδητών δυνάμεων της πρωτοπορίας για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση και απελευθέρωση της εποχής μας.

Στόχοι των πρωτοβουλιών και δράσεων μας με αφορμή τα 30-χρονα είναι:

Α. Η γνωριμία της νέας γενιάς αγωνιστών της ν.Κ.Α. -κυρίως-και του ΝΑΡ, αλλά και ευρύτερα του δυναμικού του αγώνα, των μετώπων και συλλογικοτήτων, με την πορεία του εγχειρήματος της ρήξης με τον ρεφορμισμό και την αριστερά της υποταγής, την προσπάθεια κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Η σχετική υποτίμηση που έχουμε δείξει σε αυτό το πεδίο δεν βοήθησε τα προηγούμενα χρόνια σε μια ιστορική αντίληψη για την διαμόρφωση, την πορεία και την ανάπτυξη του ρεύματός μας, στην βαθύτερη ένταξη και στράτευση δυναμικού από πιο νέες φάσεις πολιτικοποίησης.

Β. Η ανάδειξη των συμπερασμάτων από την πορεία της ρήξης με το κομμουνιστικό κίνημα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και της συγκρότησης-δράσης του ρεύματός μας στην πορεία των 30 χρόνων.

Γ. Η προβολή των κυριότερων τομών και επεξεργασιών μας στη θεωρία και την πολιτική (ολοκληρωτικός καπιταλισμός, ΝΕΚ, σύγχρονο επαν. υποκείμενο, κρίση, με σταθμό και συμπύκνωση την Προγραμματική Διακήρυξη).

Δ. Η μαζική και πλατιά προβολή της ανάγκης και πρότασης για την συσπείρωση, το διάλογο και την ανώτερη συγκρότηση των πρωτοπόρων δυνάμεων για την αντεπίθεση των επαναστατικών κομμουνιστικών ιδεών, την ανάπτυξη του ΝΑΡ σε σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση και τα βήματα για το πρόγραμμα και κόμμα στη νέα εποχή.

Σε αυτή την κατεύθυνση, οργανώνουμε το εξάμηνο Σεπτέμβρης 2019-Φεβρουάριος 2020, τα εξής:

  1. Έκδοση μπροσούρας για την 30-χρονη πορεία του ΝΑΡ.
  2. Ειδική αρθρογραφία για τις επετείους, σχεδιασμένη πάνω στους σταθμούς.
  3. Κυκλοφορία video-αφιερώματος.
  4. Κύκλος εκδηλώσεων για τα 30-χρονα (συνδυασμένα και ενταγμένα στην περίοδο) στις βασικές μεγάλες πόλεις με κατάληξη μεγάλη εκδήλωση στην Αθήνα στα μέσα Φεβρουαρίου.
  5. Αφίσα για 30-χρονα και ημερολόγιο 2020.
  6. Θεματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις και εκθέσεις (στις λέσχες Αναιρέσεων και αντίστοιχα σε άλλες πόλεις) με αφιερώματα (προβολές ταινιών σχετικά με θέματα, έκθεση αφίσας και υλικών, έκθεση φωτογραφίας και αξιοποίηση στοιχείων του αρχείου μας, κ.α.)

Η Π.Ε του ΝΑΡ για τη Κομμουνιστική Απελευθέρωση, Αθήνα 20 Ιουλίου 2019